Κική Δημουλά. Οδηγίες προς ναυτιλομένους ποιητές

Αγαπημένε αναγνώστη,

Είμαι σίγουρη πως αναρωτήθηκες πολλάκις πώς μπορείς να ακολουθήσεις ένα δρόμο στη ζωή, χωρίς τόσα προβλήματα. Χωρίς άγχος, χωρίς εγωισμό, χωρίς φόβο. Ένιωσες πολλές φορές τη δύναμη της αγάπης και σκέφτηκες πώς άραγε μπορείς να αιχμαλωτίσεις αυτό το συναίσθημα της ευφορίας ,της αγνότητας, της ευτυχίας. Η ζωή μας αγκαλιάζει προς κάθε κατεύθυνση και στόχος είναι να μένουμε ζωντανοί για να δούμε τι μας επιφυλλάσει το μέλλον. Μας διδάσκει να ξεπερνάμε τις αδυναμίες και να ανοίγουμε την πόρτα στον ορίζοντα.

Η Κική Δημουλά υπήρξε μια γυναίκα που μεγάλωσε δύσκολα, αγάπησε, πόνεσε, έκανε οικογένεια, πρόσφερε στα κοινά. Ένιωσε κάθε συναίσθημα και το γαλούχησε μέσα από τη γραφή της. Διαβάζοντας τα ποιήματα της, αποπνέει αυτή η αίσθηση πως την ήξερες, πως της είχες μιλήσει για σένα και τους προβληματισμούς σου. Εγώ έτσι ένιωσα και μέσα από την ποίηση της απορίες γεννήθηκαν. Έχουμε όλοι ένα ποιητή μέσα μας; Αν επιτρέψουμε στον καθρέφτη μας να μας μιλήσει θα μπορέσουμε να νικήσουμε το φόβο;

Οδηγίες προς ναυτιλομένους ποιητές.

Άσε τον εαυτό σου ελεύθερο και γράψε. Δε χρειάζεσαι καθοδήγηση για το σωστό τρόπο. Τον τρόπο θα σου τον δείξουν οι λέξεις, το μεγαλείο τους. Κάθε λέξη που αισθάνεσαι, μαγικά θα σε οδηγήσει στην επόμενη και κάπου στη μέση, θα αγαπήσεις. Κάπου στη μέση θα αγαπηθείς.

Η Κική Δημουλά αυτό κατάφερε.

ΓΗ ΤΩΝ ΑΠΟΥΣΙΩΝ

Τώρα θὰ κοιτάζεις μία θάλασσα.

Ἡ διάθεση νὰ σὲ ἐντοπίσω
στὴ συστρεφόμενη ἐντός μου γῆ τῶν ἀπουσιῶν
ἔτσι σὲ βρίσκει:
πικρὴ παραθαλάσσια ἀοριστία.

Ἐκεῖ δὲν ἔχει ἀκόμα νυχτώσει
κι ἂς νύχτωσε τόσο ἐδῶ
τῶν τόπων οἱ κρίσιμες ὧρες
σπάνια συμπίπτουν.
Κάτι σὰν φῶς καὶ οὔτε φῶς,
ἡ ὥρα τοῦ ἑαυτοῦ σου ἔχει πέσει.

Χορεύουν φύκια
κάτω ἀπ᾿ τὸ τζάμι τοῦ νεροῦ.
Τὰ ρηχά, ἔχουν κι αὐτὰ
τὰ βάσανά τους καὶ τὰ γλέντια τους.

Τώρα θὰ ἔχουν λύσει τὰ μαλλιά τους
οἱ ἁγνὲς ἡσυχίες τριγύρω
μὲ τὴ σιωπή σου θὰ τὶς κάνεις
γυναῖκες σου ἐκπληρωμένες.
Ξαπλώνουν δίπλα σου.
Ἡ σκέψη σου στερεώνει σκαλοπάτια στὸν ἀέρα
κι ἀνεβαίνει. Σὲ κρατάει στὸ ράμφος της.
Ποῦ ξέρω ἐγὼ τὰ εὐαίσθητα σημεῖα τοῦ πελάγους
γιὰ νὰ σὲ καταλάβω;

Θὰ κοιτάζεις μία ἔρημη θάλασσα.
Τὸ βλέμμα σου δὲν παραλλάζει
ἀπὸ πλαγιὰ ποὺ γλυκὰ
καὶ μ᾿ ἀνακούφιση σκουραίνει
κατρακυλώντας μὲς στὴν ἀπομάκρυνση.
Ἀναπνέεις μὲ τὸ στέρνο τῶν μακρινῶν ἠρεμιῶν,
ποὺ ἔχω γι᾿ αὐτὲς διαβάσει
στοὺς πολύτομους κόπους ποὺ ἔδεσα.
Σ᾿ ἕνα ἀβαθῆ σου στεναγμὸ βούλιαξε ἕνα βαπόρι.
Δὲν θὰ ἤτανε βαπόρι. Θὰ ἤτανε σκιάχτρο
στὰ ὑγρὰ περβόλια τῆς φυγῆς
νὰ μὴν πηγαίνουν οἱ διαθέσεις
νὰ τὴν τσιμπολογᾶνε.

Ἡ τερατώδης τοῦ πελάγους δυνατότητα,
ἡ κίνηση τοῦ πλάτους,
φθάνει στὰ πόδια σου ἀφρός,
ψευτοεραστὴς στὰ πρῶτα βότσαλα.
Τοὺς σκάει ἕνα φιλὶ καὶ ξεμεθάει.


Τώρα, θὰ σοῦ ἔχουν πεῖ ὅ,τι εἶχαν νὰ σοῦ ποῦν
Οἱ ἀναδιπλώσεις τῶν κυμάτων
καὶ θὰ ἐπιστρέφεις κάπου.
Θὰ παίρνεις κάποιο χωματόδρομο,
μιὰ ἄλλη ἅπλα,
ἀλλοῦ γυμνὴ κι ἀλλοῦ ντυμένη μὲ βλάστηση.

Ἡ σκέψη σου, μετὰ ἀπὸ τόση θάλασσα,
κατέβηκε ἀπὸ γλάρος,
βάζει τὸ δέρμα τῆς προσαρμογῆς καὶ χάνεται.
Ὅπου εἶναι θάμνος, πράσινη
ὅπου σκοτεινό, σκοτεινή.
Ἐκεῖ ποὺ οἱ καλαμιὲς σπέρνουν ψιθύρους,
ψιθυριστή,
ὅπου περνάει ρίζα, ριζωμένη
ὅπου κυλάει ρυάκι, ρέουσα
κι ὅπου δαγκώνει ἡ πέτρα, πέτρινη.

Στὴν ψυχή σου δὲν φθάνει κανεὶς
οὔτε διὰ ξηρᾶς οὔτε διὰ θαλάσσης.

Αὐτὸ τὸ δισκίο,
τὸ ἀκουμπισμένο στὸ μαῦρο ἀτμοσφαιρικὸ τραπέζι,
ποὺ τὸ περνᾷς κι ἐσύ, ὅπως κι οἱ ἄλλοι, γιὰ φεγγάρι,
ἄσ᾿ το, δὲν εἶναι φεγγάρι.
Εἶναι τὸ βραδινό μου χάπι
τὸ ψυχοτρόπο.

«Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα».

Κική Δημουλά (Αθήνα, 6 Ιουνίου 1931 – Αθήνα, 22 Φεβρουαρίου 2020)