Κορυφαία ελληνικά ποιήματα μέσα στη γοητεία της μετάφρασης του Edmund Keeley

Η διαδικασία της μετάφρασης είναι μια λεπτή υπόθεση, από το αποτέλεσμα της οποίας εξαρτάται η συνέχιση της ομορφιάς του νέου, μεταφρασμένου έργου, πάντα με την προσωπική πινελιά του μεταφραστή. Όπως, λοιπόν, συνήθως διαβάζουμε τις ελληνικές μεταφράσεις έργων, είναι εξίσου ενδιαφέρον να καταπιαστούμε και με το αντίθετο.  Ο χαρισματικός Έντμουντ Κίλι, μεταφράζει από τα ελληνικά, σπουδαία ποιήματα μεγάλων Ελλήνων ποιητών. Γεννημένος στη Δαμασκό της Συρίας από Αμερικανούς γονείς το 1928, είναι μεταφραστής, δοκιμιογράφος, νεοελληνιστής, και συγγραφέας. Με πατέρα πρόξενο στη Θεσσαλονίκη αγάπησε την Ελλάδα και στις σπουδές του συμπεριέλαβε και τη Νεοελληνική Λογοτεχνία. Μεταξύ των πολλών βραβείων που έχει λάβει για το έργο του, το 2002 τον υποδέχθηκε η Ακαδημία Αθηνών ως αντεπιστέλλον μέλος κι έχει τιμηθεί το 2008 με το βραβείο “Διδώ Σωτηρίου της Εταιρίας Ελλήνων Συγγραφέων.

 

 

 

Η Μαρίνα των Βράχων του Οδυσσέα Ελύτη
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη – Μα πού γύριζες 

Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας 
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους. 
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο 
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Xίμαιρας 
Ριγώνοντας μ’ αφρό τη θύμηση! 
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου 
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω 
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών 
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια

– Μα πού γύριζες;
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας 
Σου ‘λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες 
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων 
Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους 
Μ’ ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη 
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα 
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού 
Και τ’ άρωμα των γυακίνθων – Μα πού γύριζες

Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα 
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο 
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε 
Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ’ όνομά του 
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών

Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.

Άκουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση 
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος 
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας 
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα 
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη. 
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο

άλλο καλοκαίρι, 
Για ν’ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια 
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους, 
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές 
Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο. 

Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο, 
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας 
Θ’ αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.

You have a taste of tempest on your lips—But where did you wander
All day long in the hard reverie of stone and sea?
An eagle-bearing wind stripped the hills
Stripped your longing to the bone
And the pupils of your eyes received the message of chimera
Spotting memory with foam!
Where is the familiar slope of short September
On the red earth where you played, looking down
At the broad rows of the other girls
The corners where your friends left armfuls of rosemary.But where did you wander
All night long in the hard reverie of stone and sea?
I told you to count in the naked water its luminous days
On your back to rejoice in the dawn of things
Or again to wander on yellow plains
With a clover of light on you breast, iambic heroine.You have a taste of tempest on your lips
And a dress red as blood
Deep in the gold of summer
And the perfume of hyacinths—But where did you wander
Descending toward the shores, the pebbled bays?There was cold salty seaweed there
But deeper a human feeling that bled
And you opened your arms in astonishment naming it
Climbing lightly to the clearness of the depths
Where your own starfish shone.Listen. Speech is the prudence of the aged
And time is a passionate sculptor of men
And the sun stands over it, a beast of hope
And you, closer to it, embrace a love
With a bitter taste of tempest on your lips.It is not for you, blue to the bone, to think of another summer,
For the rivers to change their bed
And take you back to their mother
For you to kiss other cherry trees
Or ride on the northwest wind.Propped on the rocks, without yesterday or tomorrow,
Facing the dangers of the rocks with a hurricane hairstyle
You will say farewell to the riddle that is yours.
( Translation: Edmund Keeley and Philip Sherrard
From: Orientations)

 

 

 

 

Ιθάκη του Κ.Π. Καβάφη
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν. 
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984) 
                                    As you set out for Ithaka
hope the voyage is a long one,
full of adventure, full of discovery.
Laistrygonians and Cyclops,
angry Poseidon—don’t be afraid of them:
you’ll never find things like that on your way
as long as you keep your thoughts raised high,
as long as a rare excitement
stirs your spirit and your body.
Laistrygonians and Cyclops,
wild Poseidon—you won’t encounter them
unless you bring them along inside your soul,
unless your soul sets them up in front of you.
 
Hope the voyage is a long one.
May there be many a summer morning when,
with what pleasure, what joy,
you come into harbors seen for the first time;
may you stop at Phoenician trading stations
to buy fine things,
mother of pearl and coral, amber and ebony,
sensual perfume of every kind—
as many sensual perfumes as you can;
and may you visit many Egyptian cities
to gather stores of knowledge from their scholars.
 
Keep Ithaka always in your mind.
Arriving there is what you are destined for.
But do not hurry the journey at all.
Better if it lasts for years,
so you are old by the time you reach the island,
wealthy with all you have gained on the way,
not expecting Ithaka to make you rich.
 
Ithaka gave you the marvelous journey.
Without her you would not have set out.
She has nothing left to give you now.
 
And if you find her poor, Ithaka won’t have fooled you.
Wise as you will have become, so full of experience,
you will have understood by then what these Ithakas mean.

 

 

Από τον Ερωτικό Λόγο του Γιώργου Σεφέρη

Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει; 
Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να ‘ναι για μας πλωτός; 
Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει 
για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός;

Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα 
που ανοίγει τα επουράνια κι είν’ όλα βολετά 
προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα 
την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ’ ανοιχτά

τριαντάφυλλα… Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας, 
μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός 
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας 
τρίκυμισμα της θάλασσας… Ο κόσμος είναι απλός.

Αθήνα, Οχτώβρης ’29 – Δεκέμβρης ’30 

                               
Where is the double-edged day that had changed everything?
Won’t there be a navigable river for us?
Won’t there be a sky to drop refreshing dew
for the soul benumbed and nourished by the lotus?
On the stone of patience we wait for the miracle
that opens the heavens and makes all things possible
we wait for the angel as in the age-old drama
at the moment when the open roses of twilight
disappear. . . Red rose of the wind and of fate,
you remained in memory only, a heavy rhythm
rose of the night, you passed, undulating purple
undulation of the sea. . . The world is simple.
Athens, October ’29—December ’30
Πηγές: poetryfoundation.org / ebooks.edu.gr / cavafy.com / kavafis.gr / el.wikipedia.org / poetryinternationalweb.net