Τα τέσσερα πρώτα βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας σε ψηφοφορία του 1999 στο Παρίσι.

Το 1999 στο Παρίσι η γαλλική αλυσίδα Fnac και η Παρισινή συνδιοργάνωσαν μια ψηφοφορία για τα 100 βιβλία του αιώνα. 

17,000 Γάλλοι αναγνώστες κατέταξαν 200 τίτλους βιβλίων, επιλεγμένους από βιβλιοπώλες και δημοσιογράφους, σύμφωνα με την ερώτηση: “Ποιο από αυτά τα μυθιστορήματα έχει μείνει στη μνήμη σας; 

Η πρώτη τετράδα της εν λόγω ψηφοφορίας ήταν η ακόλουθη:

 

1)Ο Ξένος του Αλμπέρ Καμύ (1942)

“Πίσω μου όμως μια ολόκληρη παραλία που τη δονούσε ο ήλιος μού έκλεινε το δρόμο. Ήταν μόνος. Πλαγιασμένος ανάσκελα, με τα χέρια κάτω απ’ τον αυχένα, το μέτωπο στον ίσκιο του βράχου, το υπόλοιπο σώμα στον ήλιο. H μπλε φόρμα του άχνιζε μες στη ζέστη. Ξαφνιάστηκα κάπως. Για μένα, τούτη η ιστορία είχε τελειώσει και είχα έρθει ως εδώ χωρίς να τη σκέφτομαι. Mόλις με είδε ανασηκώθηκε λιγάκι κι έβαλε το χέρι στην τσέπη του. Eγώ, φυσικά, έσφιξα το περίστροφο του Pεμόν μες στο σακάκι μου. Tότε εκείνος ξανάπεσε προς τα πίσω, δίχως όμως να βγάλει το χέρι απ’ την τσέπη του. Ήμουν αρκετά μακριά του, καμιά δεκαριά μέτρα. Στιγμές στιγμές μάντευα το βλέμμα του ανάμεσα απ’ τα μισόκλειστα βλέφαρά του. Mα, πιο συχνά, η εικόνα του χόρευε μπροστά στα μάτια μου, μες στην πυρακτωμένη ατμόσφαιρα. O φλοίσβος των κυμάτων ήταν ακόμα πιο νωχελικός, πιο ρυθμικός απ’ ό,τι το μεσημέρι. Ήταν ο ίδιος ήλιος, το ίδιο φως πάνω στην ίδια αμμουδιά που απλωνόταν ίσαμε δω. Δυο ώρες τώρα, η μέρα δεν προχωρούσε άλλο, δυο ώρες τώρα είχε αγκυροβολήσει σ’ έναν ωκεανό από λιωμένο μέταλλο. Στο βάθος του ορίζοντα πέρασε ένα βαποράκι και διέκρινα τη μαύρη κουκκίδα του με την άκρη του ματιού μου γιατί δεν είχα πάψει να κοιτάζω τον Άραβα”.

 

2)Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Μαρσέλ Προυστ (1913-1927)

“Οι πιο μεγάλοι μας φόβοι, όπως οι πιο μεγάλες μας ελπίδες, δεν ξεπερνούν τις δυνάμεις μας, και μπορούμε να καταφέρουμε να κυριαρχήσουμε πάνω στους πρώτους και να πραγματοποιήσουμε τις δεύτερες (…) Η φαντασία, η σκέψη μπορούν μα είναι από μόνες τους αξιοθαύμαστες μηχανές, αλλά μπορεί να μένουν αδρανείς. Όταν υποφέρεις μπαίνουν μπρος (…) Αλλά, για να ξαναγυρίσω στον εαυτό μου, σκεφτόμουνα πιο ταπεινά το βιβλίο μου, και θάταν ανακρίβεια να πω ότι σκεφτόμουνα αυτούς που θα το διάβαζαν, τούς αναγνώστες μου. Γιατί δεν θα ήταν κατ’ εμέ, αναγνώστες μου, αλλά οι ίδιοι οι αναγνώστες τού εαυτού τους, αφού το βιβλίο μου δεν είναι τίποτε άλλο από ένα είδος μεγεθυντικού φακού, όπως αυτός που πουλούσε ο οπτικός τού Κομπραί. Το βιβλίο μου χάρη στο οποίο θα τούς έδινα το μέσον να διαβάσουν εντός τους…

 

3)Η Δίκη του Φραντς Κάφκα (1925)

