Τρία αριστουργηματικά, μοναχικά, ελληνικά ποιήματα

ΓΡΑΜΜΑ

Ο ταχυδρόμος,
σέρνοντας στα βήματά του την ελπίδα μου
μου ῾φερε και σήμερα ένα φάκελο
με τη σιωπή σου.
Το όνομά μου γραμμένο απ᾿ έξω με λήθη.
Η διεύθυνσή μου ένας ανύπαρκτος δρόμος.
Όμως ο ταχυδρόμος
τον βρήκε αποσυρμένο στη μορφή μου,
κοιτώντας τα παράθυρα που έσκυβαν μαζί μου,
διαβάζοντας τα χέρια μου
που έπλαθαν κιόλας μια απάντηση.
Θα τον ανοίξω με την καρτερία μου
και θα ξεσηκώσω με τη μελαγχολία μου
τ᾿ άγραφά σου.
Κι αύριο θα σου απαντήσω
στέλνοντάς σου μια φωτογραφία μου.
Στο πέτο θα έχω σπασμένα τριφύλλια,
στο στήθος σκαμμένο
το μενταγιὸν της συντριβής.
Και στ᾿ αυτιά μου θα κρεμάσω-συλλογίσου-
τη σιωπή σου.

Κική Δημουλά

 

ΔΡΟΜΟΙ ΠΑΛΙΟΙ

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ᾿ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή
Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ᾿ ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του τόπου μου κι εγώ
Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μία σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες
Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας με γνώριζε με γνώριζε.

Μανόλης Αναγνωστάκης

 

ΑΓΑΠΗ

Κι ήμουν στο σκοτάδι. Κι ήμουν το σκοτάδι.
Και με είδε μία αχτίδα

Δροσούλα το ιλαρὸ το πρόσωπό της
κι εγώ ήμουν το κατάξερο σσφοδίλι.
Πώς μ᾿ έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,
πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!

Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ό μόνος,
κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,
εγώ που μ᾿ είχε πέτρα κάνει ο πόνος.

Κώστας Καρυωτάκης