Τί συνέβη εκείνον τον Δεκαπενταύγουστο; Το τέλος.

Η Μαρία Τζανοπούλου και η Γεωργία Παρασκευά έγραψαν εναλλάξ την ιστορία, η οποία εξ αρχής εξελίχθηκε χωρίς οι σκέψεις των δύο, να αλληλεπιδράσουν στο ελάχιστο. Αυτός ο τρόπος συγγραφής έφερε την ιστορία μέχρι το τέλος της. Αλλά η κάθε μια έδωσε το τέλος που η ίδια επιθυμούσε. Δύο εναλλακτικά τέλη λοιπόν για το “Τι έγινε εκείνον τον Δεκαπενταύγουστο;”

Διαβάστε τα προηγούμενα μέρη της ιστορίας μας εδώ: Μέρος 1Μέρος 2

Μέρος 3, Μέρος 4,


“Τι συνέβη εκείνον τον Δεκαπενταύγουστο;” (Τέλος) – Γεωργία Παρασκευά

Ο Αντρέας έφτασε στο χωριό, μετά το τηλεφώνημα του παππού. Η κηδεία της κυρα – Λίτσας έκανε τα πρόσωπα όλων σκυθρωπά κι ένα πέπλο στεναχώριας σκέπασε το χωριό. “Έφυγε χαρούμενη” Αυτό τριγύριζε στο μυαλό του από την ώρα που πληροφορήθηκε το λυπηρό γεγονός μέχρι και που τέλειωσε η νεκρώσιμος ακολουθία. Αμέσως κατευθύνθηκε προς την καλύβα, μονάχος, μιας και οι υπόλοιποι ήταν μαζεμένοι για το τελευταίο αντίο στην κυρά Λίτσα. Έτσι κάνει ο άνθρωπος. Μόλις κάποιος αγαπημένος φεύγει, μαζεύονται όσοι τον αγαπούν και τον αποχαιρετούν. Σαν ταινία περνούν οι όμορφες στιγμές από τις σκέψεις τους. Πόση αγάπη! Σκέφτηκε ο Αντρέας και σηκώνοντας το βλέμμα από το χώμα είχε κι όλας φτάσει στην εξώπορτα της καλύβας.

Η καρδιά του κόντευε να σπάσει. Όλα όσα είχε νιώσει από τότε που χάθηκε η Δέσποινα, ήρθαν αυτήν ακριβώς τη στιγμή που κοίταζε την καλύβα, να τον κατασπαράξουν. Η εικόνα της σα να καθρεπτιζόταν στα μάτια του. Ήταν εξάλλου μέσα σε αυτήν την καλύβα που την είδε για τελευταία φορά. Έπρεπε να βρει το κουράγιο να μπει μέσα. Μα δεν τολμούσε. Αποσβολωμένος, με βλέμμα χαώδες, στεκόταν απλώς. Ο εγκέφαλός του είχε αρνηθεί να οργανώσει τη σκέψη του, ώστε να μπορέσει να πλησιάσει την πόρτα. Έκατσε κάτω σα να έχασε όλη του τη δύναμη. Πρέπει να πέρασαν τουλάχιστον δύο ώρες που ο Αντρέας κοίταζε την πόρτα και δεν έκανε απολύτως τίποτα. Όταν συνήλθε και αποφάσισε να σηκωθεί, η πόρτα μπροστά του άνοιξε. Δεν την άνοιξε αυτός.

-Δέσποινα!

Σε κλάσματα δευτερολέπτου ο εγκέφαλός του συμμάζεψε όλα τα κομμάτια του και τα ένωσε σαν παζλ που ήξερε να λύνει απ’ έξω κι ανακατωτά. Άνοιξε το βήμα του και την αγκάλιασε σφιχτά! Τόσο αναπάντεχη αγκαλιά που δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που συνέβαινε. Της κράτησε το πρόσωπο με τα δύο του χέρια και την κοίταξε. Ήταν ταλαιπωρημένη. Ίσα που μπορούσε να του χαμογελάσει μα τα μάτια της μαρτυρούσαν την κούραση. Άφησε το πρόσωπό της να πέσει στους ώμους του και τον αγκάλιασε κι αυτή με όση δύναμη της είχε απομείνει.

-Τί σου συνέβη; Πού ήσουν; Είσαι καλά;

Τη βοήθησε να κάτσουν κάτω από το δέντρο πλάι στην καλύβα.

