Η καζαντζακική κοσμοθεωρία

“Αντί να στενέψεις τον κόσμο και να απλουστεύσεις την ψυχή σου, θα πρέπει να κλείνεις ολοένα και περισσότερα από τον κόσμο μέσα της, ώσπου εκείνη, οδυνηρά διεσταλμένη, να χωρέσει ολόκληρο τον κόσμο, να μπορέσεις ίσως κάποια στιγμή να βρεις τη γαλήνη”
(Ο λύκος της στέππας, σ. 87)

Το παραπάνω απόφθεγμα, που προέρχεται από το έργο του νομπελίστα συγγραφέα Hermann Hesse θα μπορούσε να βρει άνετα το αντίστοιχό του στον Νίκο Καζαντζάκη (1883-1957). Συγκεκριμένα, στον Καζαντζάκη βλέπει κανείς ένα πνεύμα έντονα ριζωμένο στην πατρική του γη, την Κρήτη, και συνάμα μια οικουμενική συνείδηση η οποία αγκαλιάζει κάθε άνθρωπο, τόπο και γλώσσα. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Καζαντζάκης υπήρξε πολύγλωσσος και πολυταξιδεμένος, όντας προικισμένος με μια σπάνια ικανότητα να δένεται συναισθηματικά με πλήθος τόπων και ανθρώπων. Το μεγαλείο του Καζαντζάκη μας συντρίβει. Γι’ αυτό και λαχταράμε ενδόμυχα να τον απομυθοποιήσουμε, να μειώσεις τη δύναμή του, ώστε να δοθεί χώρος και σε κάποιους από εμάς να δημιουργήσουμε, να κάνουμε κάτι δικό μας. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που ο Κρητικός συγγραφέας έχει τόσο παθιασμένους υποστηρικτές όσο και φανατικούς πολέμιους που ποθούν να υποβαθμίσουν το κύρος του. Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσουμε να πραγματευτούμε συνοπτικά την κοσμοθεωρία του, τη φιλοσοφία που τον καθοδηγούσε στη ζωή.

Τα πρώτα βήματα στη διαμόρφωση του Καζαντζάκη έγιναν ήδη στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν νεαρός ακόμη, έζησε από κοντά τους αγώνες των Κρητικών ενάντια στον οθωμανικό ζυγό. Εκεί, μέσα στις εθνικές επαναστάσεις συνέλαβε για πρώτη φορά την πάλη ανάμεσα στο καλό και το κακό, μια πάλη η οποία αργότερα έλαβε άλλη μορφή. Ο Καζαντζάκης περιγράφει τη ζωή του ως διαρκή αναζήτηση για την απάντηση των αιώνιων υπαρξιακών ερωτημάτων. Η ζωή του ήταν ένας ασταμάτητος ανηφορικός αγώνας για την κατάκτηση της γνώσης και της λύτρωσης. Στο έργο του παρουσιάζεται να αγωνίζεται με απελπισμένη υπομονή να συλλάβει το νόημα της πατρίδας, της εποχής και της ζωής του, αγκαλιάζοντας την ίδια στιγμή ολόκληρο τον κόσμο και κάθε ιστορική εποχή. Μπροστά στην απογοήτευση των νεανικών ιδανικών, ο Καζαντζάκης αγωνιζόταν να βρει νόημα σε έναν παράλογο κόσμο. Τέσσερα ήταν τα αποφασιστικά βήματα που έκανε στην αναζήτησή του: ο ίδιος τα ονομάζει «Χριστός, «Βούδας», «Lenin» και «Οδυσσέας». Από τη χριστιανική άσκηση για την επικράτηση του καλού πάνω στο κακό, πέρασε στη βουδιστική ταύτιση του καλού με το κακό, από εκεί αναζήτησε τη δημιουργία μιας νέας θρησκείας και ενός νέου κόσμου, κάτι που βρήκε στον κομουνισμό και τη μετεπαναστατική Ρωσία. Τέλος, κατέληξε στη λατρεία του ανθρώπινου αγώνα για χάρη του ίδιου του αγώνα, ακόμη και χωρίς κανένα αντικειμενικό σκοπό και όφελος (μηδενισμός). Το μήνυμα όλου του έργου του συνοψίζεται στα λόγια του El Greco στο τέλος του βιβλίου: «Φτάσε όπου δεν μπορείς». Αυτή η κοσμοθεωρία που θεωρούσε ως την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, αντιπροσώπευε το ανήσυχο πνεύμα του για μια ολόκληρη ζωή.

