“Τι θα πει ευτυχία; Να ζει όλες τις δυστυχίες. Τι θα πει φως; Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια.”

 “Δεν ελπίζω, τίποτε, δεν φοβάμαι τίποτε, είμαι λέφτερος”.

Αυτό που γράφεται στο τάφο του Νίκου Καζαντζάκη, το είχε ζητήσει ο ίδιος πριν φύγει από τη ζωή στις 26 Οκτωβρίου του 1957. Έφυγε άραγε “λέφτερος”; Ο άνθρωπος που προχώρησε τον τόπο μας ένα βήμα παραπέρα, η ψυχή που πάλεψε και δεν εγκατέλειψε ποτέ, ο σύντροφος που θα έψαχνες να πορευτείς στο πνεύμα και να ανοίξεις τα φτερά σαν το πουλί για να πετάξεις. Και πάλι σαν πουλί θα γύρευες τον κόπο και τον αγώνα στη ζωή, την όρεξη να φτάσεις πιο ψηλά ως την ώρα που τα φτερά θα σε προδώσουν. Το σθένος να πας ωσπου μπορείς να φτάσεις δίχως δεσμά, δίχως αδυναμίες και φόβους, δίχως παράπονα και ελπίδες. Μονο έτσι μπορείς να είσαι ελεύθερος.

Μέσα από το έργο του ο μεγάλος συγγραφέας θα σε βοηθουσε. Να βρεις τον εαυτό σου και να ανακαλύψεις τη δύναμη που μόνο εσύ έχεις, τη δύναμη που μπορείς να χειρίζεσαι σωστα, με σύνεση και να την μεταλαμπαδεύσεις σε όσους είναι δίπλα σου και εσύ εισαι εκεί γι’αυτους. Πάντα να είσαι εκεί γι’αυτούς γιατι οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο. Απ΄τους ανθρώπους μπορούμε να στηριχτούμε και να προχωρήσουμε, να δημιουργήσουμε και να διατηρήσουμε τα κεκτημένα που παραλάβαμε. Να ετοιμάσουμε τα νέα ή έστω όσα μπορούν να γίνουν νέα. Να αγαπάμε και να αγαπιόμαστε, να σεβαστούμε το θείο δώρο που μας δόθηκε και να τιμούμε τη ζωή χωρίς απαίτηση για αντάλλαγμα. Δεν είναι ανάγκη μας οι απαιτήσεις από τους άλλους, είναι όμως υποχρέωση μας να δίνουμε όσα μπορούμε σα μονάδες. Αν καταφέρουμε κάτι σα μονάδες θα γίνει σύνολο κι ύστερα θα ανοίξει δρόμο για όλους. Μα ψάξε! Ψάξε πρώτα τη δική σου δύναμη να σταθείς στα πόδια σου μαχητής και με τα σωστά εφόδια που τα χει η φύση σου, πολέμα! Το όπλο είναι η Αγάπη, όχι ο φόβος. Και ξέρεις που βρίσκεται η αγάπη. Και ο Νικος Καζαντζάκης ήξερε και πίστευε σε αυτήν. Πίστευε στη δύναμη της αγάπης του ανθρώπου στο Θεό και του Θεού στον ανθρωπο. Φώναζε όμως πως η αγάπη αυτή θέλει αγώνα, θέλει πίστη και σθένος, θέλει κόπο από τον άνθρωπο να πλησιάσει, θέλει κάλεσμα στο Θεό να βρει μια πόρτα ανοιχτή.

Πίστευε πολύ στον άνθρωπο-σε αυτό θα μπορούσα να τον παρομοιάσω με το Νίτσε- και ήξερε πως η δύναμή του είναι αυτή που μπορεί να τα καταφέρει ή να τα καταστρέψει όλα. Προσπάθησε να προσεγγίσει την ψυχή του ανθρώπου, φέρνοντας το Θεό στα μέτρα του, θέλοντας να δείξει πως χωρίς τη δύναμη του, ο Ίδιος δεν μπορεί να υπάρξει, να σταθεί, να αγαπηθεί. Αλίμονο αν δε καταλάβει ο άνθρωπος πως η Αγάπη είναι ο δρόμος και ο Θεός μόνο αγάπη είναι.

