“..Και ας ήθελα ακόμα λίγες λέξεις για να κλείσω το ποίημα”.

Η Τζο είπε. Θα μου δώσεις τελικά ένα ποίημα σου να βάλουμε στο Artigo ;

Την κοίταξα με ένα ποίημα στο βλέμμα.

Αρκούσε. Μα πώς θα το μεταφέρει;

Ως απάντηση σκέφτηκα στα γρήγορα την κιβωτό του Νώε μα θεωρώντας τον δύστροπο – μη με ρωτάτε γιατί είναι μία άλλη ιστορία – συνέχισα με τον Ιούλιο Βερν θυμήθηκα τον βαρόνο Μινχάουζεν και

ανάμεσα σε κύκλους και γραμμές

ευθείες ή καμπυλωτές

όλες με χρώμα

από το χέρι του Καντίνσκι να σου ο Εμπειρίκος με ολάκερη την Αργώ.

Λες Ναι αλλά το μέτρο και ο ρυθμός πρέπει να φαίνεται.

 

Έβγαλα τις λέξεις από την Αργώ

θα μουνα λόγιος ή μήπως αργκό;

Και έμενα και επέμενα

με τη δασεία στα πνεύματα

να βρω κείνη τη ρίζα

στην κάθε σου συνήθεια.

 

Κοίταξα τη στάχτη από το τσιγάρο που είχε πέσει στην μπλούζα μου.

Τη βρήκα όμορφη.

Ναι κάπου στον κόσμο υπάρχει μία καρδιά.

Και ας ήθελα ακόμα λίγες λέξεις για να κλείσω το ποίημα.

Κοίταξα τον Ρεμπώ από μακριά.

Αρθούρε του λέω σε θυμήθηκα και σου έφερα λίγο ήλιο.

 

Ναι θα καθίσουμε στα πόδια μας την Ομορφιά.

Μα τι θα δούμε;

Μα τι θα κάνουμε με αυτή;

 

 

Νεκτάριος Γιανναράς

Φωτογραφία Εξωφύλλου: David Wojnarowicz -Arthur Rimbaud in New York.