Αρχικά, η κοσμοθεωρητική τοποθέτηση του Καζαντζάκη προέκυψε ως απάντηση στον επαναστατικό αναβρασμό των κομουνιστών ανά τον κόσμο. Σύμφωνα με τον Καζαντζάκη, αυτό που προέκυψε από την επανάσταση στη Ρωσία ήταν κάτι περισσότερο από μια κοινωνική μεταβολή. Πρόκειται για τη δημιουργία μιας νέας θρησκείας, ενός νέου ιδεώδους ζωής. Όπως ακριβώς ο Χριστιανισμός κάποτε, έτσι και ο Κομουνισμός πρόκειται να αποτελέσει την αφετηρία ενός νέου κόσμου, πιο δίκαιου και πιο ανθρώπινου. Πρόκειται ακριβώς λοιπόν για τη δημιουργία μιας νέας πίστης, με την αγνή ανιδιοτέλεια των μαρτύρων και το φανατισμό που χαρακτηρίζει κάθε θρησκεία. Από την εποχή που οι άρχοντες έστηναν τους μουζίκους και εξασκούνταν στη σκοποβολή πάνω τους και οι Χριστιανοί σκότωναν Εβραίους κάθε φορά που πλησίαζε Μεγάλη Παρασκευή, οι κοινωνικές συνθήκες έχουν ανατραπεί: πλέον μέχρι και οι γυναίκες είναι χειραφετημένες, κανείς δεν επιτρέπεται να συγκεντρώνει περιουσία, ενώ υπάρχει για όλους δωρεάν εκπαίδευση. Ο Καζαντζάκης όμως δε διστάζει να αμφισβητήσει τις αρχές του Ιστορικού υλισμού, υποστηρίζοντας ότι εκτός από τους οικονομικούς παράγοντες, εξίσου κύριο ρόλο στην ιστορία διαδραματίζουν και τα ένστικτα, τα προγονικά κατάλοιπα, καθώς και τα ανθρώπινα πάθη: ως χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε η απρόσμενη εμφάνιση του Ισλάμ κατά τον 7ο αιώνα. Επιπλέον, η ιδεολογία του μαρξισμού απέτυχε να συνειδητοποιήσει ότι οι άνθρωποι δε μπορούν να ζήσουν μονάχα με τα επιστημονικά δεδομένα και τη λογική, αλλά έχουν μεγάλη ανάγκη το μύθο. Γι’ αυτό και τα παιδιά έχουν ανάγκη τα παραμύθια όπου η φαντασία τους απελευθερώνεται από τους περιορισμούς της αντικειμενικής πραγματικότητας. Ενώ λοιπόν ενθαρρύνει τον κομουνισμό και προσδοκά την παγκόσμια επικράτησή του, φαίνεται ότι απέχει παρά σάγγας από την ταύτιση με τη μαρξιστική ιδεολογία. Παρακολουθώντας τον «θεό», όπως τον ονομάζει, να μάχεται με τη μορφή του εργατικού κινήματος στη Ρωσία, ο Καζαντζάκης το μεταπλάθει για να κηρύξει το προσωπικό του πιστεύω: τον ασταμάτητο αγώνα για τη λύτρωση. Αυτό εξέφρασε από το έργο του Ασκητική, το οποίο έχει χαρακτηριστεί και «κατά Καζαντζάκην Ευαγγέλιον», καθώς εκφράζει την απόλυτα καζαντζακική κοσμοθεωρία.