“Όλα αυτά τα πολλά χρόνια ο άνθρωπος παρατηρεί το θυρωρό σχεδόν αδιάκοπα. Αποξεχνά τους άλλους θυρωρούς, κι αυτός ο πρώτος τού φαίνεται το μοναδικό εμπόδιο για να μπει στο νόμο. Καταριέται την κακή τύχη. Τα πρώτα χρόνια χωρίς συγκρατημό και δυνατά, αργότερα, όσο γεράζει, μουρμουρίζει μόνο. Αρχίζει να παιδιαρίζει και, μια και μελετώντας χρόνια το θυρωρό γνώρισε και τους ψύλλους του γούνινου γιακά του, παρακαλεί και τους ψύλλους να τον βοηθήσουν και ν’ αλλάξουν τη γνώμη του θυρωρού. Τέλος, το φως λιγοστεύει και δεν ξέρει αν γύρω του αλήθεια σκοτεινιάζει, ή αν μονάχα τα μάτια του τον απατούν. Ωστόσο, αναγνωρίζει τώρα μια λάμψη μέσα στο σκοτάδι, που ξεχύνεται άσβεστη μέσα από του νόμου την πόρτα. Δεν έχει πια πολλή ζωή. Πριν από το θανατό του σμίγουν οι πείρες όλης του της ζωής σε ένα ρώτημα, που δεν είχε κάνει ως σήμερα στο θυρωρό. Του γνέφει, γιατί δεν μπορεί πια ν’ ανασηκώσει το ξυλιασμένο του κορμί. Ο θυρωρός πρέπει να σκύψει πολύ κοντά του, γιατί το ύψος του ανθρώπου έχει πολύ αλλάξει. «Τι θες λοιπόν ακόμα να μάθεις;» ρωτά ο θυρωρός, «είσαι αχόρταγος…» «Όλοι μάχονται για το νόμο», λέει ο άνθρωπος, «πώς τυχαίνει να μη ζητά κανένας άλλος εκτός από μένα να μπει;» Ο θυρωρός νιώθει πως ο άνθρωπος αγγίζει κιόλας στο τέλος και, για να φτάσει την ακοή του που χάνεται, ουρλιάζει: «Κανένας άλλος δε μπορούσε να γίνει δεκτός εδώ, γιατί η είσοδος ήταν για σένα προορισμένη. Πηγαίνω τώρα να την κλείσω”.

 

4)Ο Μικρός Πρίγκηπας του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ (1943)

“Όταν ακόμη ήμουν έξη χρονών, είδα μια υπέροχη ζωγραφιά σ’ ένα βιβλίο για το Άγριο
Δάσος, που είχε τον τίτλο «Αληθινές Ιστορίες». Έδειχνε ένα τεράστιο φίδι, το βόα, που
καταβρόχθιζε κάποιο αγρίμι. Να ένα αντίγραφο κείνης της ζωγραφιάς. Στο βιβλίο έγραφε: «Οι βόες καταπίνουν τη λεία τους ολόκληρη, χωρίς να τη μασήσουν.
Ύστερα, καθώς δεν μπορούν μήτε να σαλέψουν, βυθίζονται σε ύπνο για έξη μήνες μέχρι
να χωνέψουν».
Στοχάστηκα τότε πολύ πάνω στις περιπέτειες στη ζούγκλα και, με τη σειρά μου, πέτυχα
να σκαρώσω την πρώτη μου ζωγραφιά μ’ ένα χρωματιστό μολύβι. Τη ζωγραφιά νούμερο1. Ήταν κάπως έτσι:

Έδειξα το αριστούργημά μου σε μερικούς μεγάλους και τους ρώτησα αν τους φόβιζε.
Εκείνοι μου απάντησαν: Γιατί να μας φοβίσει ένα καπέλο; Το σχέδιό μου δεν έδειχνε ένα
καπέλο. Έδειχνε ένα βόα που χώνευε ένα ελέφαντα. Τότε κι εγώ ζωγράφισα την
εσωτερική μεριά του βόα, για να μπορέσουν οι μεγάλοι να καταλάβουν. Πάντα τους
χρειάζονται εξηγήσεις για να καταλάβουν Η ζωγραφιά μου νούμερο 2 ήταν κάπως έτσι:

Οι μεγάλοι με συμβούλευσαν να παρατήσω τις ζωγραφιές με τους βόες ανοιχτούς ή
κλειστούς και ν’ ασχοληθώ καλύτερα με τη γεωγραφία, την ιστορία, την αριθμητική και
τη γραμματική.”

Το σημείωμα του συγγραφέα στην αρχή του βιβλίου:

“Στον Leon WERTH
θα ήθελα να ζητήσω συγνώμη απ’ τα παιδιά που αφιέρωσα το βιβλίο αυτό σ’ ένα
μεγάλο· ωστόσο, έχω μια σοβαρή δικαιολογία: αυτός ο μεγάλος είναι ο πιο καλός μου
φίλος σε τούτο τον κόσμο. Έχω και μια άλλη δικαιολογία: αυτός ο μεγάλος όλα τα
καταλαβαίνει, ακόμη και τα παιδικά βιβλία. Έχω και μια τρίτη δικαιολογία: αυτός ο
μεγάλος ζει στη Γαλλία, όπου πεινάει και κρυώνει. Έχει τόσο μεγάλη ανάγκη από
κάποια παρηγοριά. Αν όλοι οι παραπάνω λόγοι δεν είναι αρκετοί, πολύ θα το ήθελα ν’
αφιερώσω τούτο το βιβλίο στο παιδί που ήταν άλλοτε αυτός ο μεγάλος. Όλοι οι μεγάλοι
ήταν κάποτε παιδιά (Μα λίγοι ίσως ανάμεσά τους το θυμούνται). Διορθώνω, λοιπόν, την
αφιέρωσή μου:
Στον Leon WERTH ΟΤΑΝ ΗΤΑΝ ΜΙΚΡΟ ΠΑΙΔΙ”

 

Πληροφορίες από βικιπαιδεία