Αυτόχειρες συγγραφείς και ποιητές που εγκατέλειψαν νωρίς

Ανήσυχες ψυχές με απύθμενο πνευματικό κόσμο και τόση μοναξια… Έμειναν στην ιστορία μέσα από τη γραφή τους, που ο Θεός ξέρει αν μοιράστηκαν μαζί μας έστω και ένα μικρό μέρος του μυαλού και της ψυχής τους. Η φυγή δεν ήταν λύση, ίσως όμως ήταν λύτρωση…


“Αμέσως πήγα πίσω σε χρόνια περασμένα,  σε σάρκινη κλίνη τον ποιητή είδα φασκιωμένο  και είδα όλα όσα είχαν προηγηθεί  και φανερά της μοίρας τα γραμμένα και είδα το βρέφος σημαδεμένο από τη μοίρα ν’ απλώνει με λαχτάρα τα χέρια στην αυγή”

Τόμας Τσάτερτον (1752-1770), Άγγλος ποιητής

“Το θαυμαστό αγόρι”, όπως τον αποκάλεσε ο ρομαντικός άγγλος ποιητής, Γόρντγουόρθ, αυτοκτόνησε στην ηλικία των δεκαεφτά, ηττημένος από την πάλη του με την πόλη των άσπλαχνων Φιλισταίων, το Λονδίνο, το οποία ήλπιζε να είχε κατακτήσει, όταν εγκατέλειψε τη γενέτειρά του, την επαρχία των εμπόρων Μπρίστολ. Εφόσον γεύτηκε την αδιαφορία ή και την απόρριψη από αυτούς που θα έπρεπε να είχαν εκτιμήσει το ταλέντο του, ο Τσάτερντον κλείστηκε στην άθλια σοφίτα του λιμοκτονώντας, όντας πολύ περήφανος να ζητιανέψει ή έστω να δεχθεί βοήθεια, όταν του είχε προσφερθεί. Αγωνίστηκε με θάρρος και θράσος, γράφοντας ποιήματα, άρθρα και ιστορίες, τα οποία έστελνε σε εκδότες, μόνο για να ξεπλυθούν με τα λύματα που έρρεαν χειμαρρωδώς στην Οδό Γκραπ ή, ακόμη χειρότερα, να δημοσιευτούν τζάμπα. Τελικά, μην μπορώντας να βαστάξει τη μοίρα του, αποφάσισε να τα λήξει όλα. Έσκισε κομματάκι-κομματάκι το τελευταίο του ποίημα μέσα στην επιθανάτιά του αγωνία, υπομένοντας την επίδραση του αρσενίου που πήρε τη φοβερή εκείνη νύχτα της 23ης Αυγούστου του 1770 στην Οδό Μπρουκ, στην περιοχή Χόλμπορν. Πιθανολογείται πως ο θάνατός του προκλήθηκε από υπερδοσολογία αρσενίου, που πήρε ως αντίδοτο στη σύφιλη.


“Μπορώ μόνο να πω ότι το παρελθόν είναι όμορφο γιατί ποτέ δεν αντιλαμβάνεται κανείς ένα συναίσθημα την εποχή που δημιουργείται. Ένα συναίσθημα επεκτείνεται αργότερα, και ως εκ τούτου δεν έχουμε πλήρη συναισθήματα για το παρόν, αλλά μόνο για το παρελθόν”

Βιρτζίνια Γουλφ (1882-1941) Αγγλίδα Συγγραφέας

Αφήνοντας τον Λέοναρντ Γουλφ με ό,τι θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει ως έναν από τους πιο σπαραξικάρδιους αποχαιρετισμούς. “Μου χάρισες τη μεγαλύτερη δυνατή ευτυχία”, του είπε. “Υπήρξες με κάθε τρόπο όσα θα μπορούσε κάποιος να είναι. Δε νομίζω να μπορούσαν δυο άνθρωποι να είναι πιο ευτυχισμένοι, μέχρι που ήρθε αυτή η φρικτή αρρώστια…” Στις 28 Μαρτίου του 1941, γεμίζοντας τις τσέπες της με πέτρες, η Βιρτζίνια βάδισε στα νερά του ποταμού Ους, κοντά στο σπίτι τους Μονκς Χάους, στο χωριό Ρόντμελ του Σάσεξ, και πνίγηκε.