ΑΣΚΗΤΙΚΗ

Πρόλογος
Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.
Ευθύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή, ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός, κάθε στιγμή πεθαίνουμε.

Γι αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος.
Μα κι ευθύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή, κάθε στιγμή γεννιόμαστε.
Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.
Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν:
α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία
β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο….

ΠΡΩΤΟ ΧΡΕΟΣ
…Μα εγώ, ο Νους, με υπομονή, με αντρεία, νηφάλιος μέσα στον ίλιγγο, ανηφορίζω. Για να μην τρεκλίσω να γκρεμιστώ, στερεώνω απάνω στον ίλιγγο σημάδια, ρίχνω γιοφύρια, ανοίγω δρόμους, οικοδομώ την άβυσσο.
Αργά, με αγώνα, σαλεύω ανάμεσα στα φαινόμενα που γεννώ, τα ξεχωρίζω βολικά, τα σμίγω με νόμους και τα ζεύω στις βαριές πραχτικές μου ανάγκες.Βάνω τάξη στην αναρχία, δίνω πρόσωπο, το πρόσωπο μου, στο χάος.
Δεν ξέρω αν πίσω από τα φαινόμενα ζει και σαλεύει μια μυστική, ανώτερη μου ουσία. Κι ούτε ρωτώ δε με νοιάζει.
Γεννοβολώ τα φαινόμενα, ζωγραφίζω με πλήθια χρώματα φανταχτερά, γιγάντιο ένα παραπέτασμα μπροστά από την άβυσσο. Μη λες: «Αναμέρισε το παραπέτασμα, να δω την εικόνα!» Το παραπέτασμα, αυτό είναι η εικόνα.
Είναι ανθρώπινο έργο, πρόσκαιρο, παιδί δικό μου, το βασίλειο μου ετούτο. Μα είναι στέρεο, άλλο στέρεο δεν υπάρχει, και μέσα στην περιοχή του μονάχα μπορώ γόνιμα να σταθώ, να χαρώ και να δουλέψω.
Είμαι ο αργάτης της άβυσσος. Είμαι ο θεατής της άβυσσος. Είμαι η θεωρία κι η πράξη.
Είμαι ο νόμος. Όξω από μένα τίποτα δεν υπάρχει….

ΔΕΥΤΕΡΟ ΧΡΕΟΣ
Ψυχανεμίζουμαι πως κι η μαχόμενη ουσία πολεμάει πίσω από τα φαινόμενα να σμίξει με την καρδιά μου. Μα το σώμα στέκεται ανάμεσα και μας χωρίζει. Ο νους στέκεται ανάμεσα και μας χωρίζει.
Ποιο είναι το χρέος μου;
Να συντρίψω το σώμα, να χυθώ να σμίξω με τον Αόρατο. Να σωπάσει ο νους, ν’ ακούσω τον Αόρατο να φωνάζει.
Περπατώ στ’ αφρόχειλα της άβυσσος και τρέμω. Δυο φωνές μέσα μου παλεύουν.
O νους: «Γιατί να χανόμαστε κυνηγώντας το αδύνατο; Μέσα στον ιερό περίβολο των πέντε αιστήσεων χρέος μας ν’ αναγνωρίσουμε τα σύνορα του ανθρώπου.»
Μα μια άλλη μέσα μου φωνή, ας την πούμε έχτη δύναμη, ως την πούμε καρδιά, αντιστέκεται και φωνάζει:
«Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν’ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου!
Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!»

