“Γεννιέται ο κόσμος όταν δυο φιλιούνται” Το ποίημα του Οκτάβιο Πας που αγαπήσαμε από τον Θ. Παπακωνσταντίνου

..όψη καμένη, καταφαγωμένη,
όψη εφηβική, κατατρεγμένη,
χρόνια φαντάσματα, κύκλιες ημέρες
που σ’ ίδια αυλή οδηγούν, στον ίδιο τοίχο,
καίει η στιγμή, κι είναι μια όψη μόνο
οι όψεις οι διαδοχικές της φλόγας,
ένα όνομα όλα τα ονόματα είναι,
όλα τα πρόσωπα είναι ένα μόνο,
μονάχα μια στιγμή όλοι οι αιώνες,
και πάντα στους αιώνες των αιώνων
θα φράζουν του αύριο την οδό δυο μάτια..

..όλα μεταμορφώνονται, όλα αγιάζουν,
κέντρο του κόσμου κάθε κάμαρα είναι,
κάθε μια πρώτη νύχτα, πρώτη μέρα,
γεννιέται ο κόσμος όταν δυο φιλιούνται,
μια στάλα φως στα διάφανά μας σπλάχνα
η κάμαρα σαν φρούτο μισανοίγει
ή εκρήγνυται σαν σιωπηλό αστέρι..

..σε μια αχανή στιγμή καθώς για λίγο
νιώθουμε τη χαμένη ενότητά μας,
τη δόξα και την ερημιά του ανθρώπου
που θάνατο, ήλιο και ψωμί μοιράζει,
το ξεχασμένο σάστισμα πως ζούμε..

Αποσπάσματα από το ποίημα “Ηλιόπετρα”

Ο Οκτάβιο Λοσάνο Πας (Octavio Irineo Paz Lozano, 31 Μαρτίου 1914 – 19 Απριλίου 1998) ήταν Μεξικανός ποιητής και διπλωμάτης. Για το συνολικό έργο του, βραβεύτηκε με το βραβείο Θερβάντες (1981), με το Διεθνές Βραβείο λογοτεχνίας Neustadt (1982) και με το Νόμπελ Λογοτεχνίας (1990).

Θανάσης Παπακωνσταντίνου: Ηλιόπετρα (εμπνευσμένο από το παραπάνω ποίημα). Ερμηνεύει ο Σωκράτης Μάλαμας:

Γεννιέται ο κόσμος όταν φιλιούνται δυο
Η αγάπη πόλεμος, πόρτα που ανοίγει
Μέσα στα σπλάχνα σταλάζει λίγο φως
Είναι φεγγίτες τα σώματα που σμίγουν.

Πλάι μου βαδίζεις σαν δέντρο σκιερό
Κάτω από έναν ήλιο δίχως ηλικία
Τα μάτια σου είναι κρήνες ονείρου όπου παν
Συχνά και ξεδιψάν τα άγρια θηρία.

Αλλάζει ο κόσμος όταν φιλιούνται δυο
Μεταμορφώνεται, όλα αγιάζουν
Ο σκλάβος βγάζει στους ώμους του φτερά
Παύεις να είσαι ένας ακόμα ίσκιος.

Ζητάω το πρόσωπό σου, ξανά παραληρώ
Βραγιά των γιασεμιών και στην πληγή αλάτι
Αγκάθι του θανάτου, αυγή του φεγγαριού
Γραφή θαλασσινή απάνω στον βασάλτη.

Μικραίνει ο κόσμος όταν φιλιούνται δυο
Γίνεται η κάμαρα κέντρο του κόσμου
Και μισανοίγεις σαν φρούτο ώριμο
Ή σαν αστέρι εκρήγνυται και σβήνει.

Η φούστα σου παφλάζει φτιαγμένη από νερό
Τα κόκαλά μου βρέχει με τη μία
Μα όσο και να βρέχεις δε θα φοβηθώ
Γιατί είναι η κοιλιά σου ηλιόλουστη πλατεία.

Γυμνός ο κόσμος όταν κυλιούνται δυο
Από τον ίλιγγο πάνω στη χλόη
Λύνονται οι κάβοι, σαλπάρουν οι ψυχές
Ο χώρος είναι σιωπή και φως μονάχα.