Έζρα Πάουντ “Παράδεισο ήθελα να γράψω”

“Αγάπη. Αγάπη.
Τι αγαπώ
και πού είσαι;
Πολεμώντας τον κόσμο
έχασα το κέντρο μου.
Τα όνειρα χτυπιούνται
και σκορπίζονται συντρίμμια –
κι εγώ που πάσχισα να φτιάξω επί γης
παράδεισο.

Παράδεισο ήθελα να γράψω.
Μην κουνήσεις,
άσε τον άνεμο να μιλάει
Αυτό είναι παράδεισος.

Είθε να συγχωρέσουν οι θεοί
ό,τι έκανα.
Είθε να προσπαθήσουν να συγχωρέσουν εκείνοι π’ αγαπώ
ό,τι έκανα.

Η χρεωκοπία του Φραγκίσκου Μπερνουάρ, Παρίσι.
Ή ένας αγρός κορυδαλλών στο Αλλέγκρε.
“Κι αφήνεται να πέφτει”
τόσο ψηλά στον ήλιο ο κορυδαλλός,
και ύστερα να πέφτει.
“Με χαρά τα φτερά του”
να ορίσουν τους δρόμους της Γαλλίας εδώ.

Μια νυχτοπεταλούδα και δυο ποντικοί με οδηγούσαν –
Νά’χεις ακούσει την πεταλούδα να λαφάζει
ρίχνοντας γέφυρα πάνω από κόσμους.
Οι μονάρχες ν’ ανταμώνουν στο νησί τους
όπου δεν βρίσκουν πια φαγί αφού πετάξουν απ’ τον πόλο.
Πικραλίδα η τροφή
για την είσοδο στο μυστήριο.

Να είμαστε άνθρωποι, όχι χαλαστές”

Έζρα Πάουντ (1885-1972)

(Τα Αποσπάσματα από το Canto 117 του Έζρα Πάουντ σε μετάφραση της Ανθής Λεούση για το ντοκιμαντέρ Έζρα Πάουντ, “Παράδεισο Ήθελα να Γράψω”)


Ο Έζρα Ουέστον Λούμις Πάουντ ήταν Αμερικανός ποιητής και δοκιμιογράφος. Μαζί με τον Τ.Σ. Έλιοτ θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς ποιητές του αγγλοαμερικανικού λογοτεχνικού ρεύματος του μοντερνισμού. Η συνεισφορά του στην ποίηση ξεκίνησε με την ανάπτυξη του εικονισμού (Imagism), ενός ρεύματος που προέρχεται από την κλασική ποίηση της Κίνας και της Ιαπωνίας, την ακρίβεια και την οικονομία της γλώσσας. Τα έργα του περιλαμβάνουν το “Ripostes” (1912), το “Hugh Selwyn Mauberley” (1920) και το ανολοκλήρωτο επικό έργο, “The Cantos” (1917–1969).

Γεννήθηκε στο στις 30 Οκτωβρίου 1885 στο Χάλεϊ του Αϊντάχο των Η.Π.Α, μεγάλωσε στο Γουινκότε της Πενσυλβανίας και φοίτησε στο Κολλέγιο του Χάμιλτον και στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας. Δίδαξε για λίγο γαλλικά και Ισπανικά στο Κολλέγιο Wabash/Indiana κι απολύθηκε γιατί ένα βράδυ πρόσφερε στέγη σε μιαν απένταρη χορεύτρια. Αμέσως ξενιτεύτηκε στην Ευρώπη (1907). Έμεινε ένα χρόνο στη Βενετία, όπου τύπωσε (1908) την πρώτη του συλλογή “A Lune Spento”. Τον ίδιο χρόνο εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο κι άρχισε να εμφανίζεται με προκλητική εμφάνιση στα καλλιτεχνικά σαλόνια. Εκεί τύπωσε τις συλλογές του “Personae” και “Exultations” (1909), πρωτοστατώντας στο αμερικανικό ποιητικό κίνημα του “εικονισμού” που καθιέρωνε μια ποίηση λιτή, απέριττη, αντικειμενική και ελλειπτική. Το 1914 παντρεύτηκε τη Ντόροθυ Σαιξπηρ, απόχτησε από το γάμο του ένα γιο (1926) κι αργότερα την εγκατέλειψε για να συνδεθεί έως το τέλος της ζωής του με την πιανίστα Όλγα Ραντζ, ερωμένη και πιστή του φίλη. Καρπός του δεσμού τους υπήρξε η κόρη του πριγκήπισσα Mary de Rachewiltz. Την εποχή εκείνη παρεκίνησε τον Τζόυς και τον Έλιοτ να τυπώσουν τα έργα τους και μάλιστα περιέκοψε σχεδόν τη μισή “Έρημη χώρα” του Έλιοτ και της έδωσε την τελική της μορφή. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη μουσική. Συνέθεσε (μουσική και λιμπρέτο) την όπερα “Francois Villon” και ήταν από τους πρώτους που ανακάλυψαν στον αιώνα μας τον Βιβάλντι. Τα “Κάντος της Πίζας” κέρδισαν το πρώτο βραβείο Bollingen από τη βιβλιοθήκη του Κογκρέσου το 1948.
Φύση αντιφατική με τραγικές μεταπτώσεις από την τρυφερότητα έως την αυτοκαταστροφή, μπορούσε να βοηθάει από το υστέρημά του τους φίλους του ή ν’ αναπτύσσει μια δική του οικονομική θεωρία περί κοινωνικής πίστεως, να μελετά επί χρόνια νεκρές γλώσσες για να μεταφράζει ή να παραφράζει αρχαία κείμενα από το πρωτότυπο ή να φωνασκεί υπέρ του Μουσολίνι και κατά των Εβραίων από το Ραδιοφωνικό σταθμό της Ρώμης. Αυτές οι τακτικές εκπομπές συνεχίστηκαν σ’ όλο το διάστημα του Β’ παγκοσμίου πολέμου.

Ακολούθησε η σύλληψή του (1945) από τα αμερικανικά στρατεύματα που απελευθέρωσαν την Ιταλία, η απομόνωσή του σ’ ένα ξέσκεπο κλουβί με συρματοπλέγματα στην Πίζα και η μεταφορά του στην Ουάσιγκτον (1945) για να δικαστεί επί προδοσία. Κρίθηκε διανοητικά ακατάλληλος για δίκη και κλείστηκε σε ψυχιατρική κλινική. Αποφυλακίστηκε (1958) και ξαναγύρισε τον ίδιο χρόνο στην Ιταλία.

Ο Έζρα Πάουντ πέθανε στη Βενετία την 1η Νοεμβρίου του 1972.


Ανάλυση του Γιώργου Σεφέρη για τα “Κάντος” του Πάουντ

Σύμφωνα με τη Γαλάτεια Δημητρίου, στο κείμενό της (επίμετρο) που περιλαμβάνεται στο τεύχος της “Ποιητικής”, έχουμε μια πολύ όμορφη και κατατοπιστική εικόνα:
“Στις 12 Ιουλίου του 1959, ο Σεφέρης σημειώνει στο ημερολόγιό του πως άκουσε στο ραδιόφωνο, και για πρώτη φορά, την “καταπληκτικά έντονη, καταπληκτικά ρυθμική και χρωματισμένη με εναλλαγές του δυνατού και του ήπιου φωνή” του Πάουντ“.

Ο Πάουντ απαγγέλλει, μεταξύ άλλων, τα Cantos I, XIII και XLIX. Τα δύο πρώτα είχαν ήδη μεταφραστεί από τον Σεφέρη. Είναι πολύ πιθανόν η απαγγελία αυτή να έδωσε το έναυσμα για την απόπειρα μετάφρασης και του Canto XLIX την ίδια χρονιά, σε συνδυασμό με το γεγονός πως το μεταγενέστερο Canto μοιάζει να επισκέπτεται ξανά τον τόπο του ήδη μεταφρασμένου Canto XII, σαν προέκταση της χειρονομίας του.

“Ο αναγνώστης γυρίζοντας τις σελίδες, ζαλίζεται παρατηρώντας ένα σωρό παρεμβολές ξένων κειμένων, περιστατικών ή στιχομυθιών – πολλές φορές σε ξένες γλώσσες – προσώπων γνωστών από την ιστορία ή ολότελα άγνωστων, που δεν μπορεί να εξηγήσει την απροσδόκητη παρουσία τους, τοπίων που μεταφέρουν την κλασσική εποχή στην Αναγέννηση, στους καιρούς μας ή το αντίθετο.

Δυσκολεύεται να κάνει την ανάλυση του κειμένου που έχει μπροστά του και που είναι, νομίζω, άσκοπο να την επιχειρήσει προτού εξοικειωθεί με το κλίμα της ποίησης αυτής.

Ίσως είναι καλύτερο να έχει υπόψη του, στην αρχή, ότι ο Pound μεταχειρίζεται την ποιητική μεταφορά, με την κυριολεκτική της σημασία, σαν μια μεταφορά που μεταφέρει στ’ αλήθεια μέσα στο έργο του όλα όσα μπόρεσαν να μαζέψουν οι αντένες ενός πνεύματος αδηφάγου, που έχει προσεταιριστεί ένα μεγάλο πλήθος από τα στοιχεία που διαμόρφωσαν την τωρινή ζωή μας, είτε είναι κείμενα των Ελλήνων και των Ρωμαίων, είτε ο μεσαίωνας, είτε η Αναγέννηση, είτε η προδαντική ποίηση των προβηγκιανών.

Και τα μεταφέρει με οδηγό, σχεδόν αποκλειστικά, το αίσθημα της ρηματικής λειτουργίας ανήσυχο, ατίθασο, δεσποτικό, που δεν παραδέχεται κανένα σχεδόν προδιαγραμμένο διάκοσμο, καμιά διάταξη και καμιά άλλη ιεραρχία, εκτός από την ιεραρχία, αν μπορεί να ειπωθεί έτσι, ενός ρυθμικού παλμού”.

Πηγή: [Γεωργίου Σεφέρη, Νέα Γράμματα, Απρίλιος-Ιούνιος 1939].