“Δεν ήθελα να μάθω περί τίνος πρόκειται. Ήθελα απλά να μάθω πως να ζω μέσα σε αυτό. Ίσως, αν μάθουμε να ζούμε μέσα σε αυτό, να μάθουμε και περί τίνος πρόκειται.”

Έρνεστ Χέμινγουει (1899-1961) Αμερικανός συγγραφέας

Ο Χέμινγουεϊ ήταν ένας συγγραφέας που ασχολήθηκε με το ερώτημα της αυτοχειρίας, ένα ερώτημα στο οποίο εντέλει απάντησε τινάζοντας τα μυαλά του στον αέρα, αν και θεωρείται εύλογο το επιχείρημα πως η θεραπεία της κατάθλιψης με ηλεκτροσόκ, στην οποία υποβαλλόταν, και που είχε καταστρέψει τόσο τη μνήμη όσο και τη δυνατότητά του να γράφει, ήταν εκείνο που τον έσπρωξε μια για πάντα στον γκρεμό.


“Κλείνω τα μάτια μου κι όλος ο κόσμος πέφτει νεκρός. Ανοίγω τα βλέφαρά μου, και ξαναγεννιέται.”

Σύλβια Πλαθ (1932-1963) Αμερικανίδα ποιήτρια-συγγραφέας

Το βράδυ της 11ης Φεβρουαρίου του 1963, ημέρα Κυριακή, εφόσον ετοίμασε για τα παιδιά της πρόγευμα, τις κούπες με το γάλα και τις φέτες ψωμί, μολονότι ήταν πολύ μικρά για να φάνε μόνα τους, η Σύλβια άνοιξε το παράθυρο των δωματίων τους στη μεζονέτα της στην Οδό Φίτζοϊ, αριθμός 23, στην περιοχή Πριμρόουζ Χιλ του Βόρειου Λονδίνου. Έπειτα, σφράγισε προσεκτικά με πετσέτες και κολλητική ταινία το κάτω μέρος της πόρτας, άφησε ένα σημείωμα στο παιδικό καροτσάκι για να το δει η νταντά και να καλέσει το γιατρό της, έριξε ένα ύφασμα για μαξιλάρι, άναψε το γκάζι και έχωσε το κεφάλι της βαθιά στο φούρνο.


“Στήσε το αυτί σου χαμηλά κοντά στην ψυχή σου και άκου προσεκτικά.”

Ανν Σέξτον (1928-1974) Αμερικανίδα ποιήτρια-συγγραφέας

Ήταν διαζευγμένη, μόνη, αποξενωμένη από φίλους και οικογένεια, κενή από δυστυχία και με απονεκρωμένη τη δημιουργικότητα εξαιτίας του αλκοολισμού της. Η αυτοκτονία της, αν και αναμενόμενη, αποτέλεσε έκπληξη. Δε βρέθηκε κανένα σημείωμα, δεν υπήρξε καμία προειδοποίηση. Ύστερα από ένα τελευταίο γεύμα με τη φίλη της Μαξίν Κούμιν, κατά τη διάρκεια του οποίου, όπως δήλωσε η δεύτερη, φαινόταν να φέρεται φυσιολογικά, τουλάχιστον στα μάτια της, η Ανν κάθισε στο αμάξι της μέσα στο γκαράζ και άναψε τον κινητήρα. Το ραδιόφωνο έπαιζε. “Ήταν μια πράξη”, δήλωσε ο θεραπευτής της, “ενός ερημωμένου και απελπισμένου αλκοολικού”. Σε ένα αφιέρωμά προς αυτήν στη Νιου Γιορκ Τάιμς, η Έρικα Γιόνγκ έγραψε: “Η Ανν Σέξτον αυτοκτόνησε γιατί ήταν υπερβολικά επώδυνο να ζει σε έναν κόσμο χωρίς νάρκωση, και δεν ήταν καθόλου ναρκωμένη”.


“Tόσοι πολλοί, δε σκέφτηκα ποτέ πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους”

Τ.Σ. Έλιοτ, “Η έρημη χώρα”