“Ο δικός μου Μαγκρίτ” του Σταμάτη Παρασκευά

“Η ζωγραφική μου είναι ορατές εικόνες που δεν κρύβουν κάτι -προκαλούν μυστήριο και, πράγματι, όταν κάποιος βλέπει έναν από τους πίνακές μου, θέτει στον εαυτό του αυτήν την απλή ερώτηση: “Τι σημαίνει  αυτό;” Οι πίνακές μου δεν σημαίνουν κάτι, επειδή και το μυστήριο δεν σημαίνει κάτι- είναι απλώς άγνωστο”.
(Ρενέ Μαγκρίτ)

Στα έργα του ο Μαγκρίτ συχνά παραθέτει συνηθισμένα αντικείμενα ή κάποιο ασυνήθιστο πλαίσιο δίνοντας νέες ερμηνείες σε γνωστά αντικείμενα. Η χρήση αντικειμένων διαφορετικά απ’ ό,τι φαίνονται είναι χαρακτηριστική στο έργο του “Η προδοσία των εικόνων”, με την γνωστή καπνιστή πίπα που παρουσιάζεται σαν μοντέλο για διαφήμιση μαγαζιού εμπορίας καπνού (Wikipedia).

“Ceci n’ est pas une pipe” (“Αυτό εδώ δεν είναι μία πίπα”) αναγράφει στο έργο του κάνοντας άμεση αναφορά πως η απεικόνιση μιας πίπας είναι κάτι άλλο από την ίδια την πίπα. Η απεικόνιση του κόσμου είναι κάτι άλλο από τον ίδιο τον κόσμο.

“Κάθε φορά που ένα οπτικό υλικό παρουσιάζεται ως αντιπροσωπευτικό ενός κοινού αντικειμένου και ταυτόχρονα περιλαμβάνει ορισμένα χαρακτηριστικά ανοίκεια στην κοινότητα στην οποία εισάγεται το υλικό, αυτά τα τελευταία (βλ. ανοίκεια χαρακτηριστικά) υφίστανται πάντοτε έναν μετασχηματισμό προς την κατεύθυνση του οικείου (Bartlett).

“Μια διαδικασία αποκωδικοποίησης -όπως, αν αποπειρούμασταν σε έργα του Μαγκρίτ (σημ. γράφοντος: και κάθε Μαγκρίτ)- απαιτεί να μετασχηματίζουμε τα “παραξενα” σύμβολα σε “οικεία”, χωρίς βέβαια να το καταφέρνουμε ποτέ για το σύνολό τους. Καταλήγουμε να μην τους δίνουμε σημασία πια, τόσο προφανή ή κοινότοπα μάς φαίνονται. Οι κινήσεις και οι εικόνες αντικειμενοποιούνται, γίνονται πράγματα αναδιπλωμένα στον εαυτό τους. Η λέξη γίνεται ένα κλισέ, οι αντιφατικές έννοιες συνυπάρχουν χωρίς να αλληλοακυρώνονται και αποκτούν έναν απρόσωπο χαρακτήρα. Αυτό συμβαίνει επειδή ανήκουν στον καθέναν και σε κανένα” (Moscovici).

Και συνεχίζει παρακάτω: “Η ένταση που προκαλεί το ανοίκειο έχει το καλό ότι δεν αφήνει τον νου μας να επαναπαυθεί εντελώς, ούτε να κατασταλεί αυτό που έχουμε μπροστά στα μάτια μας, το οικείο. Η υπόθεση του ανοίκειου ή παράξενου εκφράζει κάτι πολύ διαφορετικό από μιαν αντίφαση ή ασυμφωνία μεταξύ δύο στοιχείων. Προϋποθέτει ένα έλλειμμα επικοινωνίας με τον κόσμο μέσα στον οποίο βρίσκεται ένα πρόσωπο ή αντικείμενο και ένα πλεόνασμα οικείων σημασιών που μας ξεσηκώνουν από την παθητική κατάσταση, από την πεποίθηση που εξυπακούεται. Το παράξενο βιώνεται ως κάτι αταίριαστο με τη δομή της μήτρας του ζωτικού χώρου, αναντίστοιχο των προσδοκιών. Η προσαρμογή της αλλαγής κατά τη συνάντηση με το ανοίκειο απαιτεί πολλή ενέργεια (“Το σκάνδαλο της κοινωνικής σκέψης”, S. Moscovici).

Τα έργα του Μαγκρίτ έχουν μιαν εξωτική οικειότητα, μια γήινη πνευματικότητα, ανθρωποκεντρική παραδοξότητα, θεατρική πραγματικότητα (σαν μετείκασμα της κοινωνικής πραγματικότητας, η οποία είναι ήδη μετείκασμα της φυσικής). Μπαίνοντας στον κόσμο των πινάκων μπαίνω σε μια διαδικασία να μετατρέψω το ανοίκειο σε οικείο. Αλλά, αν κατά τη διαδικασία αυτή το ανοίκειο εφόσον αλλάζει (προ)οπτική, αλλάζει και πιθανότατα χάνει το ίδιο στοιχεία που το κάνουν από ανοίκειο σε οικείο, μήπως τελικά η οικειότητα είναι μια κανονικοποίηση και ως εκ τούτου προσβολή του έργου; Γιατί να μη δεχτούμε τις εικόνες του Μαγκρίτ, όπως δεχόμαστε μια δοξασία της κοινής λογικής;

Αν ένα άτομο πιστεύει σε κάτι εξωπραγματικό, τότε πιστεύει σε μιαν ψευδαίσθηση. Αν πολλά άτομα πιστεύουν στο ίδιο κάτι εξωπραγματικό, τότε έχουμε μια πίστη.

Ο διάσημος πίνακάς του με το ζευγάρι που φιλιέται με καλυμμένα τα πρόσωπα με λευκά υφάσματα λέγεται πως αποτελεί μια στοιχειωμένη εικόνα που τρύπωσε στο παιδικό μυαλό του Μαγκρίτ, όταν είδε την πνιγμένη στο ποτάμι μάνα του με το φουστάνι να έχει καθίσει και κολλήσει στο πρόσωπό της, όταν την ανέσυραν.

Γιατί μιλάω για τον Μαγκρίτ: γιατί πίσω από τις φιγούρες του “με βλέπω”. Δεν νιώθω, δε θυμάμαι, δεν συλλογιέμαι, αλλά πρόκειται για κάτι πιο έντονο: είναι σαν να ζω μέσα κει. Οι πίνακές του είναι σαν τον κόσμο μας: ένα μυστήριο, σχεδόν έτοιμο να λυθεί από κάποιον μεγάλο επιστήμονα ή μεγάλο ντετέκτιβ ή να αποκωδικοποιηθεί στο φιλί δύο εραστών στα κρυφό σκοτάδι μακριά από τα ενοχοποιητικά μάτια του κόσμου. Ο κόσμος του Μαγκρίτ είναι ήδη ένοχος, γιατί μας κοιτάει σαν να μοιραζόμαστε όλοι (και οι εικόνες του) ένα κοινό προπατορικό μυστικό, που δεν τολμάμε να το πούμε, για να μην προδώσουμε τον αρχικό πομπό του.

 

ΥΓ: Αν θέλετε στοιχεία για τη ζωή του Μαγκρίτ, αναζητήστε τα στο ίντερνετ. “Βρωμάει” το διαδίκτυο για την παραμικρή λεπτομέρεια. Ωστόσο, ήθελα να καταθέσω τον δικό μου Μαγκρίτ.

“Ceci n’ est pas Magritte, mais mon Magritte”.

Σταμάτης Παρασκευάς