Διφυής τῷ ὄντι

Μια φορά και ένα χειμώνα ζήτησα τα μάτια σου

Μάτια που φέγγιζαν στα σκοτεινότερα τοπία του μυαλού μου – όχι πολύ νταρκ.
Μάτια που σκάλιζαν τη πέτρα της καρδιάς μου - όχι πολύ μελό.
Μάτια που φώναζαν μήπως ξυπνήσω από τη λήθη – όχι υπερβολικό. 
Μάτια που έλιωναν τις κρυσταλλωμένες μου ακτές - καλό για παραμύθι του Τόλκιν. 
Μάτια που με έπαιρναν σε άλλη γη σε άλλα μέρη - «θα σε πάρω να φύγουμεεεεεεε». 
Ματια που χαμογέλαγαν σε γκρεμισμένα τείχη - σιγά μη τα ξανάχτιζαν. 
Μάτια που μου λεγαν κρυφά όσα ο αέρας ξέρει - σε λίγο θα μου ζητήσει πνευματικά δικαιώματα η οικογένεια της Πολυδούρη. 
Μάτια που κάρφωναν με μιας όσα η ψυχή θρηνούσε - Αν ζούσε ο Ανεστόπουλος θα το έπαιρνε για τραγούδι. 
Μάτια που σ’ένα μοναχά λεπτό την άνοιξη γεννούσαν - σαν το χελιδόνι ένα πράμα. 
Μάτια που έχασα πιο πριν κι απ’την αρχή του κόσμου - (.) 

Μια φορά και ένα χειμώνα ζήτησα τα μάτια σου.

Μαρία Τ.