Σαρλ Μπωντλαίρ, ρομαντικός και καταραμένος..

“Να είστε πάντα μεθυσμένοι. Αυτό είναι όλο!
Επιτακτική ανάγκη!
Για να μην νιώθετε το φριχτό βάρος του χρόνου,
να συντρίβει τους ώμους, να σας γέρνει στην γη.

Μεθύστε και μείνετε μεθυσμένοι.
Αλλά με τι;
Με κρασί, με ποίηση, με αρετή, με ό,τι σας αρέσει!
Όμως μεθύστε.Και αν τύχει κάποιες φορές να ξυπνήσετε,
Στα σκαλιά ενός παλατιού,
Στο πράσινο γρασίδι ενός χαντακιού,
Μέσα στην βαρύθυμη μοναξιά του δωματίου σας,
Με το μεθύσι σας χαμένο ή ελαττωμένο

Ρωτήστε τον άνεμο, το κύμα, το αστέρι, το πουλί, το ρολόι,

Ρωτήστε οτιδήποτε φεύγει
Οτιδήποτε βογκάει,
ή κυλάει ή τραγουδάει
Οτιδήποτε μιλάει,
Ρωτήστε τι ώρα είναι;

Και ο άνεμος, το κύμα, το αστέρι, το πουλί, το ρολόι,
Θα σας απαντήσει:
Είναι ώρα να μεθύσετε!
Για να μην είστε οι βασανισμένοι σκλάβοι του Χρόνου,
Μεθύστε,
Μείνετε μεθυσμένοι,
Με κρασί, με αρετή, με ποίηση, με ό,τι σας αρέσει!”

Σαρλ Πιερ Μπωντλαίρ, ένας μεγάλος ποιητής, ερωτευμένος με τη σκοτεινή πλευρά της τέχνης, μέσω της οποίας προσπάθησε να φωτίσει μονοπάτια δύσβατα στο χαοτικό μυαλό του. Θέλοντας να αποτυπώσει την απόλαυση αλλά και τη βαναυσότητα της ζωής ως απόρροια η μία της άλλης. Αποτέλεσε μεταβατικό σταθμό στην τέχνη, ανοίγοντας τον δρόμο από τον ρομαντισμό στην νεότερη συναισθηματική και εγκεφαλική ποίηση.

Ο Γάλλος ποιητής, μεταφραστής και κριτικός τέχνης, σημάδεψε με το έργο του την παγκόσμια λογοτεχνία και τον γαλλικό συμβολισμό. Επιπλέον o Σαρλ Μπωντλαίρ υπήρξε μεγάλος θαυμαστής του έργου του Edgar Allan Poe στη Γηραιά Ήπειρο, το οποίο και διαδόθηκε σε αυτή τη μεριά του πλανήτη, χάρη στις μεταφράσεις του «καταραμένου ποιητή», όπως αποκαλείται.

Ο Σαρλ Πιερ Μπωντλαίρ γεννήθηκε στο Παρίσι την 9η Απριλίου τoυ 1821. Οι γονείς του ήταν ένα αταίριαστο θα μπορούσαμε να πούμε ζευγάρι, καθώς όταν παντρεύτηκαν ο πατέρας του ήταν ήδη 60 ετών ενώ η μητέρα του μόλις 26. Και οι δυο τους πάντως κινούνταν σε αριστοκρατικούς κύκλους και διακρίνονταν από ευγενικούς τρόπους. Ο ποιητής μόλις που πρόφτασε να γνωρίσει τον πατέρα του, που πέθανε 6 χρόνια μετά τη γέννησή του. Έτσι, έμεινε μόνο με τη μητέρα του και την ηλικιωμένη υπηρέτρια τους για την οποία έγραψε και ένα τραγούδι. Όλη όμως η χαρά της παιδικής του ηλικίας ήταν η χήρα μητέρα του που κυριολεκτικά λάτρευε, όπως και εκείνη τον ίδιο. Όταν όμως η γυναίκα αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί, γεννήθηκε ένα μίσος μέσα του, που το κράτησε σ’ όλη του τη ζωή. Το 1832 στάλθηκε ως εσώκλειστος σ’ ένα ιδιωτικό σχολείο, γιατί μεταδόθηκε η χολέρα στο Παρίσι, ύστερα φοίτησε σ’ ένα κολλέγιο και το 1836 στο λύκειο του Μεγάλου Λουδοβίκου. Ήταν ένας από τους πιο επιμελείς μαθητές, δεν μπορούσε όμως να συμβιβαστεί με την πειθαρχία και τον περιορισμό. Τελικά εκδιώκεται το 1839 από το λύκειο και αναγκάζεται να γυρίσει στο σπίτι του. Ο πατριός και η μητέρα του μη ξέροντας τι να κάνουν, του παραχωρούν ελευθερία και λεφτά για να διασκεδάζει και εκείνος πηγαίνει κατευθείαν στο Καρτιέ-Λατέν, στέκι μποέμ καλλιτεχνών και ποιητών, αρχίζοντας μια ζωή κραιπάλης. Η οικογένεια τρομάζει και για να τον αποτραβήξει από τις συνήθειες που είχε αρχίσει να αποκτά του προτείνει να σαλπάρει για την Καλκούτα της Ινδίας. Ο Μπωντλαίρ όντας λάτρης της περιπέτειας και των ταξιδιών φυσικά και δέχεται. Το ταξίδι δεν ολοκληρώθηκε αφού ο νεαρός τότε ποιητής, γύρισε στο Παρίσι με την πρώτη ευκαιρία που του δόθηκε. Πίσω στη γενέτειρα του ασχολείται με το γράψιμο και δεν χάνει ευκαιρία για γλέντια και διασκέδαση. Τότε γνωρίζει την νεαρή μιγάδα Ζαν Ντυβάλ, που τον μύησε στις απολαύσεις αλλά και στις πληγές του έρωτα, και αποτέλεσε τη μούσα για ένα μεγάλο μέρος του έργου του.

