Τι συνέβη εκείνον τον Δεκαπενταύγουστο (Μέρος 4)

Ο χρόνος που περνάει είναι ένα βασανιστήριο. Δεν είμαι απόλυτα σίγουρη τί μέρα και τί ώρα είναι τώρα που γράφω σε αυτό το χαρτί. Όταν άνοιξα τα μάτια μου πρώτη φορά σε αυτό το δωμάτιο ήταν σκοτεινά. Από μια μικρή χαραμάδα ψηλά στο δωμάτιο έμπαινε το φως του ήλιου κι έτσι κατάλαβα ότι ήταν μέρα. Φορούσα ένα λευκό φουστάνι που δεν ήταν δικό μου και τα πόδια μου ήταν γυμνά. Μέσα σε τέσσερις τοίχους, εγώ, ένα κρεβάτι, μια τουαλέτα, μια καρέκλα, μια σιδερένια κλειδωμένη πόρτα και η μαριονέτα καθισμένη στην καρέκλα. Δε θυμόμουν τίποτα. Πώς είχα βρεθεί εδώ μέσα;

Στάθηκα στα πόδια μου και πήγα προς την πόρτα. Προσπάθησα να την ανοίξω, αλλά μάταια. Άρχισα να ουρλιάζω για βοήθεια αλλά και πάλι μάταια. Ούρλιαζα επί ώρες μήπως και με ακούσει κανείς, αλλά δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Ούρλιαζα μέχρι που η φωνή μου δεν έβγαινε πια… Σύρθηκα από τον έναν τοίχο στον άλλον και κάθισα στο πάτωμα χωρίς καμιά ελπίδα να καταλάβω τί μου είχε συμβεί. Ξαφνικά άνοιξε ένα μικρό παραθυράκι που δεν είχα προσέξει ότι βρισκόταν στα χαμηλά της πόρτας κι ένα χέρι άφησε μέσα έναν δίσκο με φαγητό και ένα μπουκάλι νερό. Έτρεξα στην πόρτα και προσπάθησα να προλάβω το πορτάκι ανοιχτό να εκλιπαρήσω για βοήθεια και να ρωτήσω γιατί βρισκόμουν εδώ μέσα. Μάταια και πάλι. Το πορτάκι έκλεισε απότομα και με δύναμη και τα βήματα ξεμάκρυναν. Κοίταξα τον δίσκο με το φαγητό . Δεν πρόσεξα τι φαγητό ήταν, αλλά πήρα το μπουκάλι στα χέρια μου και άρχισα να πίνω με μανία. Μετά πρόσεξα το μπουκάλι. Μα… Τι σόι μάρκα ήταν αυτή; Δεν την είχα ξαναδεί ποτέ.

Οι μέρες περνούσαν. Το καταλάβαινα από τη χαραμάδα. Το άγνωστο χέρι άφηνε μεσημέρι βράδυ ένα γεύμα κι ένα μπουκάλι νερό. Άρχισα να θυμάμαι. Στην αρχή το όνομά μου, Δέσποινα. Μετά το σπίτι μου και τα αγαπημένα μου πρόσωπα. Μετά από αρκετό καιρό κοιτάζοντας τη μοναδική μου φίλη, τη μαριονέτα, θυμήθηκα και την τελευταία μου στιγμή στον έξω κόσμο. Τότε στην καλύβα, με τον Αντρέα. Μετά… το κενό.

Ζήτησα από το άγνωστο χέρι να μου φέρει ένα τετράδιο κι ένα στυλό για να μπορώ να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου, μήπως κι έτσι καταφέρω να ηρεμήσω λίγο την ψυχή μου. Ζήτησα επίσης, λίγο νερό ακόμα μήπως και κατάφερνα να πλυθώ, κι έναν φακό για να βλέπω. Και το χέρι με άκουσε προσεκτικά. Κι άλλα μπουκάλια της ίδιας μάρκας κατέφθασαν στο δωμάτιο κι ένα σαπούνι, αλλά χωρίς να το καλοσκεφτώ άρχισα να πλένομαι. Κι όλα αυτά που ζήτησα ανανεώνονται κάθε τόσο. Κάθε φορά που άνοιγε το παραθυράκι ζητούσα βοήθεια, ρωτούσα απεγνωσμένα που είμαι, τί ημερομηνία έχουμε, γιατί βρισκόμουν εδώ. Καμία απάντηση.

Κι έτσι περνούσαν οι μέρες. Εγώ να γράφω σε αυτό το τετράδιο και να παρατηρώ το χρόνο που περνά από τη χαραμάδα, μέχρι που μια μέρα η πόρτα άνοιξε. Είχα γίνει αγρίμι πιά, τινάχτηκα στον τοίχο προλαβαίνοντας να πάρω στα χέρια μου τη μαριονέτα και να την κρατήσω σφιχτά. Ο φόβος και ο πανικός με κυρίευσε στα σίγουρα. Μια φιγούρα με κουκούλα μπήκε στο δωμάτιο κι ερχόταν με αργά και σταθερά βήματα προς το μέρος μου…”

Η ιστορία μας συνεχίζεται…

Γεωργία Π.

Η Μαρία Τ. και η Γεωργία Π. γράφουν εναλλάξ και εξελίσσουν την ιστορία.

Διαβάστε τα προηγούμενα μέρη της ιστορίας μας εδώ: Μέρος 1Μέρος 2

Μέρος 3