Τρία φλογερά ποιήματα μεγάλων Ελλήνων ποιητών

Άγγελος Σικελιανός

Γιατί βαθιά μου δόξασα

Γιατὶ βαθιά μου δόξασα καὶ πίστεψα τὴ γῆ καὶ στὴ φυγὴ δὲν ἅπλωσα τὰ μυστικὰ φτερά μου,
μὰ ὁλάκερον ἐρίζωσα τὸ νοῦ μου στὴ σιγή,
νὰ ποὺ καὶ πάλι ἀναπηδᾶ στὴ δίψα μου ἡ πηγή,
πηγὴ ζωῆς, χορευτικὴ πηγή, πηγὴ χαρά μου…

Γιατὶ ποτὲ δὲ λόγιασα τὸ πότε καὶ τὸ πῶς,
μὰ ἐβύθισα τὴ σκέψη μου μέσα στὴν πάσαν ὥρα,
σὰ μέσα της νὰ κρύβονταν ὁ ἀμέτρητος σκοπός,
νὰ τώρα πού, ἡ καλοκαιριὰ τριγύρα μου εἴτε μπόρα,
λάμπ᾿ ἡ στιγμὴ ὁλοστρόγγυλη στὸ νοῦ μου σὰν ὀπώρα,
βρέχει ἀπ᾿ τὰ βάθη τ᾿ οὐρανοῦ καὶ μέσα μου ὁ καρπός!…

Γιατὶ δὲν εἶπα: «ἐδῶ ἡ ζωὴ ἀρχίζει, ἐδῶ τελειώνει…»
μὰ «ἂν εἶν᾿ ἡ μέρα βροχερή, σέρνει πιὸ πλούσιο φῶς…
μὰ κι ὁ σεισμὸς βαθύτερη τὴ χτίση θεμελιώνει,
τὶ ὁ ζωντανὸς παλμὸς τῆς γῆς ποὺ πλάθει εἶναι κρυφός…»
νὰ πού, ὅ,τι στάθη ἐφήμερο, σὰ σύγνεφο ἀναλιώνει,
νὰ ποὺ ὁ μέγας Θάνατος μοῦ γίνηκε ἀδερφός!…

(ἀπὸ τὸν Λυρικὸ Βίο, B´, Ἴκαρος 1966)

Ναπολέων Λαπαθιώτης

Παραμύθι

Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,

πᾶνε τώρα χρόνια,
σ᾿ ἕνα τόπο μακρινό,
ζοῦσαν μέσ᾿ στὰ χιόνια.

Πάγωναν τὰ λούλουδα,
μίσευαν τ᾿ ἀηδόνια,
καλοκαίρι ζύγωνε
κι ἦταν ὅλο χιόνια!

Μάτια πάντα σκοτεινά,
μέτωπα σκυμμένα,
κι ἄνθρωποι δὲ βάδιζαν
μὲ ρυθμὸ κανένα…

Μιὰν ἀγάπη πέρασε,
-μετὰ πόσα χρόνια;-
καὶ τὰ μάτια δάκρυσαν
κι ἕλιωσαν τὰ χιόνια…

Μανόλης Αναγνωστάκης

Κάθε πρωί

Κάθε πρωὶ
Καταργοῦμε τὰ ὄνειρα
Χτίζουμε μὲ περίσκεψη τὰ λόγια
Τὰ ροῦχα μας εἶναι μιὰ φωλιὰ ἀπὸ σίδερο
Κάθε πρωὶ
Χαιρετᾶμε τοὺς χθεσινοὺς φίλους
Οἱ νύχτες μεγαλώνουν σὰν ἁρμόνικες
-Ἦχοι, καημοί, πεθαμένα φιλιά.
(Ἀσήμαντες ἀπαριθμήσεις
-Τίποτα, λέξεις μόνο γιὰ τοὺς ἄλλους.
Μὰ ποῦ τελειώνει ἡ μοναξιά;)