Τζον Κήτς “Λαμπρό Αστέρι” Ποίημα στην αγαπημένη του πριν χαθεί για πάντα

Λαμπρό Αστέρι…

“Λαμπρό μου αστέρι, σταθερός να ήμουν σαν και σένα,

Όχι- μόνο σπιθόφωτος, τρεμάμενος τη νύχτα

Ψηλά, με μάτια ορθάνοιχτα, αιώνια κοιτάζω,

Σαν τον υπόνομο, άγρυπνο της Φύσης ερημίτη,

Ωκνά, αργοσάλευτα νερά στο ιερό τους έργο

Γύρω στη γη τα’ ανθρώπινα ακρογιάλια εξαγνίζουν.

Ή να θωρώ το μαλακό φρεσκοπεσμένο χιόνι,

Που στρώνει λευκοπούπουλα σε βάλτους κι ακροβούνια.

Όχι, ποθώ αμετάβολος και σταθερός να γέρνω

Στο στήθος της Αγάπης μου το αμέστωτο να νιώθω

Σε μιαν απαλήν ανασεμιά ν’ ανεβοκατεβαίνει

Και σ’ ανατάραγμα γλυκό πάντοτε να ξυπνάω

Κι αιώνια την ανάσα της ν’ ακούω στο ξυπνητό μου.

Έτσι η ζωή μου να κυλά ή κάλλιο ας σιγοσβήσω.”

Τζον Κητς (1975-1821)

(Ανθολογία Άγγλων ποιητών, εκδ. Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων)


Το 1820, στο κατάστρωμα ενός πλοίου που τον οδηγούσε στη Ρώμη, ο 24χρονος Τζον Κιτς έγραψε ένα πανέμορφο ποίημα. Του έδωσε τον τίτλο “Λαμπρό Αστέρι” (Bright Star) και το τοποθέτησε ευλαβικά ανάμεσα στις σελίδες ενός βιβλίου που κουβαλούσε στις αποσκευές του. Εναν χρόνο μετά, ο βρετανός ποιητής ξεψυχούσε στην ιταλική μητρόπολη όπου είχε μετακομίσει, ελπίζοντας εις μάτην ότι το θερμότερο και πιο φιλόξενο κλίμα της Ιταλίας θα μπορούσε να βοηθήσει τον ασθενικό και φυματικό οργανισμό του.

Το ποίημα που άφησε πίσω του ήταν αφιερωμένο στο μεγάλο έρωτά του για τη Φάνι Μπρον. Οι δυο τους γνωρίστηκαν ως γείτονες στο εξοχικό Χάμπστεντ του Βόρειου Λονδίνου, μετέτρεψαν τη δειλή αρχική έλξη σε έναν έρωτα που κατόρθωσε να νικήσει ακόμη και το θάνατο και, παρά τους αυστηρούς κοινωνικούς κανόνες της εποχής που δεν θα επέτρεπαν ποτέ ο φτωχός Κιτς να σχετίζεται με μια κοπέλα ανώτερης τάξης, το ζεύγος αρραβωνιάστηκε το 1819. Η πολυπόθητη γαμήλια μέρα δεν επρόκειτο, εν τούτοις, να έρθει ποτέ. Αμέσως μετά την απώλεια του αγαπημένου της και για το υπόλοιπο της ζωής της, η Φάνι επαναλάμβανε κάθε βράδυ το ίδιο συγκινητικό τελετουργικό: περπατούσε στους ανθισμένους κήπους και στα καταπράσινα λιβάδια όπου άλλοτε βάδιζαν μαζί με τον Κιτς και απήγγελλε το ποίημα που της είχε γράψει, με τα μάτια της πάντοτε βουρκωμένα….