-Νερό, χρειάζομαι νερό.. του είπε και ο Αντρέας ένιωσε ότι θα μπορούσε να κινήσει γη και ουρανό για να της βρει ένα ποτήρι νερό και το βρήκε!

-Θα περιμένω όσο χρειαστεί μέχρι να μου ξαναμιλήσεις…

Έπειτα από λίγη ώρα η Δέσποινα σήκωσε το βλέμμα της και κοίταξε όλο αγάπη τον Αντρέα.

-Βρέθηκα εδώ αλλά αλλού. Πέρασα ένα “δοκιμαστικό” τεστ. Ήμουν φυλακισμένη για καιρό. Ώσπου μου εξήγησαν ότι βρίσκομαι σε έναν άλλον, πιο ενδιαφέρον κόσμο, που υπάρχει παράλληλα με τον δικό μας. Δεν υπάρχει θλίψη και πόνος, αγωνία και άγχος για τίποτα. Δεν υπάρχουν πάθη και λάθη. Όλα είναι λυμένα κι έτοιμα. Δεν υπάρχει αγάπη και συμπόνια, γιατί γιατί δεν τα χρειάζονται. Μου πρότειναν να εγκαταλείψω αυτόν τον μακάβριο κόσμο που έμαθα να ζω και να ζήσω εκεί. Να εγκαταλείψω αυτόν τον κόσμο που τρέχουν όλοι να προλάβουν “κάτι” και κανείς ποτέ δεν ξέρει τί στα κομμάτια είναι αυτό  το “κάτι”.

-Μα… Ο Αντρέας είχε χάσει τα λόγια του. Δεν μπορούσε να χωρέσει τόση πληροφορία.

-Είναι όλα αλήθεια. Μια πύλη μέσα στην καλύβα.

-Και;;;;;

-Και; Πώς να ζήσω χωρίς αγωνίες και αγάπη; Πώς να ζήσω χωρίς μικρές επιτυχίες και ξανά αγώνα. Πώς να ζήσω χωρίς την αξία των μικρών ευτυχισμένων στιγμών, χωρίς εσάς, χωρίς εσένα; Πώς να ζήσω μια έτοιμη, αποστειρωμένη και ψεύτικη ζωή; Πώς να απαρνηθώ τον αδύναμο και μικρό άνθρωπο που τρέχει. Αρνήθηκα, φυσικά! Και ξαναγύρισα. Για την αγάπη, για την λίγη αλλά πολύτιμη ευτυχία…

Με μια σφιχτή, αληθινή αγκαλιά, σαν αυτές που γιατρεύουν τα πάντα, κλείνει η ιστορία της Δέσποινας και του Αντρέα.


“Τι συνέβη εκείνον τον Δεκαπενταύγουστο;” (Τέλος) – Μαρία Τζανοπούλου

Η μαριονέτα ήταν στη καλύβα. Τίποτα περισσότερο, καμία άλλη πληροφορία από τον παππού στο τηλέφωνο. Βέβαια ήταν σίγουρο πως αρκούσε για να ξυπνήσει τον Αντρέα από τη λήθη των τελευταίων χρόνων. Ο, τιδήποτε μπορούσε να δώσει φως στο σκοτάδι του, όσον αφορά την εξαφάνιση της Δέσποινας, θα του έδινε ξανά λόγο ύπαρξης. Ο κυρ Μανώλης το ήξερε αυτό και δε χρειάστηκε να πει κάτι άλλο για να γυρίσει ο εγγονός του πίσω στο χωριό, όπου θα μάθαινε και όλη την αλήθεια. Θα έβρισκε τη δύναμη να του την πει.

Το ταξίδι του φάνηκε σαν αιώνας. Σε όλη τη διάρκεια ανακαλούσε στη μνήμη του την τελευταία φορά που είδε τη Δέσποινα, κάθε λεπτομέρεια που μπορεί να χρειαζόταν να ενώσει το παζλ, κάθε αντίδραση στο πρόσωπο της, εκείνο το αγγελικό πρόσωπο που του κρατούσε συντροφιά κάθε βράδυ σε όνειρα και εφιάλτες. Ήταν μοναδικό πλάσμα το κορίτσι του, ορφανή από μητέρα, εγκαταλελειμμένη από πατέρα, όλο το χωριό την φρόντιζε και την αγαπούσε σαν παιδί του και η κυρά Λίτσα η συγχωρεμένη της είχε δώσει ένα δωμάτιο να μένει κοντά της μιας και εκείνη ήταν μόνη. Ο Αντρέας ένιωθε πως πλησίαζε η ώρα για τις απαντήσεις που του έκλεψαν τη χαρά και του έσβησαν το μέλλον που φαντάστηκε.

Στο χωριό όλα ήταν ίδια. Μια μέρα μετά το Δεκαπενταύγουστο και η θάλασσα γαλήνια, καταγάλανη με ένα σωρό πιτσιρίκια να παίζουν στην άμμο. Στο εκκλησάκι πάνω στο βουνό έγινε η κηδεία της κυρά Λίτσας και αμέσως μετά όλοι μαζεύτηκαν να πιουν ένα κρασάκι στη μνήμη της. Ο κυρ Μανώλης λιγομίλητος και σκυθρωπός είχε ζητήσει στον Αντρέα να τον περιμένει στην καλύβα, όπου θα τον συναντούσε μετά την τελετή. Η αγωνία του Αντρέα δεν είχε καταλαγιάσει, μα μόλις έφτασε στο μέρος που είδε για τελευταία φορά τη Δέσποινα, οι μνήμες ήταν τόσο δυνατές που κανένα άλλο συναίσθημα δεν μπορούσε να νικήσει τη λύπη του. Άνοιξε την καλύβα και αντίκρισε τη μαριονέτα. Πόση ομοιότητα με την καλή του! Δίπλα στην άψυχη φιγούρα υπήρχε μια φωτογραφία. Ο Αντρέας πλησίασε και την κοίταξε. Ήταν μια γυναίκα πανέμορφη, μελαχρινή με λεπτά χαρακτηριστικά, μεγάλα μάτια και σπαστά μακρυά μαλλιά. Φαινόταν σαν πορτραίτο άλλης εποχής, μα ήταν ίδια η Δέσποινα.

-Ήταν η μητέρα της, ακούστηκε η φωνή του παππού του από την πόρτα της καλύβας. Η μαριονέτα της Δέσποινας, που κατασκεύασε ο ίδιος και η φωτογραφία της γυναίκας ήταν σχεδόν ίδιες.

-Μα πως; Η Δέσποινα δε γνώριζε τη μητέρα της. Πέθανε όταν τη γέννησε. Πώς βρέθηκε εδώ αυτή η φωτογραφία και τι σχέση έχει με την εξαφάνιση;

Οι ερωτήσεις του Αντρέα έπεφταν σαν βροχή και τίποτα δεν έμοιαζε να βγάζει άκρη. Κρατούσε στα χέρια του μια φωτογραφία και ένιωθε πως αυτή η γυναίκα είχε την απάντηση και τον κοίταζε στα μάτια, μα δεν μπορούσε να μιλήσει.

-Ηρέμησε παιδί μου, θα τα μάθεις όλα. Θέλω να είσαι δυνατός και θα στα πω όλα από την αρχή.

Ο κυρ Μανώλης έγειρε την πόρτα της καλύβας και πλησίασε τον Αντρέα. Κάθισε στην παλιά ξύλινη πολυθρόνα που κάποτε καθόταν η Δέσποινα, περιμένοντας με αγωνία τη νέα της κούκλα. Πήρε στα χέρια του τη φωτογραφία και με βαριά φωνή ξεκίνησε να μιλάει.

-Η Ελένη γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Κρήτη, σε ένα χωριό κοντά στην Ιεράπετρα. Εκεί ζούσε η θεία της η Φρόσω, παντρεμένη, μα άκληρη και ήταν πια αργά να κάνει δικά της παιδιά. Εκείνη γνώρισε για μάνα. Δεν έμαθε ποτέ τους αληθινούς γονείς της και έζησε μακρυά από τις ρίζες της. Όταν έμεινε έγκυος στη Δέσποινα, ο εξυπνάκιας που της έταζε γάμο, την παράτησε και αποφάσισε να κρατήσει μόνη της το παιδί της, μα η καρδιά της την πρόδωσε και δεν άντεξε. Πέθανε μόλις έφερε στο κόσμο την κόρη της. Η Φρόσω αδύναμη και μεγάλη πια, όσο και αν ήθελε να μεγαλώσει τη μικρή, ήξερε πως δε θα τα κατάφερνε. Αποφάσισε να γράψει στην αδελφή της και να στείλει τη Δέσποινα στην πραγματική γιαγιά της. Να ζήσει η μικρή στις ρίζες της και να μεγαλώσει στο νησί που η Ελένη δε γνώρισε ποτέ. Έτσι ήρθε η Δέσποινα στο χωριό.

Ο Αντρέας τα είχε χαμένα. Προσπαθούσε να βρει την άκρη του νήματος και να καταλάβει τί σχέση είχαν όλα αυτά με την εξαφάνιση της αγαπημένης του. Ναι η Δέσποινα ήρθε στον Άγιο Νικήτα και μεγάλωσε εδώ αλλά δεν είχε γιαγιά, δεν είχε συγγενείς, στην κυρά Λίτσα έμενε και όλο το χωριό την είχε σαν παιδί του.

Η κυρά Λιτσα! Η χήρα του Λάμπρου με τα τρία παιδιά ήταν η γιαγιά της Δέσποινας;

-Παππού τι γίνεται; Η Δέσποινα ζούσε με τη συγχωρεμένη, δεν μου είπε ποτέ πως ήταν η γιαγιά της.

-Δεν το ήξερε καμάρ’ μ. Κανένας δεν το ήξερε. Μια νύχτα η Δέσποινα όταν απόκαμε η κυρά Λίτσα απ’ το κρασί, βρήκε τη φωτογραφία της Ελένης σ’ ένα συρτάρι και την επόμενη μέρα τη ρώτησε ποια ήταν. Η συγχωρεμένη της απάντησε πως ήταν η μάνα της, αλλά δεν αποκάλυψε πως ήταν και δική της κόρη. Ήταν παιδί τότε η Δεσποινούλα και δε γύρεψε απαντήσεις. Τα χρόνια πέρασαν και η κυρά Λιτσα δεν είπε το μυστικό, μα η φωτογραφία καρφώθηκε στη μνήμη της μικρής και όταν ειδε τη μαριονέτα που της έφτιαξες, θυμήθηκε τη μορφή της Ελένης και τρόμαξε. Πήρε τη κούκλα κι έτρεξε να βρει τη φωτογραφία, που είχε χαραχθεί στο υποσυνείδητό  της.

Ακόμα οι απορίες ταλαιπωρούσαν τον Αντρέα, όσα άκουγε ήταν για κείνον έκπληξη, μα δεν έδιναν απάντηση. Είχε πια μια λογική εξήγηση, για το πώς έφυγε η Δέσποινα από την καλύβα εκείνο το απόγευμα, όμως που ήταν τόσα χρόνια, γιατί δεν επικοινώνησε μαζί του, γιατί χάθηκε; Κάτι τον έκανε να φοβάται, αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει τί ακριβώς ήταν. Έπρεπε να μάθει. Και ο παππούς γιατί του είπε να ‘ναι δυνατός; Τι θα ακολουθούσε;

-Για ποιο λόγο το μυστικό παππού; Η κυρά Λίτσα μεγάλωσε τρία παιδιά. Τα σπούδασε στο εξωτερικό και τα εγγόνια της έρχονταν στο νησί τα καλοκαίρια. Ποια ήταν η Ελένη και γιατί δε γνώρισε τους γονείς της; Ο μπάρμπα Λάμπρος ήταν καλός άνθρωπος, ένα παιδί παραπάνω θα τους κόστιζε;

Ο κυρ Μανώλης σήκωσε το βλέμμα. Τα μάτια του ήταν κόκκινα, τα χείλη του σφιγμένα. Έκανε να μιλήσει και ένας κόμπος στο λαιμό του το κανε πιο δύσκολο.

«Όχι! Το μυαλό παίζει περίεργα παιχνίδια Αντρέα! Άστον να πάρει μια ανάσα, είναι άρρωστος και ταλαιπωρημένος. Η κυρά Λίτσα θα ‘χε τους λόγους της που δε κράτησε την Ελένη, τι σχέση έχει αυτό με μας;»

-Σου είπα γιε μου, θέλω να είσαι δυνατός. Ο Αντρέας έκανε ένα βήμα πίσω. Ο παππούς του, σφίγγοντας τη φωτογραφία και κοιτώντας τον στα μάτια, συνέχισε.

-Με τη Λίτσα αγαπιόμασταν. Θέλαμε να παντρευτούμε και να κάνουμε οικογένεια, μα οι δικοί της είχαν άλλα σχέδια. Θέλαμε να κλεφτούμε και να ζήσουμε μακρυά, αλλά τότε τα χρόνια ήταν δύσκολα για ένα κορίτσι που έκανε ό, τι όριζαν οι γονείς της. Την έστειλαν στη Κρήτη και με όρκισαν να την ξεχάσω. Εκείνη με ξέγραψε και αρραβωνιάστηκε το Λάμπρο. Ύστερα γνώρισα τη γιαγιά σου και κάναμε οικογένεια. Γύρισε στο νησί και όλα είχαν πάρει το δρόμο τους. Δεν ξαναμιλήσαμε ποτέ για κείνη την αγάπη.