Σε ηλικία 30 ετών είχε σπαταλήσει όσα χρήματα του άφησε ο πατέρας του και μετά από πολύ κόπο και αναζητήσεις καταφέρνει να εκδώσει τη μια και μοναδική ποιητική του συλλογή «Άνθη του Κακού» το 1850. Μέσα σε αυτή τη συλλογή υπήρχαν έξι ποιήματα που η συντηρητική και σεμνότυφη τάξη του Παρισιού τα χαρακτήρισε ως άσεμνα, και το αποτέλεσμα ήταν να αφαιρεθούν στην επόμενη έκδοση της συλλογής μετά από δικαστική απόφαση.  Μάλιστα, η εφημερίδα Le Figaro έγραφε λίγο μετά την κυκλοφορία του βιβλίου: «Σε ορισμένα σημεία αμφιβάλλουμε για την πνευματική υγεία του Κου Μπωντλαίρ. Όμως ορισμένα άλλα δεν μας επιτρέπουν περαιτέρω αμφιβολίες. Κυριαρχεί, ως επί το πλείστον, η μονότονη και επιτηδευμένη επανάληψη των ίδιων πραγμάτων, των ίδιων σκέψεων. Η αηδία πνίγει την αχρειότητα—για να την καταπολεμήσει σμίγει με το μόλυσμα».

Όλη αυτή η ιστορία έστρεψε τα βλέμματα επάνω του χαρίζοντας του δόξα και αναγνώριση αλλά όχι ιδιαίτερες χρηματικές απολαβές και έτσι εγκαταλείπει το Παρίσι άρρωστος, κυνηγημένος από τους δανειστές του, και με προορισμό τις Βρυξέλλες με σκοπό να βρεί χρήματα. Το σχέδιο του ναυαγεί και έτσι γυρνά στην πόλη του, όπου μετά από λίγο καιρό σε μια βόλτα με φίλους πέφτει στη μέση του δρόμου χτυπημένος από την αφασία. Ο θάνατος του δεν αργεί, αφού κατέληξε σε διάστημα σχεδόν ενός χρόνου, στις 31 Αυγούστου του 1867.

΄΄ΤΑ ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ΄΄ ξεπέρασαν το φράγμα του χρόνου. Η τόλμη και το μεγάλο ταλέντο του ποιητή νίκησαν. Παρ’ όλες τις πραγματικές και φανταστικές δυστυχίες που τον χτύπησαν. Ήταν ένας αισιόδοξος δημιουργός και δικαιώθηκε.

                            “Ν’ ανακαλώ την άνοιξη με τη θέλησή μου,

                    Ν’ αντλώ απ’ την καρδιά μου ήλιο, και να κάνω

                          Με τις καυτές μου σκέψεις μια χλιαρή αχλύ.”

