Τι συνέβη εκείνον τον Δεκαπενταύγουστο (Μέρος 3)

Ο καφές στη κίτρινη κούπα πάνω στο ακατάστατο τραπέζι του γραφείου είχε παγώσει, παρέα με τα αποτσίγαρα στο τασάκι ξεχασμένα δυο μέρες τουλάχιστον. Κάτι χαρτιά, με αφηρημένα σχέδια από ανθρωπάκια, τσαλακωμένα ανάμεσα σε πεταμένα βιβλία πληροφορικής, ο υπολογιστής ανοιχτός με το Creep των Radiohead στην επανάληψη, ένας φορτιστής κινητού συνδεδεμένος με τη συσκευή του και πάνω στην οθόνη, η φωτογραφία της.  Όμορφη, με μεγάλα κατάμαυρα μάτια, κόκκινα χείλη, μακρυά μαλλιά, τέλεια άκρα, λεπτεπίλεπτο σώμα και τόσο εύθραυστο χαμόγελο, η μαριονέτα του.

Είχε μελετήσει κάθε λεπτομέρεια. Ήθελε να καταφέρει να κατασκευάσει μια μαριονέτα πανομοιότυπη με εκείνην, με τον παιδικό του έρωτα, την Δέσποινα. Κάθε καλοκαίρι ανυπομονούσε να δει τον ενθουσιασμό της με την καινούρια του κατασκευή και εκείνο το Δεκαπενταύγουστο πίστευε πως η χαρά της θα ήταν ξεχωριστή, μιας και θα της έδινε την κούκλα και θα της έλεγε επιτέλους πως θέλει να μείνουν μαζί γυρνώντας στην Αθήνα. Όλα ήταν σχεδιασμένα τέλεια. Ακόμα και το δαχτυλίδι που είχε κρύψει στις μαργαρίτες πίσω από την καλύβα, όμως τίποτα δεν έγινε έτσι όπως το υπολόγιζε. Το χωριό αναστατώθηκε, η αστυνομία δήλωσε την εξαφάνιση της νεαρής κοπέλας και το καλοκαίρι έσβησε.

Ο Αντρέας ανακαλούσε στη μνήμη του επανειλημμένα κάθε στιγμή όσα έγιναν, μέχρι τη στιγμή που άφησε τη Δέσποινα στην καλύβα, αλλά τίποτα δεν τον βοηθούσε να καταλάβει τι συνέβη. Την αγαπούσε πολύ και ήξερε πως ενώ ήταν αρκετά νέοι και οι δυο τους, ήταν η κοπέλα που ήθελε να ζήσει μαζί της. Η γαλήνη που εξέπεμπε το βλέμμα της, η μοναδική της ικανότητα να τον καταλαβαίνει πριν καν της μιλήσει, η καλοσύνη με την οποία αντιμετώπιζε πάντα τις καταστάσεις, ήταν ένα μέρος από όσα αγαπούσε πάνω της. Είχε μια ήρεμη δύναμη η Δέσποινα και μια τάση να εστιάζει στη θετική πλευρά της ζωής.

 Είχε πει πως ήταν μπερδεμένη, είχε ξαφνιαστεί και είχε μαρμαρώσει στην όψη της. Άραγε την τρόμαξε η ομοιότητα με την μαριονέτα; Και πως εξαφανίστηκαν και οι δύο; Η ζωη του είχε χάσει κάθε ενδιαφέρον. Όλη του η ενέργεια είχε απορροφηθεί από την απώλεια της Δέσποινας. Πλέον λειτουργούσε σαν καλοστημένη μηχανή σε μια άδεια καθημερινότητα, περιμένοντας άλλη μια μέρα να τελειώσει. Αν ήξερε τι είχε συμβεί τουλαχιστον θα μπορούσε να διαχειριστεί τα συναισθήματα του, μα η άγνοια και η απορία τον είχαν ξεθωριάσει. Έρμαιο των συνθηκών είχε χάσει κάθε ενδιαφέρον του και μια φωτογραφία στο κινητό του, θύμιζε όσα κάποτε αγαπούσε.

Η αποπνιχτική ζέστη της Αθήνας το Δεκαπενταύγουστο είναι ανυπόφορη και σε συνδιασμό με τις πολυκατοικίες που πνίγουν τα ματια σου στα Πατήσια, είναι απολύτως ικανή να σε αφήσει στο κρεβάτι όλη μέρα. Στο ψυγείο υπήρχαν κάτι λουκάνικα και τρία αυγά. Αν αποφάσιζε να φάει κάτι στη διαρκεια της μέρας, έφταναν. Η μελωδία του Creep ήταν παραπάνω από επαρκής για να απασχολεί το μυαλό του, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του μωρού των μεταναστών γειτόνων του, που μάλλον έβγαζε δοντάκι. Αργά και βασανιστικά η μέρα θα τελείωνε και αύριο ίσως κατάφερνε να πάει να φτιάξει τον υπολογιστή της λογίστριας του, που επέστρεφε από τις διακοπές της στο μαγευτικό Καρπενήσι.

Ο ήχος από το σταθερό τηλέφωνο φάνηκε ξένος στα αυτιά του, άργησε αρκετά να καταλάβει ότι εκείνη η συσκευή όντως λειτουργούσε ακόμα, όμως χτυπούσε επίμονα και έπρεπε να το σηκώσει.

«Παρακαλω;»

 «Αντρέα, παιδί μου, χρόνια πολλά.»

Μια γνώριμη αντρική φωνή που όμως είχε πολύ καιρο να ακούσει.

«Καλημέρα παππού»

Ο κυρ Μανώλης είχε προσπαθήσει πολύ να βοηθήσει τον Αντρέα, είχε μαραζώσει μαζί του, όμως στην πορεία η υγεία του τον πρόδωσε και τον ανάγκασε να κρατήσει αποστάσεις.

«Αντρέα θα χρειαστεί να έρθεις στο χωριό. Η κυρα Λίτσα πέθανε εχθές από ανακοπή είπε ο γιατρός. Την βρήκαν ήρεμη στο κρεβάτι της με ένα ποτηράκι κρασί σκεπασμένο στο κομοδίνο της. Αύριο είναι η κηδεία.»

Χαρούμενη έφυγε η κυρα Λίτσα, σκέφτηκε.

«Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή της παππού. Ξέρεις πως δεν θα έρθω.»

«Είναι και κάτι ακόμη παιδί μου.»

Ότι και να ήταν δεν υπήρχε περίπτωση να πάει στο χωριό.

«Βρήκα τη μαριονέτα στην καλύβα…»

Η ιστορία μας συνεχίζεται…

Μαρία Τ.

Η Μαρία Τ. και η Γεωργία Π. γράφουν εναλλάξ και εξελίσσουν την ιστορία.

Διαβάστε τα προηγούμενα μέρη της ιστορίας μας εδώ: Μέρος 1, Μέρος 2