Ο Τζoν Κητς γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου του 1795 στο Λονδίνο. Ήταν Άγγλος, ρομαντικός, λυρικός ποιητής και πέθανε στη Ρώμη το 1821. Αφιέρωσε τη σύντομη ζωή του στην τελειοποίηση μιας ποίησης που χαρακτηρίζεται από δυνατές εικόνες και σχήματα λόγου, τη μεγάλη αισθητική έλξη που ασκεί και την προσπάθεια να εκφράσει μια φιλοσοφική στάση μέσα από τους μύθους της κλασικής αρχαιότητας. Ο Τζων Κητς πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια δεδομένου ότι έχασε νωρίς τον πατέρα του (Τόμας Κητς), ενώ η μητέρα του παντρεύτηκε σχεδόν αμέσως για δεύτερη φορά και ξαναχώρισε. Με τον θάνατο του εύπορου παππού του Τζων Τζένιγκς από την πλευρά της μητέρας του, και τους δικαστικούς αγώνες που επακολούθησαν για την κληρονομιά, αποξενώθηκε από την μητέρα του και κατ’ουσίαν μεγάλωσε με την χήρα γιαγιά του και τα δύο του αδέλφια Τομ και Τζωρτζ. Τον Μάρτιο του 1810 πέθανε και η μητέρα του από φυματίωση.
 Στα 21 του αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χειρουργική και φαρμακευτική με την οποία είχε ασχοληθεί μετά από τις σπουδές του στο νοσοκομείο Γκάυ, για να ασχοληθεί ολοκληρωτικά με την ποίηση. Ο Τζων ήταν εκπληκτικά όμορφος, με κοκκινόχρυσα μαλλιά, κλασικά χαρακτηριστικά, ζωηρή έκφραση, στητή κορμοστασιά αλλά μικρόσωμος. Πέθανε στα 25 του χρόνια από φυματίωση στη Ρώμη όπου είχε πάει αναζητώντας θεραπεία. Τα γνωστότερα ποιήματα του είναι “ο Ενδυμίων” (Endymion), “Η ωραία χωρίς οίκτο” (La Belle Dame sans Merci), “Ωδή στην μελαγχολία” (Ode on melancholy), “Ωδή σ´ένα αηδόνι” (Ode to a Nightingale), “Ωδή σε μια ελληνική Υδρία” (Ode to a Grecian Urn), “Ωδή στην ψυχή” (Ode to Psyche), “Η παραμονή της Αγίας Αγνής” (The eve of St. Agnes) και “ο Υπερίων” (Hyperion).

Στις 3 Φεβρουαρίου του 1820 ο Κητς παρουσίασε πνευμονικές αιμορραγίες και όπως κατάλαβε και ο ίδιος αυτό ήταν ο αγγελιαφόρος του θανάτου του. Οι γιατροί του συνέστησαν αμέσως ως τελευταία ελπίδα για την ζωή του ένα ταξίδι στηνΙταλία όπου πήγε τελικά με την οικονομική βοήθεια των εκδοτών του μαζί με έναν νέο καλλιτέχνη τον Τζόζεφ Σέβερν (Joseph Severn). Μετά από συνεχείς αιμορραγίες πέθανε τελικά στις 23 Φεβρουαρίου του 1821 στα χέρια του Τζόζεφ. Όπως είχε ζητήσει στον τάφο του χαράχτηκε η φράση:

“Εδώ κείται κάποιος που τ’ όνομα του ήταν γραμμένο στο νερό.”


Ο δικός μας Έλληνας ποιητής Άγγελος Σικελιανός έγραψε ένα ποίημα για τον πρόωρα χαμένο Τζον Κητς

Άγγελος Σικελιανός, “Γιάννης Κητς”

(κλώνος του Απόλλωνα το χέρι/ πλατάνου κλώνος λείος και τροφαντός,/ απλωμένος πάνω σας, να φέρει/ την αμβροσία γαλήνη του παντός…)

“Στης Πύλου τον πλατύ γιαλό, το φωτεινό, στοχαζόμουν

να φτάνεις συντροφιά μου,

με το καράβι το αψηλό του Μέντορα αραγμένο αργά

στην αγκαλιά της άμμου

δεμένοι με των εφήβων, που πέτονται με τους θεούς,

φτερουγιαστή φιλία

προς τα θρονιά να βαίνομε τα πέτρινα, όπυ ο καιρός

κι ο λαός εκάμαν λεία,

τον άντρα ν’ αντικρίσουμε που και στην Τρίτη γενεάν

ατάραχα εκυβέρνα,

και για ταξίδια ο λόγος του και γι άγιες γνώμες μέστωνε

στα φρένα όσον εγέρνα,,,

Στις τρέτικης προς τους θεούς δαμάλας να βρεθούμε, αυγή,

και τη θυσία παρέκει,

ν’ ακούσουμε τη μια κραυγή που σύρανε οι τρεις κόρες του

σα βούισε το πεέκι,

την αργογύριστη ματιά τη μαυροτσίνορη, άξαφνα

στα σκότη πνίγοντάς τη,

με των κεράτων άνεργο το μισοφέγγαρο το αχνό,

περίχρυσο επλάστη…

Τ’ απάρθενό σου το λουτρό σαν αδερφή τον αδερφό

η αγάπη μου λογιάστη,

σύντας γυμνό θα σ’ έλουζε και μ’ όμορφο θα σ’ έντυνε

χιτώνα η Πολυκάστη.

Να σε ξυπνώ, στοχαζόμουν, με το ποδάρι σπρώχνοντας,

σύντας αυγή χαράζει,

την ώρα να μη χάνομε, ζεμένον αφού προσδοκάει

το φωτεινό αμάξι,

κι ολημερίς με τη σιωπήν ή με το λόγο τον απλόν,

οπού έρχεται και πάει,

να κυβερνάμε τα’ άλογα οπού όλο σειούνε το ζυγό

στο ‘να και στ’ άλλο πλάι…

Μα πιότερο στοχαζόμουν, σύντας τα μάτια σου τα δυο,

που τα ‘χες σαν αλάφι,

στου Μανελάου τα δώματα θ’ αποξεχνιόταν στο χαλκό

και στο λαμπρό χρυσάφι

και θα τηράγαν άσειστα, βυθίζοντάς τα σε βυθόν

αγύριστο στη μνήμη,

τα κεχριμπαρένια τα βαριά, το φλώρο ή τ’ άσπρο φίλντισι,

το ιστορισμένο ασήμι…

Στοχαζόμουν σα, σκύβοντας στ’ αυτί, θα σου ‘λεγα μ’ αργή

φωνή χαμηλωμένη:

«Κράτει τα μάτια σου, ω καλέ, γιατί σε λίγο θα φανεί

στα μάτια μας η Ελένη,

αγνάντια μας θε να φανεί του Κύκνου η κόρη η μοναχή,

σε λίγο, εδώ μπροστά μας,

και τότε πια βυθίζομε στον ποταμό της Λησμονιάς

τα βλέφαρά μας».

Έτσι μου ανάφαινες λαμπρός, όμως ποιοι μ’ έφεραν σ’ εσέ

χορταριασμένοι δρόμοι!

Τα πύρινα εκατόφυλλα που ‘στρωσα στον τάφο σου,

κι ανθεί για σένα η Ρώμη,

μου δείχτουνε τα ολόχρυσα τραγούδια σου, σαν τα κορμιά

που αδρά κι αρματωμένα

σε τάφο αρχαίο πρωτάνοιχτο κοιτάς τα ακέρια, κι ως κοιτάς

βουλιάζουνε χαμένα…

Κι όλο τον άξιο θησαυρό το Μυκηναίο, που λόγιαζα

ν’ απίθωνα μπροστά σου,

τα κύπελλα και τα σπαθιά και τα πλατιά διαδήματα,

και στη νεκρή ομορφιά σου

μια προσωπίδα σαν αυτή που σκέπασε των Αχαιών

το βασιλιά αποκάτου,

ολόχρυση κι ολότεχνη, πελεκητή με το σφυρί

στο αχνάρι του θανάτου!”

(Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός βίος, τ. Β’, εκδ. Ίκαρος)


Πηγές: Βικιπαιδεία, itzikaswordpress.com