Χριστόφορος Μηλιώνης: Καλαμάς κι Αχέροντας

Η σειρά διηγημάτων του Χριστόφορου Μηλιώνη φέρει τον τίτλο ‘Καλαμάς κι Αχέροντας’1 (1985) και αποτελεί ένα ιδιαίτερο αφηγηματικό χρονικό που συντίθεται από παιδικές μνήμες και εικόνες του συγγραφέα, με σημείο αναφοράς την περιοχή της Ηπείρου.

Η συλλογή αποτελείται από 11 διηγήματα, σχετικού μικρού μεγέθους, τιθέμενα με τέτοιον τρόπο ώστε τα ίδια δύνανται να συγκροτήσουν μία αφηγηματική ισορροπία η οποία εν προκειμένω, ‘συνδιαλεγόμενη’ με την αφηγηματική λιτότητα, αφήνουν να διαρρεύσει μία προσέγγιση από την θέση της ενήλικης ζωής (ο συγγραφέας είναι εκπαιδευτικός), μεταβαίνει προς περιόδους κρίσιμες, όπως αυτή της δεκαετίας του 1940 (στην ίδια δεκαετία με το κέλυφος της αστυνομικής ιστορίας εστιάζει στο διήγημα του ‘Το Βεράνι’ και ο Αλέκος Χατζηκώστας),2 επιχειρώντας μία εκ νέου επεξεργασία του διαθέσιμου υλικού και των ερεθισμάτων του, όλων όσα συνέβαλαν στην διαμόρφωση του ενήλικα άνδρα.

Αν και ενίοτε δεν εκφράζεται ρητά, το πολιτικο-ιστορικό στοιχείο καθιστά ευδιάκριτη την παρουσία του, είτε ως υπόμνηση συμβάντων της δεκαετίας του 1940, εκεί όπου αποκτά τους όρους του σημαίνοντος η βία που ασκήθηκε ‘από όλες τις πλευρές,’ και από τον ‘ΕΛΑΣ’ (‘απο-ηρωοποιημένη’ προσέγγιση), στη σύγκρουση του με τον ‘ΕΔΕΣ’ στην Ήπειρο, είτε ως έγκληση των συνεπειών που επέφερε στην οργάνωση του χωριού ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος του 1940 και η ουσιαστική επίταξη του από τον ελληνικό στρατό, ενώ παράλληλα προσδιορίζεται το ιστορικό παρελθόν με τους όρους ενός υπόκωφου ‘συγκλονισμού’ (βλέπε και την προσέγγιση του Λουί Μπλανκί).

Και αυτή θεωρούμε πως καθίσταται η ικανότητα του συγγραφέα, έτσι όπως αρθρώνεται στη συλλογή διηγημάτων ‘Καλαμάς κι Αχέροντας’, που είναι η ικανότητα του να νοηματοδοτεί εντατικές και χασματικές ιστορικές διεργασίες, να αναδεικνύει την έννοια του ‘τραύματος’ από όλες τις πλευρές, με χαρακτηριστικά απτά, βιωματικά και καθημερινά, ανεπαίσθητα αλλά με ειδικό βάρος.

Και όσο η αφήγηση εξελίσσοντας συγκροτώντας τα εμπρόθετα σημεία έδρασης της, τόσο ο Χριστόφορος Μηλιώνης προβαίνει διευρύνει τα προσίδια όρια της, σημασιοδοτώντας ένα εγχείρημα επανεπινόησης του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και του έργου του με τις επι-γενόμενες συν-δηλώσεις της ‘εντοπιότητας,’ (διήγημα ‘Κείνος ο Σουραυλής’ που αναφέρεται στην επίσκεψη του συγγραφέα στη Σκιάθο),3 δεικνύοντας προς έναν διττό άξονα: Αφενός μεν προβάλλεται η αίσθηση μίας ‘λεπτής αποστασιοποίησης’ λόγω και της παραμονής του πλέον στην πόλη, των καθημερινών ασχολιών και δραστηριοτήτων, δίχως όμως η συγκεκριμένη ‘αποστασιοποίηση’ να καθίσταται ή αλλιώς, να μετεξελίσσεται σε ‘λευκή σελίδα’ πάνω στην οποία ο συγγραφέας ‘γράφει’ την ζωή του, (το πλαίσιο της μνημονικής έγκλησης παραμένει ανοιχτό), και, αφετέρου δε, εντός του πεδίου δράσης, διαμεσολαβείται το πλαίσιο της και ‘φορτισμένης’ απορίας: ποιοι και πως συμμετείχαν στις διεργασίες της δεκαετίας του 1940; Ποιο είναι το πρόσωπο και τα στοιχεία που συνθέτουν την γενιά του;

Όντας ‘πυκνό’ σε επάλληλα νοήματα το βιβλίο δεν εκπίπτει σε μία απλοϊκή ‘γεγονοτολογία,’ θέτοντας στο επίκεντρο την δράση δύο γενεών, της δικής του και της παλαιότερης και κατοχικής-εμφυλιακής-μετεμφυλιακής, με συνδετικό κρίκο την δυνατότητα της εκ-πλήρωση της, κάτι που φέρει εγγύτερα προσδοκίες και διαψεύσεις, τραύματα και αγώνες, το ’40’ με την Δικτατορία. Αν και δεν λειτουργεί ως ουδέτερος ‘χρονικογράφος,’ ο συγγραφέας συμπεριλαμβάνει τον εαυτό του στη χορεία των πολλών, στο πλήθος εκείνο που μετονομάζει ως ‘γενεά’ την μνήμη (“η γενιά μας”) και όχι την ‘ηρωική’ δράση, συνυφαίνοντας την δυνατότητα της ‘απο-δραματοποίησης’ με την υπενθύμιση του βάρους της ιστορίας και του αίματος, της τόπου και του θανάτου που αναπαρίστανται στα τοπία της Ηπείρου.

Οι συγγραφικές επι-τελέσεις δεν λαμβάνουν χώρα εν κενώ, αλλά, αντιθέτως, τέμνουν μία εποχή φθάνοντας έως του σημείου της κριτικής στάσης απέναντι στον καταναλωτισμό της εποχής του, ανάγοντας την ιστορία στη σφαίρα του ‘άσματος.’ Αυτό που δια-κρατείται είναι ένα παλαιό σπίτι που συγκρατεί την μνήμη, διαμέσου της οποίας δηλώνεται ένα εκ νέου ‘παρών,’ εγκλητικό και διασταλτικό: Με ποιον τρόπο όμως;

1 Βλέπε σχετικά, Μηλιώνης Χριστόφορος, ‘Καλαμάς κι Αχέροντας,’ Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 2017.

2 Βλέπε σχετικά, Χατζηκώστας Αλέκος, ‘Το Βεράνι,’ Σειρά Διηγημάτων ‘Μικρές Ιστορίες, μεγάλα όνειρα,’ Εκδόσεις Εντύποις, Αθήνα, 2017, σελ. 35-68..

3 Βλέπε σχετικά, Μηλιώνης Χριστόφορος, ‘Κείνος ο Σουραυλής…ό.π., σελ. 110-120.

Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης