Γύρω από το “βιβλίο της εγγονής μου” της Μάρως Βαμβουνάκη

Όταν ακούω για σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς, το όνομα της Μάρως Βαμβουνάκη μου περνάει απ’ το μυαλό συχνά εδώ και χρόνια. Από τότε που περνούσα τις ώρες μου μέσα σε ένα βιβλιοπωλείο. Τα μεσημέρια μου έσβηνα τα φώτα και διάβαζα. Πολλά πρωινά προγραμμάτιζα το μεσημέρι μου να διαβάσω τον Παλιάτσο Και Την Άνιμα ή το Φάντασμα Της Αξόδευτης Αγάπης που είχε τότε κυκλοφορήσει. Αλλά το μεσημέρι, κάποια δύναμη έφερνε στο τραπέζι μου ένα έργο κλασικό, εγγυημένης αξίας για να μην το ρισκάρω. Σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, όταν ακούω για σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, για έναν παράξενο λόγο περνάει και το όνομά της από τη σκέψη μου. Κι όλο αναρωτιέμαι γιατί δεν έχω διαβάσει ποτέ τίποτα από αυτήν τη συγγραφέα. Το “βιβλίο της εγγονής μου” βρίσκεται 100 βήματα από το σπίτι μου, στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς και πριν πάω να το αγοράσω θέλω να καταθέσω λίγες σκέψεις.

Έχω πάρει τις πληροφορίες μου γι ‘ αυτό από το διαδίκτυο που μας τις παρέχει απλόχερα. Κυκλοφορεί ευρέως το παρακάτω:

“Ούτε το φανταζόμουν, ούτε ήθελα ποτέ μου να γράψω ένα εντελώς αυτοβιογραφικό βιβλίο. Είναι όμως ψεύτης όποιος πει «ποτέ» ή «πάντα» για τον εαυτό του, το πλάσμα δηλαδή που γνωρίζει λιγότερο. Έρχονται μετά γεγονότα που σε μεταμορφώνουν.

Σ’ εμένα ήρθε η εγγονή μου κι όσα πια την ακολούθησαν. Τον ίδιο μήνα που γεννήθηκε, έτσι όπως κυκλοφορούσα, κάπως σαν εκστατική, βρέθηκα στον υπολογιστή σπρωγμένη από τυφλή ανάγκη. Εξομολόγησης; Σημειώσεων να μην ξεχαστούν; Τραγουδιού που πιέζει να το πεις, αφού μέσα μας υπάρχουν μουσικές που αποφασίζουν αυτές για εμάς;

Υπήρχαν όμως και οι γονείς! Πιο σοβαροί, πιο προσεχτικοί, πιο υπεύθυνοι, πιο χαμηλότονοι από εμένα. Μια χαρούμενη στιγμή –η χαρά σε κάνει πιο γενναίο– τους το ξεφούρνισα. «Θα γράφεις και για μας;» ρώτησε ο γιος μου. «Είναι δυνατόν να σας αποφύγω;… Είστε ένα με την υπόθεση!» είπα μαζεμένη.

Δεν ενθουσιάστηκαν. Ορκίστηκα με πάθος να το δουν πριν το παραδώσω για έκδοση. Να αφαιρέσω ό,τι δε θέλουν να ειπωθεί· στην ανάγκη, να μην το εκδώσω καν…”

Μου κίνησε το ενδιαφέρον. Έτσι αισθαντική που είναι η Βαμβουνάκη, σκέφτηκα, πολύ θα ήθελα να πάρω μια οπτική της για το θέμα. Κάτι που νομίζω ότι πολλές μαμάδες, θα αναρωτιούνται για τις μαμάδες τους. Τί να αισθάνονται άραγε όταν κρατούν στην αγκαλιά τους το εγγόνι τους; Όταν λάμπει το πρόσωπό τους κάθε φορά που μιλούν γι’ αυτό στον κόσμο; Τί συναίσθημα είναι πάλι αυτό, αυτό της γιαγιάς; Πολύ θα ήθελα μια γεύση του από μια συγγραφέα που πάντα ήθελα να διαβάσω κάτι από αυτήν και ποτέ δεν το έκανα. Είναι λοιπόν η ευκαιρία μου να διαβάσω αυτό το συγκεκριμένο βιβλίο.

Εκδόθηκε το 2017 που η ίδια έγινε γιαγιά. Δεν άντεξα να μείνω μόνο στην περιγραφή του βιβλίου από τις εκδόσεις του, διάβασα και συνεντεύξεις της και κριτικές. Ένα βιβλίο για όλους τους γονείς, γραμμένο από έναν άνθρωπο, που όπως έχω από καιρό αντιληφθεί και μου έχουν πει κοντινοί μου άνθρωποι- αναγνώστες, που εμπιστεύομαι, κινείται στο χαρτί με καρδιά. Όπως ακριβώς και οι γονείς. Κινούνται με καρδιά. Είναι το αγαπημένο της έχει πει και δε θα μπορούσε να μην το έχει γράψει. Αφέθηκε στη συγγραφή του και κατά τη διάρκεια της ήθελε να πει στην εγγονή της: “Σ’ αγαπάω ψυχή μου!” Γι’ αυτό και μόνο θα περπατήσω τα 100 βήματα τώρα και θα φέρω το “βιβλίο της εγγονής μου” στο σπίτι μου. Και γι’ αυτό επίσης, όταν τελειώσει, θα αφιερώσω κι άλλον χρόνο σε αυτήν τη συγγραφέα, γιατί κάτι μου λέει ότι θα έχω πολλά να καταθέσω!