Διάσημοι “Καταραμένοι ποιητές” Ποιοι είναι και γιατί τους αγαπάμε τόσο;

Η σκοτεινή πλευρά της ποίησης. Αυτή που δεν κατατάσσεται, ούτε μπαίνει σε καλούπια. Οι κραυγές των ψυχών των ποιητών αυτών, που ουρλιάζουν και δε βολεύονται. Οι κραυγές που βρίσκουν καταφύγιο στο αλκοόλ, τα ναρκωτικά, την τρέλα, την αυτοκτονία.. Αυτοί οι οι ποιητές άφησαν πίσω τους έναν θησαυρό έργων. Γιατί λοιπόν ο πόνος έχει τέτοιον αντίκτυπο στην τέχνη; Γιατί οι δημιουργοί, είτε ποιητές είτε συγγραφείς, είτε ζωγράφοι κοκ. ενθουσιάζουν το κοινό με τα πάθη τους;

Είναι αρκετό να θυμηθούμε τον ορισμό της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας;
«Ἔστιν οὖν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας, μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ, χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδὼν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι’ ἀπαγγελίας, δι’ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν»

Πίνακας του Henri Fantin-Latour (1872), όπου φαίνεται ο Πωλ Βερλαίν (τέρμα αριστερά) και δίπλα του ο Αρθούρος Ρεμπώ.

Το πώς αισθάνεται ο δέκτης όταν διεισδύει με τη ματιά του στην τέχνη. Αφού η αγωνία έχει ενταθεί και ο δέκτης συμπάσχει με τον ήρωα και την τραγικότητα που τον περιβάλλει.. με όλον του τον πόνο, τα χτυπήματα της μοίρας και τη δυστυχία του, έρχεται η κάθαρση, η λύτρωση που δεν είναι απαραίτητα ένα αίσιο τέλος, αλλά ένα τέλος που λύνει το μύθο και κάνει τον ήρωα να ξεφεύγει από τις αγωνίες του. Ίσως να είναι ακόμα και μια αυτοτιμωρία. Ο δέκτης λοιπόν, έχει την τάση να συμπάσχει. Υποκειμενικά, είναι αυθόρμητο του ανθρώπου να συμπάσχει και να λαχταρά να βοηθήσει τον αδύνατο. Αν έχει γίνει ο κόσμος μας σκληρός και μας φαίνεται τόσο δύσκολο αυτό στην πράξη, η τάση μας αυτή ίσως να περιορίζεται σε ποιήματα, βιβλία, θεατρικές παραστάσεις ή πίνακες ζωγραφικής.

Λέγεται ότι ο πρώτος καταραμένος ποιητής ήταν ο Γάλλος Φρανσουά Βιγιόν, που έζησε τον 15ο αιώνα μια πολυτάραχη ζωή “αλήτη” και πριν την τελευταία του ποινή: «να κρεμαστεί και να στραγγαλιστεί»…εξαφανίστηκε. Η φράση ακούστηκε για πρώτη φορά τον Αλφρέντ ντε Βινύ, όπου στο έργο του Stello το 1832 μιλάει για τους ποιητές αποκαλώντας τους: ράτσα των παντοτινά καταραμένων από τους ισχυρούς της γης.

Ακολουθούν οι: Σαρλ Μπωντλαίρ, Πωλ Βερλαίν, Αρθούρος Ρεμπώ και Λωτρεαμόν.

Στην Ελλάδα ακούμε για τρεις καταραμένους ποιητές να έχουν αφήσει το στίγμα τους. Αυτοί είναι ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Κώστας Καρυωτάκης και η Μαρία Πολυδούρη.

Σύμφωνα με το οπισθόφυλλο του βιβλίου “O Κύκλος Των Καταραμένων Ποιητών” της Νίκης Ταγκάλου από εκδόσεις Πηγή, διαβάζουμε:

Τελικά, καταραμένοι ή ευλογημένοι;
Ένας κύκλος που καταφέρνει να μένει ζωντανός στο πέρασμα του χρόνου.
Ένας κύκλος γεμάτος στίχους, συναίσθημα, πόνο και μορφές που ποτέ δεν γερνάνε…

Σκοτεινοί άνθρωποι με λαμπρό όμως έργο, Baudelaire, Verlaine, Rimbaud, Artaud, Λαπαθιώτης, Καρυωτάκης, Πολυδούρη. Μορφές της λογοτεχνίας που αποθεώθηκαν μετά θάνατον αφού οι ίδιοι –τις περισσότερες φορές- έγραφαν το σενάριο της ζωής τους με την ίδια καλλιτεχνική μαεστρία που έγραφαν τα ποιήματά τους. Θεμελίωσαν με ένα διεισδυτικό και τολμηρό τρόπο την ποίηση, η οποία, πλέον δεν φοβόταν να ακροβατεί μεταξύ κολάσεως και παραδείσου.

Η ανθολογία αυτή αποτελεί ένα μικρό μέρος του πλούτου αυτών των ποιητών που σημάδεψαν και κατεύθυναν πολύ μεγάλο μέρος νεοτέρων, που δεν φοβήθηκαν τις λέξεις αλλά ούτε και τον θάνατο, αφού επέλεξαν να τον κάνουν σύμμαχό τους για να περάσουν στην αιωνιότητα…

Αυτό που κρατάς στα χέρια σου δεν είναι απλά ένα βιβλίο, είναι κάποιες απόκοσμες φωνές που μόλις φτάσουν στα αυτιά σου δεν μπορείς παρά να τις ερωτευτείς.

Από τα Άνθη Του Κακού του Σαρλ Μπωντλαίρ:

Σε μια διαβάτισσα

Του δρόμου τ’ οχλαλοητό ξεκούφαινε τριγύρα.

Ψιλή, λιγνή, στα μαύρα της, αρχοντολυπημένη,

κάποια γυναίκα διάβηκε, κρατώντας σηκωμένη,

μ’ επίδειξη της ρόμπας της, τη νταντελένια γύρα

ευγενικιά και λυγερή, με πόδι ως αγαλμάτου.

Κι εγώ ρουφούσα, όπως αυτός που τρέλα τον χτυπάει,

στα μάτια της, τεφρό ουρανό που θύελλες γεννάει,

μια γλύκα σαγηνευτική και μια ηδονή θανάτου.

Κάποια αστραπή… νύχτα μετά! – Διαβάτισσά μου ωραία,

που ξαφνικά στο βλέμμα σου ξανάνιωσα, για πε μου:

αλλού πια μόνο θα σε δω, σε κάποια ζωή νέα;

Αλλού, πολύ μακριά από δω! Αργά! Κι ίσως ποτέ μου!

Γιατί δεν ξέρω αν πουθενά θέλω πια σ’ ανταμώσει

ω, εσένα που που θ΄ αγάπαγα, ω εσύ, που το ‘χες νιώσει!

Πηγές: βικιπαιδεία / public-cyprus.com.cy