Κατερίνα Γώγου “Πάει, αυτό ήταν..”

“Πάει. Αυτό ήταν.
Χάθηκε η ζωή μου φίλε
μέσα σε κίτρινους ανθρώπους
βρώμικα τζάμια
κι ανιστόρητους συμβιβασμούς.
Άρχισα να γέρνω
σαν εκείνη την ιτιούλα
που σούχα δείξει στη στροφή του δρόμου.
Και δεν είναι που δεν θέλω να ζήσω.
Είναι το γαμώτο που δεν έζησα.
κι ούτε που θα σε ξαναδώ”

Κατερίνα Γώγου, στο δρόμο, “ΙΔΙΩΝΥΜΟ” 1978

Ένα πρόσωπο γλυκό, ένα χαμόγελο σπάνιο, μία καρδία με αγάπη, ένα μυαλό εύστροφο, μία ψυχή ασυμβίβαστη, μία πένα ξυράφι, μία γυναίκα παιδί, ένας άνθρωπος “αλλιώτικος”…

Τα φώναζε όλα, τα προσπάθησε, δεν άντεχε να βρει καναπέ να αράξει, ούτε καρέκλα να βολευτεί, όπως ο κόσμος είναι μαθημένος. Αγκάλιασε μα δεν αγκαλιάστηκε, έδωσε μα δε ζήτησε, φώναξε μα δεν ακούστηκε.. Υστεροφημικά έμεινε στις καρδιές μας, κάτι που αν γνώριζε δε ξέρω αν θα τη χαροποιούσε, καθώς έψαχνε απόκριση στα λόγια και τις μάχες της όσο ζούσε, μα δε τα βρήκε παρά στο “περιθώριο”, όπου και ένιωσε οικεία.

Οι φίλοι της μαύρα πουλια που τη φοβήθηκαν γιατί μακρύνανε τα νύχια της.. Νύχια που γδέρναν για να προλάβουνε τη σήψη.. μάταια.  Οι φίλες της σύρματα τεντωμένα στις ταράτσες παλιών σπιτιών, στη Πατησίων που περπατούσε ολημερις κοιτάζοντας ανθρώπους σκυθρωπούς πάνω κάτω.. μάταια. Αν ήταν σήμερα στη γειτονιά σου η Κατερίνα θα κέρναγες ένα καφέ μιλώντας για τον Πόε; Θα κάπνιζες ένα τσιγάρο ακούγοντας Pink Floyd; Θα άκουγες τα όνειρα, τους φόβους, τις ευχές της; Αν δεν την ήξερες σαν σήμερα θα τη κοιτούσες μες τα μάτια για να δεις; Η Κατερίνα δεν είναι εδώ. Ειναι όμως τόσοι άλλοι άνθρωποι.. Είμαστε εγώ και εσύ.. Σήκωσε το κεφάλι. Κοίτα…

Οι ποιητές των Εξαρχείων

Ο Δημήτρης Πουλικάκος σε συνέντευξή του έχει πει για ‘κείνη: “Εμφανίζονται διαχρονικά κάποιες ψυχές που γίνονται η υποσυνείδητη συνείδησή μας. Που λειτουργούν ενορατικά, βλέπουν μελλούμενα που ο μέσος άνθρωπος δεν αντιλαμβάνεται παρά μόνο σαν φάει το παλούκι! Τέτοια ήταν η Κατερίνα. Τόσο εκείνη όσο κι ο Παύλος, καθώς και ο Άσιμος, οι Εξαρχειώτες άγιοι που λέμε, φύγανε νωρίς. Δεν έζησαν όσο επιτρέπει η στατιστική, γλίτωσαν όμως την παρακμή.Ήταν όλοι τους ιδιότροπα, ευάλωτα άτομα. Δεν είχαν το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, ούτε ήταν ικανοί να δαγκώνουν –απλώς προσποιούνταν ότι το κάνουν-, γι’ αυτό και δεν επέζησαν. Άφησαν όμως άξια παρακαταθήκη.”

“Εντάξει δε κλαίμε..

μεγαλώσαμε.

μόνο όταν βρέχει…”

Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου του 1940, σπούδασε στη δραματική σχολή του Τάκη Μουζενίδη και στις σχολές χορού των Πράτσικα, Ζουρούδη και Βαρούτη και από μικρή παραδόθηκε στο θεατρικό σανίδι και τα κινηματογραφικά πλατό –ήταν μόλις 12 ετών όταν έκανε το ντεμπούτο της στη μεγάλη οθόνη στο έργο του Αλέκου Σακελλάριου, “Ο Άλλος”. Eμφανίστηκε ως δευτεραγωνίστρια σε επιτυχίες δίπλα από τις Αλίκη Βουγιουκλάκη (“Το Ξύλο Βγήκε από τον Παράδεισο”) & Τζένη Καρέζη (“Mια τρελή, τρελή οικογένεια”) και το 1977 κέρδισε το βραβείο ερμηνείας Α΄ Γυναικείου Ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για το ρόλο της στην ταινία “Βαρύ Πεπόνι” του σκηνοθέτη και συζύγου της, Παύλου Τάσιου. Συνεργάζονται ξανά στην πολυβραβευμένη “Παραγγελιά” το 1980 και τα μελοποιημένα ποιήματα της “ντύνουν” την ταινία ορόσημο της δεκαετίας. Η Γώγου ήταν επαναστάτρια του λόγου. Ο κινηματογράφος ήταν μία μόνο από τις τέχνες της, η ίδια ανάσαινε σε σημεία στίξεις και περιόδους, σε στίχους και ανήσυχες προτάσεις για μια Ελλάδα που άλλαζε μαζί της. Η Γώγου ασχολείται για τελευταία φορά με τον κινηματογράφο το 1984 στο “Όστρια” του Α. Θωμόπουλου. Η ίδια είχε γράψει μαζί του το βραβευμένο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης σενάριο της τελευταίας της ταινίας. Μετά είχε σειρά η ποίηση και ο πύρινος λόγος της που ακόμη στοιχειώνει τα Εξάρχεια.

Έφυγε στις 3 Οκτώβρίου του 1993 με κάτι χάπια για παρέα και μπόλικο αλκοόλ, μήπως δεν ήθελε να φύγει; Μήπως ήξερε πως ήταν μάταιο να μείνει;

Ας είναι..

“Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια. Στο μυαλό είναι ο στόχος…το νου σου ε!”

Πηγές: luben.tv, cnn.gr