Ο Ελύτης λίγο μετά το Νόμπελ του ’79.

“Έχω την εντύπωση ότι σε όλη μου τη ζωή, ανοίγω το παράθυρο και βλέπω τη θάλασσα”.

Έτσι μας λέει ο Οδυσσέας Ελύτης στην εκπομπή της ΕΡΤ, όπου εμφανίστηκε λίγο μετά την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας, με το οποίο τιμήθηκε το έργο του, το 1979. Η εκπομπή ονομάζεται “της πατρίδος μου πάλι ομοιώθηκα” και αφηγείται κατά τη διάρκειά της, ο Μάνος Κατράκης αποσπάσματα από τα ποιήματα του Ελύτη. Παρακολουθώντας τον ποιητή να μιλάει και να υπάρχει στο χώρο, αντιλαμβανόμαστε, ότι δε θα μπορούσε να μην έχει τιμηθεί με το βραβείο αυτό!

“Την αλήθεια την “φτιάχνει” κανείς ακριβώς όπως φτιάχνει και το ψέμα”

Λάτρης της Ελλάδας και της θάλασσας. Το πραγματικό του όνομα είναι Οδυσσέας Αλεπουδέλλης και μας εξηγεί πώς προέκυψε το Ελύτης. Το  1935, που έκανε την πρώτη του δημοσίευση, ήθελε να βρει ένα ψευδώνυμο. Έτσι το “Ελ”- του ονόματος είναι για αυτόν μια εύηχη συλλαβή, αφού από αυτήν ξεκινούν λέξεις όπως “ελπίδα”, “ελευθερία”,”Ελλάδα” και μια “Ελένη” που κάποτε είχε ερωτευτεί! Η κατάληξη “-της” είναι μια ελληνική κατάληξη, κάπως αρχαιοπρεπής και το “Υ” στη μέση που είναι ο συνδετικός κρίκος των παραπάνω, το θεωρεί το “πιο ελληνικό” γράμμα της αλφαβήτου. Η Ελληνικότητα γι’ αυτόν είναι ένας τρόπος να βλέπεις τα πράγματα. Η θρησκεία και η ελληνική παράδοση είχε για τον Ελύτη μεγάλη σημασία και τον φόβιζε η εισβολή του τεχνικού πολιτισμού. Μας μιλάει επίσης για τους λυρικούς ποιητές και την κυκλαδίτικη γλυπτική, που αγαπούσε.

Μας αναφέρει κάποιες από τις επιρροές του. Τον Εμπειρίκο και τον Σεφέρη. Η “τρέλα” από τη μια και η σωφροσύνη από την άλλη. Ο υπερρεαλισμός του Εμπειρίκου  και η εγκράτεια του Σεφέρη. Χρειαζόταν και τους δύο στη ζωή του, για να ισορροπεί. Ο υπερρεαλισμός τον βοήθησε να αποδώσει τα τοπία σε λέξεις, χωρίς να μοιάζει με τοπιογράφο. Από την άλλη η σωφροσύνη του Σεφέρη και η αγάπη του για την ελληνική παράδοση, τον άγγιξαν βαθιά.

“ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ”

Πολύ ενδιαφέρον έχει η αναφορά του Ελύτη στο πώς γεννήθηκε η ιδέα του “Άξιον εστί”. Η εμπειρία του στο αεροδρόμιο της Αθήνας, φεύγοντας για την Ελβετία το 1948, στάθηκε η αρχή για έναν συνειρμικό μαραθώνιο, που μετουσιώθηκε στις λέξεις και τη λυρικότητα του μεγάλου αυτού ποιήματος. Όσο ήταν ακόμα στον ελλαδικό χώρο και έβλεπε τις άθλιες συνθήκες που επικρατούσαν, όπως τα φτωχά παιδάκια και η διαφορά που συνάντησε όταν πάτησε την Ελβετία, τον έκαναν να σκεφτεί το συνεχόμενο αγώνα της Ελλάδας, ως μικρής και αδικημένης.. Ότι η προσευχή είναι αυτή στην οποία πάντα καταφεύγουμε και με αυτήν τη σκέψη προέκυψε το ύφος του ποιήματος στο οποίο περιλαμβάνονται στιχουργικά στοιχεία ψαλμών.. Έπειτα αναφέρθηκε στη μελοποίηση του ποιήματος από τον Μίκυ Θεοδωράκη. Του είχε φανεί κολακευτικό το ότι το τραγουδούσαν στη Χούντα “από κελί σε κελί”, όπως ο ίδιος είπε.

Παρατίθεται ένα βίντεο, όπου στίχοι από το εν λόγω ποίημα συμπλέκονται μέσα στη μαγευτική  μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα.

Ένα μικρό απόσπασμα:

Τις ημέρες μου άθροισα και δε σε βρήκα
πουθενά, ποτέ, να μου κρατείς το χέρι

στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου!
Πήραν άλλοι τη Γνώση και άλλοι την Ισχύ

το σκοτάδι με κόπο χαράζοντας
και μικρές προσωπίδες, τη χαρά και τη θλίψη

στη φθαρμένη την όψη αρμόζοντας.
Μόνος, όχι εγώ, προσωπίδες δεν άρμοσα

τη χαρά και τη θλίψη πίσω μου έριξα
γενναιόδωρα πίσω μου έριξα

την Ισχύ και τη Γνώση.
Τις ήμερες μου άθροισα κι έμεινα μόνος.

Είπαν άλλοι: γιατί; κι αυτός να κατοικήσει
το σπίτι με τις γλάστρες και τη λευκή μνηστή.

Άλογα τα πυρρά και τα μαύρα μού άναψαν
γινάτι γι’ άλλες, πιο λευκές Ελένες!

Γι’ άλλη, πιο μυστικήν αντρεία λαχτάρησα
κι από κει που με μπόδισαν, ο αόρατος, κάλπασα

στους αγρούς τις βροχές να γυρίσω
και το αίμα πίσω να πάρω των νεκρών μου των άθαφτων!

Είπαν άλλοι: γιατί; κι εκείνος να γνωρίσει
κι εκείνος τη ζωή μέσα στα μάτια του άλλου.

Άλλου μάτια δεν είδα, δεν αντίκρισα
παρά δάκρυα μέσα στο Κενό που αγκάλιαζα

παρά μπόρες μέσα στη γαλήνη που άντεχα.
Τις ημέρες μου άθροισα και δε σε βρήκα

        και τα όπλα ζώστηκα και μόνος βγήκα
στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου!

 

Παρατίθεται και η εκπομπή “της πατρίδος μου πάλι ομοιώθηκα”