Χριστούγεννα. Τρία μικρά, αλλά σπουδαία ελληνικά ποιήματα μεγάλων ποιητών

Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα

να κλαίει δίπλα.

Χτύπησα την πόρτα και μπήκα.

Μου ‘δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό.

«Είδες –μου λέει- γεννήθηκε η ευσπλαχνία!

Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ.

Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες

και δε θα ‘χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό.

Τάσος Λειβαδίτης “Η Γέννηση” 1983

 

 

Αν μπορούσες να ακουστείς

θα σου έδινα την ψυχή μου

να την πας ως την άκρη του κόσμου.

να την κάνεις περιπατητικό αστέρι ή ξύλα

αναμμένα για τα Χριστούγγενα – στο τζάκι του Νέγρου

ή του Έλληνα χωρικού. Να την κάνεις ανθισμένη μηλιά

στα παράθυρα των φυλακισμένων. Εγώ

μπορεί να μην υπάρχω ως αύριο.

Αν μπορούσες να ακουστείς

θα σου έδινα την ψυχή μου

να την κάνεις τις νύχτες

ορατές νότες, έγχρωμες,

στον αέρα του κόσμου.

Να την κάνεις αγάπη.

Νικηφόρος Βρεττάκος. “Το παιδί με τη σάλπιγγα” 1969

 

Να ‘μουν του σταύλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι

την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.

Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,

το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.

Να λάμψω από τη λάμψη του κι’ εγώ σαν διαμαντάκι

κι’ από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι.

Να μοσκοβοληθώ κι’ εγώ από την ευωδία,

που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.

Να ‘μουν του σταύλου ένα άχυρο ένα φτωχό κομμάτι

την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.

Κωστής Παλαμάς “Χριστούγεννα”