ΤΡΙΤΟ ΧΡΕΟΣ
…Η καρδιά δε βολεύεται. Χέρια χτυπούν απόξω από τη φυλακή της, φωνές ερωτικές αφουγκράζεται στον αγέρα κι η καρδιά, γιομάτη ελπίδα, αποκρίνεται τινάζοντας τις αλυσίδες και σε μιαν αστραπή της φαίνεται πως έγιναν οι αλυσίδες φτερούγες.
Μα γρήγορα η καρδιά πέφτει πάλι αιματωμένη, έχασε πάλι την ελπίδα και την ξαναπιάνει ο Μέγας Φόβος.
Καλή η στιγμή, παράτα πίσω σου το νου και την καρδιά, τράβα μπροστά, κάμε το τρίτο βήμα.
Γλίτωσε από την απλοϊκή άνεση του νου που βάνει τάξη κι ελπίζει να υποτάξει τα φαινόμενα. Γλίτωσε από τον τρόμο της καρδίας που ζητάει κι ελπίζει να βρει την ουσία.
Νίκησε το στερνό, τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα. Τούτο είναι το τρίτο χρέος…
Χρέος σου, ήσυχα, χωρίς ελπίδα, με γενναιότητα, να βάνεις πλώρη κατά την άβυσσο. Και να λες: Τίποτα δεν υπάρχει!
Τίποτα δεν υπάρχει! Μήτε ζωή, μήτε θάνατος. Κοιτάζω την ύλη και το νου σα δυο ανύπαρχτα ερωτικά φαντάσματα να κυνηγιούνται, να σμίγουν, να γεννούν και ν’ αφανίζουνται, και λέω: «Αυτό θέλω!»
Ξέρω τώρα δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος. Αυτό θέλω. Δε θέλω τίποτα άλλο. Ζητούσα ελευτερία….

Α’ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙ: ΕΓΩ
…Χρέος έχεις και μπορείς στο δικό σου τον τομέα να γίνεις ήρωας. Αγάπα τον κίντυνο. Τι είναι το πιο δύσκολο; Αυτό θέλω!
Ποιο δρόμο να πάρεις; Τον πιο κακοτράχαλον ανήφορο. Αυτόν παίρνω κι εγώ ακλούθα μου!
Να μάθεις να υπακούς. Μονάχα όποιος υπακούει σε ανώτερο του ρυθμό είναι λεύτερος.
Να μάθεις να προστάζεις. Μονάχα όποιος μπορεί να προστάζει είναι αντιπρόσωπος μου απάνω στη γης ετούτη.
Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες:
Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω.
Ν’ αγαπάς τον καθένα ανάλογα με τη συνεισφορά του στον αγώνα. Μη ζητάς φίλους να ζητάς συντρόφους! …

Γ’ Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ
…Τρέχουμε. Ξέρουμε πώς τρέχουμε να πεθάνουμε, μα δεν μπορούμε να σταματήσουμε. Τρέχουμε.
Μια λαμπάδα κρατούμε και τρέχουμε. Το πρόσωπο μας, μια στιγμή, φωτίζεται μα βιαστικά παραδίνουμε τη λαμπάδα στο γιο μας κι ευτύς σβήνουμε, κατεβαίνουμε στον Άδη.
Η μάνα κοιτάει μπροστά, κατά την κόρη η κόρη κοιτάει κι αυτή μπροστά, πέρα από του αντρός της το κορμί, κατά το γιο να πώς πορεύεται στη γης ετούτη ο Αόρατος.
… Περιμάζωξε στην καρδιά σου όλες τις τρομάρες, ανασύνθεσε όλες τις λεπτομέρειες. Ένας κύκλος είναι η λύτρωση κλείσε τον!
Τι θα πει ευτυχία; Να ζει όλες τις δυστυχίες. Τι θα πει φως; Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια.
Είμαστε ένα γράμμα ταπεινό, μια συλλαβή, μια λέξη από τη γιγάντια Οδύσσεια. Είμαστε βυθισμένοι σ’ ένα γιγάντιο τραγούδι και λάμπουμε όπως λάμπουν τα ταπεινά χοχλάδια όσο είναι βυθισμένα στη θάλασσα.
Ποιο είναι το χρέος μας; Ν’ ανασηκώσουμε το κεφάλι από το κείμενο, μια στιγμή, όσο αντέχουν τα σπλάχνα μας, και ν’ αναπνέψουμε το υπερπόντιο τραγούδι.
Να σμίξουμε τις περιπέτειες, να δώσουμε νόημα στο ταξίδι, να παλεύουμε ακατάλυτα με τους ανθρώπους, με τους θεούς και με τα ζώα, κι αργά, υπομονετικά, να μολώνουμε μέσα στα φρένα μας, μελούδι από το μελούδι μας, την Ιθάκη…

