Ζακ Πρεβέρ, “H ποίηση είναι το πιο όμορφο ψευδώνυμο που έχουμε δώσει στη ζωή.”

PARIS AT NIGHT

Τρία σπίρτα αναμμένα ένα ένα μέσα στη νύχτα
Το πρώτο για να δω ολόκληρο το πρόσωπό σου
Το δεύτερο για να δω τα μάτια σου
Το τρίτο για να δω το στόμα σου
Κι ολόκληρη η σκοτεινιά για να μου θυμίζει όλο αυτό
Σφίγγοντάς σε στην αγκαλιά μου.

Ο Ζακ Πρεβέρ (4 Φεβρουαρίου 1900 – 11 Απριλίου 1977) ήταν Γάλλος ποιητής και σεναριογράφος.
Υπήρξε μια πολυσχιδής προσωπικότητα των γαλλικών γραμμάτων, με ιδιαίτερη συνεισφορά στο χώρο της ποίησης και του θεάτρου. Κατά τη διάρκεια των σχολικών του χρόνων στο Παρίσι έδειξε ιδιαίτερη αγάπη για το θέατρο, μια αγάπη που καλλιέργησε και ο πατέρας του που υπήρξε κριτικός θεάτρου. Ολοκλήρωσε μόνο την πρωτοβάθμια εκπαίδευση και εγκατέλειψε το σχολείο πολύ νωρίς.

ΚΙΝΟΥΜΕΝΗ ΑΜΜΟΣ

“Δαιμόνια και θαύματα
Άνεμοι και παλίρροιες
Η θάλασσα αποτραβήχτηκε ήδη μακριά
Κι εσύ
Σαν ένα φύκι απαλά χαϊδεμένο απ’ τον άνεμο
Στην άμμο του κρεβατιού δε βρίσκεις ησυχία καθώς ονειρεύεσαι
Δαιμόνια και θαύματα
Άνεμοι και παλίρροιες
Η θάλασσα αποτραβήχτηκε ήδη μακριά
Αλλά μέσα στα μισόκλειστά σου μάτια
Έμειναν δυο μικρά κύματα
Δαιμόνια και θαύματα
Άνεμοι και παλίρροιες
Δυο μικρά κύματα για να με πνίξουν”


Ο ποιητικός του λόγος, απλός και κατανοητός αλλά με βαθιά νοήματα, τον έκαναν ιδιαίτερα αγαπητό στο ευρύ κοινό. 

Η ποίηση του Ζακ Πρεβέρ διαμορφώνεται από την μποέμικη, άθεη, αντικληρικαλιστική και αναρχική στάση του για τη ζωή, καθώς επίσης και από το πηγαίο χιούμορ, την έντονη ειρωνεία και τον ανθρωπισμό του. Στα ποιήματά του ο Πρεβέρ καταδικάζει τον πόλεμο, την υποκρισία και την εκμετάλλευση. Ταυτόχρονα όμως, γίνεται τροβαδούρος του έρωτα, υμνεί την ειρήνη και συντάσσεται με τους απλούς λαϊκούς ανθρώπους. Ο παράγοντας που χαρακτηρίζει περισσότερο τα ποιήματά του είναι η καθημερινή ζωή.

Jacques Prévert (1900-1977), poète et écrivain français, dans sa maison à Montmartre à Paris. Mars 1964. ©Farabola/Leemage

ΠΛΑΤΕΙΑ ΚΑΡΟΥΖΕΛ

“Πλατεία Καρουζέλ
προς το τέλος μιας ωραίας καλοκαιρινής ημέρας
το αίμα ενός αλόγου
χτυπημένου και ξεζεμένου
έτρεχε
στο πλακόστρωτο
Και το άλογο ήταν εκεί
όρθιο
ακίνητο
στα τρία πόδια
Και το άλλο πόδι πληγωμένο
πληγωμένο και ξεριζωμένο
κρεμόταν
Δίπλα ακριβώς
όρθιος
ακίνητος
βρισκόταν ο αμαξάς
και μετά το αμάξι επίσης ακίνητο
άχρηστο όπως ένα σπασμένο ρολόι
Και το άλογο σώπαινε
το άλογο δεν παραπονιόταν
το άλογο δεν χλιμίντριζε
ήταν εκεί
περίμενε
κι ήταν τόσο όμορφο τόσο θλιμμένο τόσο απλό
και τόσο λογικό
που δεν ήταν δυνατόν να συγκρατήσει τα δάκρυά του”

Πέθανε σε ηλικία 77 ετών, από καρκίνο των πνευμόνων ενώ χαρακτηρίστηκε ως ο Πικάσο της σύγχρονης γαλλικής ποίησης. Τα έργα του διδάσκονται στα γαλλικά σχολεία, ενώ ταυτοχρόνως έχει μεταφραστεί σε ποικίλες γλώσσες ανά τον κόσμο.