Μέχρι προχθές. Το βράδυ πριν πεθάνει μου μήνυσε να πάω να τη βρω. Μου είπε για πρώτη φορά, πως φεύγοντας για Κρήτη ήταν έγκυος στη κόρη μας, την Ελένη.

Απότομα η καλύβα φαινόταν μικρή, κρύα, ένας χώρος κλειστός που δεν έμπαινε αέρας, ένας χώρος που ο Αντρέας ήθελε να φύγει, να εξαφανιστεί πριν τον καταπιεί. Δεν καταλάβαινε αν ακούει την καρδιά του ή κάποιος του χτυπούσε το κεφάλι με σφυρί.

-Εκείνο το Δεκαπενταύγουστο η Λίτσα είπε την αλήθεια στη Δέσποινα. Δεν είχε καταλάβει πώς η παιδική αγάπη είχε εξελιχθεί σε έρωτα, το κρασί και τα τραγούδια ήταν η μόνη έγνοια της. Η Δέσποινα λιποθύμησε κι έπεσε σε κώμα. Η συγχωρεμένη κάλεσε τον Δήμο, το γιατρό και την πήγανε στη κλινική στη Λευκάδα. Συνήλθε μετά από τρεις μέρες, όμως όταν ξύπνησε δε θυμόταν τίποτα και κανέναν. Οργανικά ήταν υγιής, μα ήταν σαφές ότι τη θέση του χαμογελαστού και ξέγνοιαστου κοριτσιού είχε πάρει ένας άνθρωπος τρομαγμένος και χαμένος σε λήθαργο. Αποφάσισαν να την πάνε στη Θεσσαλονίκη σε μια ψυχιατρική κλινική για παρακολούθηση. Εκεί είχε καλούς γιατρούς, επιστήμονες να βοηθήσουν το κορίτσι. “Αποσυνδετική αμνησία” είπαν. Η Δέσποινα δε συνήλθε, δε θυμόταν, δε μιλούσε, μόνο έγραφε μανιωδώς και είχε μόνιμα ένα βλέμμα αγριεμένο σαν παιδί που το παράτησαν.

Η Λίτσα δεν είπε σε κανένα τίποτα στο χωριό. Άφησε τους πάντες να πιστεύουν ότι η Δέσποινα εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. Έστελνε τη σύνταξη του Λάμπρου σε μια αποκλειστική στη Θεσσαλονίκη, να επισκέπτεται το κορίτσι στη κλινική με κάθε εχεμύθεια, για να της κάνει παρέα, να της διαβάζει βιβλία και να την προσέχει. Σα να το ξερε η Λίτσα ότι θα πεθάνει, μου τα είπε όλα. Μου έδωσε τη διεύθυνση της κλινικής, τη μαριονέτα και τη φωτογραφία, μου ζήτησε να της βάλω ένα ποτήρι κρασί και με καληνύχτισε.

Ο κυρ Μανώλης έβγαλε από τη τσέπη του ένα χαρτί

-Πάρε τη διεύθυνση αγόρι μου, πάρε και την κούκλα. Τη φωτογραφία θα την κρατήσω εγώ.

Η αγάπη είναι το δυνατότερο συναίσθημα. Έχει σπάνιο μεγαλείο η δύναμη της. Στο τρένο για Θεσσαλονίκη οι αποσκευές του Αντρέα. Ένα σπιτάκι στη Νέα Κρήνη με δική του αυλή και θέα στη θάλασσα ήταν ευκαιρία, γιατί οι ιδιοκτήτες έφευγαν μόνιμα για Γερμανία. Ο Αντρέας ήξερε πως η θέση του ήταν εκεί, δίπλα της. Όταν άνοιξε η πόρτα του δωματίου της κλινικής η Δέσποινα αντίκρισε τον Αντρέα και χαμογέλασε. Τη θέση του τρόμου, πήρε η γαλήνη.

Η Δέσποινα δε θυμήθηκε ποτέ.


Κάθε ιστορία μπορεί να έχει το τέλος που εσύ επιθυμείς…