Η ΣΙΓΗ

…. Πώς μπορείς να φτάσεις στο σπλάχνο της Άβυσσος και να την καρπίσεις; Αυτό δεν μπορεί να ειπωθεί, δεν μπορεί να στριμωχτεί σε λόγια, να υποταχτεί σε νόμους καθένας έχει και τη λύτρωση τη δική του, απόλυτα ελεύτερος.
Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει Λυτρωτής που ν’ ανοίξει δρόμο. Δρόμος ν’ ανοιχτεί δεν υπάρχει.
Καθένας, ανεβαίνοντας απάνω από τη δική του κεφαλή, ξεφεύγει από το μικρό, όλο απορίες μυαλό του.
Μέσα στη βαθιά Σιγή, όρθιος, άφοβος, πονώντας και παίζοντας, ανεβαίνοντας ακατάπαυτα από κορυφή σε κορυφή, ξέροντας πως το ύψος δεν έχει τελειωμό, τραγουδά, κρεμάμενος στην άβυσσο,
το μαγικό τούτο περήφανο ξόρκι:

ΠΙΣΤΕΥΩ Σ’ ΕΝΑ ΘΕΟ, ΑΚΡΙΤΑ, ΔΙΓΕΝΗ, ΣΤΡΑΤΕΥΟΜΕΝΟ,
ΠΑΣΧΟΝΤΑ, ΜΕΓΑΛΟΔΥΝΑΜΟ, ΟΧΙ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟ,
ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ ΣΤ’ ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΣΥΝΟΡΑ, ΣΤΡΑΤΗΓΟ
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΦΩΤΕΙΝΕΣ ΔΥΝΑΜΕΣ, ΤΙΣ
ΟΡΑΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΟΡΑΤΕΣ.
ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤ’ ΑΝΑΡΙΘΜΗΤΑ, ΕΦΗΜΕΡΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΠΟΥ
ΠΗΡΕ Ο ΘΕΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ ΞΕΚΡΙΝΩ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ
ΑΠΑΥΤΗ ΡΟΗ ΤΟΥ ΤΗΝ ΑΚΑΤΑΛΥΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ.
ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΟΝ ΑΓΡΥΠΝΟ ΒΑΡΥΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ, ΠΟΥ
ΔΑΜΑΖΕΙ ΚΑΙ ΚΑΡΠΙΖΕΙ ΤΗΝ ΥΛΗ ΤΗ ΖΩΟΔΟΧΑ ΠΗΓΗ
ΦΥΤΩΝ, ΖΩΩΝ ΚΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ.
ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΤΟ ΧΩΜΑΤΕΝΙΟ
ΑΛΩΝΙ, ΟΠΟΥ ΜΕΡΑ ΚΑΙ ΝΥΧΤΑ ΠΑΛΕΥΕΙ Ο ΑΚΡΙΤΑΣ ΜΕ ΤΟ
ΘΑΝΑΤΟ.
«ΒΟΗΘΕΙΑ!» ΚΡΑΖΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ. «ΒΟΗΘΕΙΑ!» ΚΡΑΖΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ,
ΚΙ ΑΚΟΥΩ.
ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΚΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΚΙ ΟΙ ΡΑΤΣΕΣ ΟΛΕΣ,
ΚΙ ΟΛΗ Η ΓΗΣ, ΑΚΟΥΜΕ ΜΕ ΤΡΟΜΟ, ΜΕ ΧΑΡΑ, ΤΗΝ ΚΡΑΥΓΗ
ΣΟΥ.
ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΑΚΟΥΝ ΚΑΙ ΧΥΝΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΣΕ
ΛΥΤΡΩΣΟΥΝ, ΚΥΡΙΕ, ΚΑΙ ΛΕΝ: «ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΥ ΜΟΝΑΧΑ
ΥΠΑΡΧΟΥΜΕ.»
ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΣΕ ΛΥΤΡΩΣΑΝ, ΣΜΙΓΟΥΝ ΜΑΖΙ ΣΟΥ, ΚΥΡΙΕ,
ΚΑΙ ΛΕΝ: «ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΥ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΑ.»
ΚΑΙ ΤΡΙΣΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΚΡΑΤΟΥΝ, ΚΑΙ ΔΕ ΛΥΓΟΥΝ, ΑΠΑΝΩ
ΣΤΟΥΣ ΩΜΟΥΣ ΤΟΥΣ, ΤΟ ΜΕΓΑ, ΕΞΑΙΣΙΟ, ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΟