Χειμωνοβιβλία

Καθώς χάζευα την ιστοσελίδα της Πολιτείας διάβασα για τα εκατό καλύτερα βιβλία όλων των εποχών! Ο χειμώνας απ’την άλλη μας χτυπάει την πόρτα, βέβαια δεν του ανοίγουμε ακόμα, αλλά τον περιμένουμε.. Έτσι διάβασα τα παρακάτω πολύ ενδιαφέροντα πράγματα και με τη συννεφιά που έχει έξω σκέφτηκα να μαζέψω τα βιβλία που ταιριάζουν στην ατμόσφαιρα του παντοτινού μας, ετήσιου επισκέπτη για να τον καλωσορίσουμε.. διαβάζοντάς τα! Διάβασα λοιπόν, τα εξής και πολύ θα ήθελα να τα μοιραστούμε!

Ο κατάλογος των 100 καλύτερων βιβλίων όλων των εποχών, δημιουργήθηκε το 2002 από την Νορβηγική Λέσχη Βιβλίου, με βάση τις προτάσεις 100 συγγραφέων από 54 διαφορετικές χώρες. Κάθε συγγραφέας έπρεπε να προτείνει 10 βιβλία.  Τα βιβλία δεν ταξινομήθηκαν με κάποια σειρά αξιολόγησης, καταγράφηκαν σαν να ήταν ισότιμα, με εξαίρεση τον Δον Κιχώτη στον οποίο αποδόθηκε η διάκριση ‘’το καλύτερο λογοτεχνικό έργο που γράφτηκε ποτέ’’.
Το σχετικό άρθρο, οι συγγραφείς που συμμετείχαν στη δημιουργία του καταλόγου και ο πλήρης κατάλογος των βιβλίων (κατά αλφαβητική σειρά συγγραφέα) υπάρχουν στην Wikipedia (πατήστε εδώ).

Ο Ξένος του Αλμπέρ Καμύ

«Ο Ξένος» είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα του Καμύ, ενδεικτικό των απόψεών του για το παράλογο. Όπως δε λέει ο Σαρτρ, το βιβλίο γράφτηκε για το παράλογο και ενάντια σ’ αυτό. Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο Μερσώ, αρνείται τη συμβατικότητα της καθημερινής ζωής και αδιαφορεί για τις συναισθηματικές και ηθικές αξίες της κοινωνίας μέσα στην οποία ζει. Κατηγορείται όχι τόσο για το έγκλημα που έχει διαπράξει όσο για το ότι είναι τόσο διαφορετικός από τους ομοίους του, «ξένος» ανάμεσά τους. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

Το παλτό του Νικολάι Γκογκόλ

“Το Παλτό” είναι η τραγωδία ενός ασήμαντου ανθρωπάκου, ενός γραφέα δημόσιας υπηρεσίας, που κατορθώνει, με αιματηρές οικονομίες, να αποκτήσει ένα καλό παλτό, που, όχι μόνο τον προστατεύει από το κρύο, αλλά του δίνει ξαφνικά κύρος και αποδοχή. Όμως, ένα βράδυ πέφτει θύμα ληστείας και χάνει το πολύτιμο παλτό του. Στην προσπάθειά του να το ξαναβρεί, έρχεται αντιμέτωπος με ένα εφιαλτικό γραφειοκρατικό κατεστημένο. Ο κόσμος του Παλτού είναι ο αιώνιος κόσμος των υπαλλήλων, που υπηρετούν ένα μηχανισμό, που από τη φύση του είναι επινοημένος και φτιαγμένος να υποτάσσει, να αποβλακώνει. Δεν είναι απαραίτητα ο κρατικός μηχανισμός. Η ίδια λογική, της ισοπέδωσης της προσωπικότητας, υπάρχει σε κάθε επιχείρηση, που ζητάει από τους εργαζόμενους τα μέγιστα, ανταποδίδοντας τα ελάχιστα, που ξεζουμίζει, χωρίς έλεος, την ανθρώπινη ικμάδα, στο βωμό του κέρδους.
“Το Παλτό” είναι ένα από τα πλέον “βλάσφημα” έργα του Γκόγκολ, διαχρονικά επαναστατικό και διαχρονικά επίκαιρο. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

Μαντάμ Μποβαρύ του Γκιστάβ Φλωμπέρ

Με την «Μαντάμ Μποβαρύ», γνήσιο αριστουργηματικό πρότυπο του σύγχρονου μυθιστορήματος, η πεζογραφία διαχωρίζεται με τρόπο ξεκάθαρο από την ποίηση, παύει να μεταρσιώνει, να μεταπλάθει την πραγματικότητα, παύει να τη βλέπει στην προοπτική της έξαρσης, παύει να αναζητά και να ξεθάβει τη βαθύτερη μεγαλοσύνη και δραματικότητά της, παύει να επιδιώκει την ποιητική της υπερύψωση. Η λογοτεχνία προσγειώνεται στο έδαφος της πικρής αλήθειας της καθημερινής ζωής, στην απεικόνιση της άνυδρης πραγματικότητας, τέτοιας που είναι και που καθημερινά βιώνεται γύρω μας και μέσα μας, οριοθετείται στη φωτογράφηση της ανθρώπινης μοίρας, στην περιγραφή της ζωής με την εγγενή της κακουχία, στην παρουσίαση των άτεγκτων νόμων του κόσμου, χωρίς διαφυγές, χωρίς ψηλοπετάγματα, χωρίς λύτρωση. […] (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

[…] Με σαδομαζοχιστική ικανοποίηση, ο συγγραφέας ξετυλίγει σιγά σιγά το κουβάρι της καταρράκωσης των ηρώων του. Τόσο που το βιβλίο αυτό, όσο αξεπέραστο κι αν είναι, την ίδια στιγμή είναι εντελώς ασήκωτο. Είναι γραμμένο χωρίς την παραμικρή ρομαντική διάθεση, η οποία όμως είναι εξίσου ανυπόφορη, όσο και η ψυχρή προσέγγιση των ηρώων του έργου. Το έργο θα μπορούσε να είναι μια συρραφή από ρεπορτάζ επαρχιακών εφημερίδων της εποχής ή από γράμματα ανώνυμων αναγνωστών. Υπάρχουν όμως και κάποιες λιγοστές στιγμές που ο συγγραφέας δεν μπορεί να αποφύγει να αγκαλιάσει την ηρωίδα του, να γίνει ένα μ’ αυτήν. “Το θλιβερότερο -σκεφτόταν η Έμμα Μποβαρύ- είναι να περνά κανείς μια ζωή ανώφελη σαν τη δική μου. Αν οι πόνοι μας είχαν κάποια αξία, μπορούσαν να είναι χρήσιμοι σε κάποιον άλλο, τότε, τουλάχιστον, η ιδέα της θυσίας θα παρηγορούσε”.
Ο Φλομπέρ προειδοποιεί λοιπόν. Και σ’ αυτήν την προειδοποίηση εξαντλείται όλη η ανθρωπιά του. (Γιώργος Νοταράς, Ελευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη, 27/8/2011)

 

Άννα Καρένινα του Λεόν Τολστόι

Πότε ένα έργο εξακολουθεί να είναι επίκαιρο εκατόν πενήντα χρόνια μετά τη συγγραφή του; Και πώς ερμηνεύεται μια μυθιστορηματική αυτοχειρία να γίνεται σημείο αναφοράς τόσο στην παγκόσμια λογοτεχνία όσο και στην πεζή καθημερινότητά μας;
Δύο ρητορικά ερωτήματα, που αν και απαντήθηκαν με επιχειρήματα όσο και με αλλεπάλληλες κινηματογραφικές και σκηνικές μεταφορές, δεν φώτισαν, αλλά διαιώνισαν τον μύθο μιας, χωρίς όρια, αγάπης που οδηγήθηκε στην αυτοθυσία και την καταστροφή.
Και αν μεν επρόκειτο μόνο για το πάθος ενός ανθρώπου που βιώνει το προσωπικό του δράμα πριν τη συντριβή -το λέμε με σιγουριά- λίγο θα μας ενδιέφερε· αλλά οι συγκρούσεις σε επίπεδο χαρακτήρων, θρησκείας, ηθικής, γένους και κοινωνικών τάξεων δεν μπορούσαν να μας αφήσουν ασυγκίνητους.
Έτσι, η τραγική ιστορία μιας παντρεμένης αριστοκράτισσας και της σχέσης της με έναν νεότερο άντρα στη τσαρική Ρωσία, όπως και η παράλληλη αφήγηση του γαιοκτήμονα αριστοκράτη Λέβιν που περιλαμβάνει την αξιολόγηση, αν όχι εκτίμηση, του φεουδαρχικού συστήματος που επικρατούσε στην εποχή του, τόσο στην πολιτική σκηνή όσο και σε επίπεδο μεμονωμένων χαρακτήρων, μας έδωσαν τα κίνητρα για να στραφούμε στην εξερεύνηση, τη μελέτη και την ανάλυση του magnum opus του Τολστόι. […]

Το κοράκι του Έντγκαρ Άλαν Πόε

Το κοράκι δεν είναι ένα ακόμη πουλί, δεν είναι απλά ένα είδος ανάμεσα στ’ άλλα. Σύμβολο πανάρχαιο, είναι πουλί που τρώει πτώματα, αλλά και κάτι περισσότερο· οσφραίνεται τον θάνατο, και μαζεύεται σε σμήνος κοντά στο πλάσμα που πρόκειται να πεθάνει. Στη φαντασία του αρχαϊκού ανθρώπου -και ασφαλώς όχι μόνον αυτού- οσφραίνομαι τον θάνατο σημαίνει ότι ειδοποιούμαι από τον θεό του θανάτου, τον οποίο και αναμένω. Έτσι το κοράκι έγινε σύμβολο του θανάτου. Έτσι το καρφώσαμε στον ουρανό, ένα σμάρι άστρων, και ο αστερισμός του βλέπει προς τη Δύση – “ο Κόραξ βλέπων εις δυσμάς”, καθώς εξηγεί ο Ερατοσθένης στους Καταστερισμούς του, έχει το μάτι καρφωμένο στο άστρο του Άδη. […] (Από την έκδοση)

 

Μεγάλες Προσδοκίες του Καρόλου Ντίκενς

Η ιστορία του φτωχού, ορφανού Πιπ, που, ενώ ζει μια δυστυχισμένη ζωή στο μίζερο χωριουδάκι του, δίπλα στους βάλτους του Κεντ, βλέπει ξαφνικά την τύχη να του χαμογελά. (Του χαμογελά όμως πραγματικά, ή μήπως τον ειρωνεύεται;) Μια μεγάλη κληρονομιά τον περιμένει. Και ξαφνικά όλα αλλάζουν γύρω του και μέσα του. Ο δρόμος του διασταυρώνεται με τους δρόμους παράξενων ανθρώπων: Ο δραπέτης Μάγκουιτς, η τρελή μις Χάβισαμ, η άκαρδη ωραία Εστέλλα, ο πανούργος δικηγόρος Τζάγκερς και πολλοί άλλοι μπερδεύουν τη ζωή και την ψυχή του ήρωα. Χαρακτήρες που η πένα του Καρόλου Ντίκενς, ενός από τους μεγαλύτερους συγγραφείς όλων των εποχών, ζωντανεύει με τις πιο αδρές πινελιές και τις πιο λεπτές ψυχολογικές αποχρώσεις, με χιούμορ και δραματική ένταση, στήνοντας μια δυνατή πλοκή μέσα στο σκοτεινό σκηνικό του Λονδίνου των αρχών του περασμένου αιώνα. Οι ”Μεγάλες Προσδοκίες” είναι ένα από τα πιο αγαπημένα και πολυδιαβασμένα μυθιστορήματα του κόσμου. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

Πηγή: politeianet.gr