Εξαίρετοι στίχοι από δέκα ελληνικά ποιήματα που έχουν μείνει στην ιστορία

Πόσοι δεν τα έχουμε τραγουδήσει, η ποίηση που έγινε μουσική και σιγοτραγουδούμε όλοι μας, ακόμα και αυτοί που δεν την έχουν στη ζωή τους. Πόσοι από εμάς δεν τα έχουμε σκεφτεί σε στιγμές της ζωής μας… Δέκα από αυτά φορούν το χρυσό μετάλλιο και κρατούν τα σκήπτρα της ελληνικής ποίησης. Σιγοψιθυρίστε τα ή σιγοτραγουδήστε…

“Η Μπαλάντα του Κυρ-Μέντιου” του Κώστα Βάρναλη

Χάιντε θῦμα, χάιντε ψώνιο
χάιντε Σύμβολον αἰώνιο!
Ἂν ξυπνήσεις, μονομιᾶς
θά ῾ρτη ἀνάποδα ὁ ντουνιᾶς.

“Άρνηση” του Γιώργου Σεφέρη

Μὲ τί καρδιά, μὲ τί πνοή,
τί πόθους καὶ τί πάθος
πήραμε τὴ ζωή μας· λάθος!
κι ἀλλάξαμε ζωή.

“Πρέβεζα” του Κώστα Καρυωτάκη

Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.

“Ένα μαχαίρι” του Νίκου Καββαδία

Ἀπάνω μου ἔχω πάντοτε στὴ ζώνη μου σφιγμένο
ἕνα μικρὸ ἀφρικανικὸν ἀτσάλινο μαχαίρι

“Άξιον Εστί” του Οδυσσέα Ελύτη

Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη
λησμονάτε τη χώρα μου!

“Ιθάκη” του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη

Σὰ βγεῖς στὸν πηγαιμὸ γιὰ τὴν Ἰθάκη,
νὰ εὔχεσαι νἆναι μακρὺς ὁ δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.

“Ρωμιοσύνη” του Γιάννη Ρίτσου

Ὅταν σφίγγουν τὸ χέρι, ὁ ἥλιος εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο
ὅταν χαμογελᾶνε, ἕνα μικρὸ χελιδόνι φεύγει μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γένεια τους
ὅταν κοιμοῦνται, δώδεκα ἄστρα πέφτουν ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσέπες τους
ὅταν σκοτώνονται, ἡ ζωὴ τραβάει τὴν ἀνηφόρα μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα.

“Ελεύθεροι Πολιορκημένοι” του Διονυσίου Σολωμού

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι’ η μάνα το ζηλεύει.

“Ο Θούριος” του Ρήγα Βελεστινλή (Φεραίος)

Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή,

παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή

“Αντιγόνη” του Σοφοκλή

Έρως ανίκατε μάχαν

Έρωτα ανίκητε στη μάχη

Έρωτα ανίκητε στη μάχη Έρωτα, ανίκητε σε κάθε μάχη,

συ που κυριαρχείς όπου κι αν πατήσεις,

συ που ξενυχτάς τα κορίτσια με τα τρυφερά μάγουλα,

που δρασκελάς πάν’ από θάλασσες και τρυπώνεις στους κήπους,

κανείς δε γλυτώνει από εσένα,

μήτε Θεός μήτε θνητός.

Όποιον αγγίξεις, τον επαλαβώνεις.

Συ, άνθρωπο φρόνιμο εξωθείς στ’ άδικο και στο χαμό,