Σήμερα, ο Σαρλ Μπωντλαίρ συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων ποιητών της Γαλλίας αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας, με το όνομά του να βρίσκεται μεταξύ των Κλασικών. «Ο Σαρλ Μπωντλαίρ είναι ο πρώτος οραματιστής, ο βασιλεύς όλων των ποιητών, ένας θεός» είπε γι’ αυτόν ο νεαρός Rimbaud ενώ χαρακτηρίστηκε «Δάντης μιας παρηκμασμένης εποχής».

Επηρέασε πολλούς σύγχρονους και μεταγενέστερους ομότεχνούς του (διακειμενικές σχέσεις μαζί του εντοπίζονται και στους δικούς μας Κ. Π. Καβάφη και Κ. Γ. Καρυωτάκη)

Τα δώρα της σελήνης

“Η Σελήνη, που είναι η ίδια η ιδιοτροπία, κοίταξε ανάμεσ’ απ΄το παράθυρο, ενώ κοιμόσουνα στο λίκνο σου, και είπε μέσα της: «Αυτό το παιδί μ’ αρέσει».

Και κατέβηκε μαλθακά τη σκάλα της από σύννεφα, και πέρασε αθόρυβα μεσ’ απ’ τα τζάμια. Έπειτα ξαπλώθηκε πάνω σου με την ευλύγιστη τρυφερότητα μιας μητέρας, κι εναπόθεσε τα χρώματά της στο πρόσωπό σου. Έτσι οι κόρες των ματιών σου απόμειναν πράσινες και τα μάγουλά σου εξαιρετικά χλωμά. Από την ενατένιση αυτής της επισκέπτριας τα μάτια σου μεγάλωσαν τόσο παράξενα, και σ’ έσφιξε τόσο τρυφερά στο λαιμό που διατήρησες έτσι για πάντα την επιθυμία να κλαίς.

Ωστόσο, μες στο ξεχείλισμα της χαράς της, η Σελήνη πλημμύριζε ολόκληρο το δωμάτιο, σα μια ατμόσφαιρα φωσφορική, σαν ένα φεγγοβόλο δηλητήριο, και όλο το ζωντανό τούτο φως στοχάζονταν κι έλεγε: «Θα υφίστασαι αιώνια την επήρεια του φιλιού μου. Θα ‘σαι όμορφη με τον τρόπο μου. Θ’ αγαπάς ό,τι αγαπώ κι ό,τι μ’ αγαπά, το νερό τα σύννεφα, τη σιωπή και τη νύχτα, την απέραντη και πράσινη θάλασσα, το άμορφο και πολύμορφο νερό, το μέρος όπου δε βρίσκεσαι, τον εραστή που δε θα γνωρίσεις, τα τερατώδη άνθη, τα αρώματα που φέρνουν παραλήρημα, τις γάτες που λιγοθυμούν πάνω στα πιάνα και που θρηνούν σαν τις γυναίκες με μια φωνή βραχνή και γλυκιά!

Και θα σ’ αγαπούν οι εραστές μου και θα ερωτοτροπούν μαζί σου οι φίλοι μου Θα ‘σαι βασίλισσα των ανθρώπων με τα πράσινα μάτια, που έχω σφίξει κι εγώ τον λαιμό της στα νυχτερινά μου χάδια, εκείνων που αγαπούν τη θάλασσα, την απέραντη θάλασσα, την πολυτάραχη και πράσινη, το άμορφο και πολύμορφο νερό, το μέρος όπου δεν βρίσκονται, την γυναίκα που δεν γνωρίζουν, τ’ απαίσια άνθη που μοιάζουν με τα θυμιατήρια μιας άγνωστης θρησκείας, τ’ αρώματα που συγχύζουν τη θέληση και τ’ άγρια και φιλήδονα ζώα που είναι τα εμβλήματα της παραφροσύνης τους».

Και για αυτό, καταραμένο αγαπητό χαϊδεμένο παιδί, βρίσκομαι τώρα ξαπλωμένος στα πόδια σου, αναζητώντας σ’ όλη την ύπαρξή σου την ανταύγεια της τρομερής Θεότητας, της μοιραίας αναδόχου, της φαρμακεύτρας τροφού όλων των σεληνιακών.”

Μετάφραση: Τάκης Βαρβιτσιώτης

Διαβάστε εδώ κάποια από τα ποιήματα του Σαρλ Μπωντλαίρ

Ο αγαπημένος μου Θάνος Ανεστόπουλος σε ένα από τα αφιερώματά του για τον Μπωντλαίρ

Πηγές: Βικιπαιδεία, frapress.gr, tvxs, Λογοτεχνικό καφενείο, “Άνθη του κακού”