Εκεί εκφράζεται η μεταφυσική, η γνωσιοθεωρία και η ηθική του . Αρχικός του τίτλος ήταν το “Salvadores Dei” (Σωτήρες του Θεού). Ο ίδιος το θεωρούσε ως το θεμέλιο όλων των έργων του και το είχε χαρακτηρίσει ως το πρώτο «μετακομουνιστικό πιστεύω» . Το βιβλίο, που γράφτηκε στη Βιέννη, ύστερα στο Βερολίνο και τη Ρωσία και συνέχισε να γράφεται σε όλη τη ζωή του συγγραφέα του, διαρθρώνεται στα ακόλουθα έξι κεφάλαια: Πρόλογος, Προετοιμασία, Πορεία, Όραμα, Πράξη και Σιωπή. Μέσα από λυρικές περιγραφές της φύσης, του πολέμου και της καθημερινής ζωής, εκφράζεται σε μια πλούσια και ζωντανή γλώσσα το όραμα για ένα νέο κόσμο. Η μεταφυσική του Καζαντζάκη αναγνωρίζει δύο ουσίες ως θεμέλια του κόσμου: την ύλη με τη ζωή. Αυτές οι δύο ουσίες βρίσκονται σε αιώνια σύγκρουση, καθώς η ορμή της ζωής συνίσταται σε μια απαίτηση για δημιουργία και τείνει προς την αθανασία, ενώ η ύλη έχει κατηφορική κατεύθυνση και τείνει στην αποσύνθεση της δημιουργίας, τελικά και στο θάνατο.

Σύμφωνα με τον Καζαντζάκη, οι άνθρωποι οφείλουμε να συλλάβουμε αυτή την ανηφορική προσπάθεια της ζωτικής ορμής και να την ενισχύσουμε με τις δικές μας δυνάμεις, με στόχο να δημιουργήσουμε ένα ανώτερο, υπερανθρώπινο είδος. Αυτή την ορμή ο Κρητικός συγγραφέας την ονομάζει «θεό». Πρώτο βήμα λοιπόν είναι η προετοιμασία: πρέπει να συλλάβουμε πως όσα παρατηρούμε γύρω μας δεν είναι παρά φαινόμενα που δημιουργεί ο νους μας, ύστερα οφείλουμε να αρνηθούμε τους περιορισμούς του νου ακολουθώντας όσα μας επιτάσσει η καρδιά μας και τέλος, να απελευθερωθούμε και από την ίδια την καρδιά που ζητά και ελπίζει. Ανώτατο σημείο της προετοιμασίας είναι το να μην ελπίζουμε τίποτα. Εδώ γίνεται ξεκάθαρος ο μηδενισμός στην καζαντζακική κοσμοθεωρία: η ζωή είναι χωρίς κανένα σκοπό και νόημα, ενώ δεν υπάρχει ούτε Θεός ούτε κάποια άλλη δύναμη που να επιβραβεύσει τους αγώνες του ανθρώπου. Όλοι μας οφείλουμε να ζούμε, να αγαπάμε και να αγωνιζόμαστε μόνο και μόνο για τη χαρά του αγώνα. Πρέπει διαρκώς να υπερβαίνουμε τον εαυτό μας. Όταν μια συνήθεια καταντήσει βολική και ευχάριστη, οφείλουμε να τη σταματάμε. Δεύτερο βήμα είναι η πορεία και ξεκινά με το άκουσμα μιας κραυγής: είναι ο θεός που αγωνίζεται να δημιουργήσει υπερβαίνοντας τους περιορισμούς της ύλης. Το δικό μας χρέος ως όντων είναι τριπλό. Πρώτο βήμα είναι να συνειδητοποιήσει καθένας μας το ρόλο του σε αυτό τον αγώνα. Πρώτα πρέπει να εγκαταλειφθούν με αυτοθυσία όλες οι βολικές ανέσεις της ζωής, με σκοπό την προετοιμασία του υπερανθρώπινου είδους. Με ποιο τρόπο; Με το να νιώσει εντός του ως τάσεις όλους τους προγόνους από το μακρινό παρελθόν του γένους του και να διατηρήσει μονάχα όσους από αυτούς είναι ικανοί να βοηθήσουν στον ανηφορικό αγώνα του θεού, της ζωής.