ΑΥΤΟΣ Ο ΕΡΩΤΑΣ

“Αυτός ο έρωτας Τόσο βίαιος Τόσο εύθραυστος Τόσο τρυφερός Τόσο απελπισμένος Αυτός ο έρωτας Όμορφος σαν τη μέρα Κι απαίσιος σαν τον καιρό Όταν ο καιρός είναι απαίσιος Αυτός ο έρωτας τόσο αληθινός Αυτός ο έρωτας τόσο όμορφος Τόσο ευτυχισμένος Τόσο χαρούμενος Και τόσο μηδαμινός Που τρέμει από φόβο σαν παιδί στο σκοτάδι Και τόσο σίγουρος για τον εαυτό του Σαν ήρεμος άντρας στη νύχτα Αυτός ο έρωτας που έκανε τους άλλους να φοβούνται Που τους έκανε να μιλάν Που τους έκανε να χλωμιάζουν Αυτός ο έρωτας παραφυλαγμένος Γιατί εμείς τον είχαμε παραφυλάξει Καταδιωγμένος, πληγωμένος, ποδοπατημένος, αποτελειωμένος, απαρνημένος, ξεχασμένος Γιατί εμείς τον είχαμε καταδιώξει, πληγώσει, ποδοπατήσει, αποτελειώσει, απαρνηθεί, ξεχάσει Ολόκληρος αυτός ο έρωτας Τόσο ζωντανός ακόμη Και τόσο ηλιόλουστος Είναι ο δικός σου Είναι ο δικός μου Εκείνος που υπήρξε Αυτό το πάντα καινούριο πράγμα Και που δεν άλλαξε Όμοια αληθινός σαν φυτό Όμοια τρέμοντας σαν πουλί Όμοια ζεστός όμοια ζωντανός σαν καλοκαίρι Μπορούμε κ’ οι δυό Να φεύγουμε και να ξαναγυρνάμε Μπορούμε να ξεχνάμε Και μετά να ξανακοιμόμαστε Να ξυπνάμε να υποφέρουμε να γερνάμε Να κοιμόμαστε ακόμη Να ονειρευόμαστε το θάνατο Να ξυπνάμε να χαμογελάμε και να γελάμε Και να ξανανιώνουμε Ο έρωτάς μας στέκει εκεί Πεισματάρης σαν γαϊδούρα Ζωντανός σαν πόθος Σκληρός σαν μνήμη Ηλίθιος σαν κλάψα Τρυφερός σαν ανάμνηση Κρύος σαν μάρμαρο Όμορφος σαν μέρα Εύθραυστος σαν παιδί Μας κοιτάζει χαμογελώντας Και μας μιλάει χωρίς να λέει τίποτα Κ’ εγώ τον ακούω τρέμοντας Και φωνάζω Φωνάζω για σένα Φωνάζω για μένα Σε ικετεύω Για σένα και για όλους όσους αγαπιούνται Και αγαπήθηκαν Ναι του φωνάζω Για σένα για μένα και για όλους τους άλλους Που δεν ξέρω Στάσου εκεί Εκεί που είσαι Εκεί που ήσουν άλλοτε Στάσου εκεί Μην κουνιέσαι Μη φεύγεις Εμείς αγαπιόμαστε Σε ξεχάσαμε Εσύ μη μας ξεχνάς Δεν έχουμε παρά εσένα πάνω στη γη Μη μας αφήσεις να κρυώσουμε Πάντα πολύ μακρύτερα Κι αδιάφορο πού Δώσε μας σημάδι ζωής Πολύ αργότερα στη γωνιά κάποιας δεντροστοιχίας Στο δάσος της μνήμης Πρόβαλε άξαφνα Τέντωσέ μας το χέρι Και σώσε μας.”