Τι συνέβη εκείνον τον Δεκαπενταύγουστο (Μέρος 1)

Ξημέρωνε Δεκαπενταύγουστος.

Μέρα γιορτής, καλοκαιριάτικης ανεμελιάς και πλήθος όμορφων στιγμών, γεμάτες χρώματα και μυρωδιές. Η βουτιά στα καταγάλανα νερα του Άγιου Νικήτα με την οικογένεια μετά την εκκλησία, το κοκκινιστό της γιαγιάς με μπόλικο μπαχάρι που περίμεναν όλοι κάθε χρόνο στο τραπέζι, οι ξύλινες κατασκευές του παππού στην αυλή που έπαιζαν τα παιδια μετά το φαγητό, τα γέλια και τα τραγούδια της κυρα Λίτσας της γειτόνισσας μετά το δεύτερο ποτήρι κρασί. Και μετά ακολουθούσε η μικρή τους ιεροτελεστία.

Ο Αντρέας και η Δέσποινα έφευγαν κρυφά από όλους για την καλύβα στην άκρη του χωριού, εκεί που από παιδιά της χάριζε κάθε χρόνο για τη γιορτή της το ίδιο δώρο. Ίδιο, μα πάντα διαφορετικό. Μια μαριονέτα. Απο μικρός ήταν ενθουσιασμένος με την τέχνη του παππού του και με ένα μοναδικό τρόπο κατάφερνε να ζωντανεύει και να πλάθει ιστορίες για το κάθε αντικείμενο που ο κυρ Μανώλης κατασκεύαζε. Δεν άργησε η στιγμή που όλα του τα συναισθηματα και οι σκέψεις, πήραν υπόσταση μέσα από τις αψυχες κούκλες. Η Δέσποινα με την ίδια χαρά και αγωνία κάθε χρόνο πήγαινε στην καλύβα για να ψάξει το δώρο της, ανάμεσα σε όλες τις υπόλοιπες μαριονέτες που έμεναν πάντα εκεί. Ακόμα και τώρα που σπούδαζαν και τα χρόνια είχαν περάσει, η ανυπομονησία και η προσμονή παρέμεναν το ίδιο ζωντανές! Ήταν δικό τους. Κάθε καλοκαίρι. Κάθε Δεκαπενταύγουστο.Το ίδιο όμορφα κάθε χρόνο, σαν κάτι παλιές αγαπημένες κασέτες που μόλις τέλειωνε η πλευρά, ανυπομονούσες να τη γυρίσεις πίσω για να την ακούσεις ξανά και ξανά.

Μα οι κασέτες χαλάνε και αν κοπεί η ταινία δεν τις ακούς ποτέ πια.

Τα τελευταία εφτά χρόνια η μέρα που ξημέρωνε ήταν σκοτεινή.

Η ιστορία μας συνεχίζεται…

Μαρία Τ.

Η Μαρία Τ. και η Γεωργία Π. γράφουν εναλλάξ και εξελίσσουν την ιστορία.

Διαβάστε τα υπόλοιπα μέρη της ιστορίας μας  εδώ: Μέρος 2Μέρος 3