Ωστόσο, αυτό δεν είναι αρκετό. Ο άνθρωπος οφείλει να υπερβεί και τα εθνοφυλετικά σύνορα και να αντικρύσει πίσω από κάθε λαό του κόσμου και κάθε εποχή τις διαφορετικές μορφές του υπερανθρώπινου αγώνα. Ακόμη περισσότερο, πρέπει να αντικρύσει τον ίδιο αγώνα του θεού και πριν από το ανθρώπινο είδος, ήδη από τους πιθήκους, τα ζώα και τα φυτά. Τότε ακριβώς ακολουθεί το όραμα: βλέποντας την εναγώνια προσπάθεια της ζωτικής ορμής να δημιουργήσει νέες και ανώτερες εξελικτικά μορφές, ο άνθρωπος αντιμετωπίζει την προοπτική της τελικής νίκης: της υπέρβασης του θανάτου. Παρόλο που είναι άγνωστο αν τελικά θα δικαιωθεί η ανθρωπότητα με την αθανασία, εμείς οφείλουμε να αγωνιστούμε με όλες μας τις δυνάμεις. Στο πέμπτο στάδιο αυτής της πορείας, που έχει τον τίτλο «η Πράξη», ο Καζαντζάκης υποδεικνύει πως αφού αυτός ο αγώνας λαμβάνει διαφορετικές μορφές σε κάθε εποχή, πρέπει να αναγνωρίσουμε τη σημερινή μορφή. Σε μια εποχή που έχει ξεπεράσει τις ψευδαισθήσεις του παρελθόντος και αντικρίζει ευθέως το χάος του μηδενός, θεός έχει τη μορφή του εργάτη που πάσχει, αγωνίζεται και ζητάει με τη βία το δίκιο του. Αυτή είναι η κατεύθυνση της δράσης μας. Μόνο έτσι θα συντονίσουμε την πορεία μας με το θεό που κινδυνεύει εντός μας. Αφού ο θεός μέσα μας απέκτησε για πρώτη φορά αυτοσυνειδησία, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε το νου μας για να συνεχίσουμε την πορεία του. Τέλος, το τελευταίο στάδιο αυτού του αγώνα είναι η «Σιγή». Αυτό σημαίνει ότι αφού αγωνιστούμε στη ζωή ως στρατιώτες σε πόλεμο, πρέπει να υποδεχτούμε τη μεγαλύτερη δυσκολία: το θάνατο. Πρόκειται για την εκμηδένιση της ίδιας της ύπαρξής μας. Το συμπέρασμα του Καζαντζάκη είναι ότι είναι χρέος του ανθρώπου να διασώσει την ορμή της ζωής μέσα του, έτσι ώστε να κατορθώσει μέσα από την ορμή αυτή να σωθεί και ο ίδιος. Οι άνθρωποι πρέπει να αντικρίζουμε γενναία το θάνατο και να πολεμάμε ανυποχώρητα εναντίον του, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι τελικά θα ηττηθούμε. Αυτή είναι η ελευθερία μας και αυτό που μας ξεχωρίζει από όλα τα υπόλοιπα όντα. Εδώ γίνεται αισθητός ο ηρωικός μηδενισμός που διακρίνει την καζαντζακική κοσμοθεωρία.

Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης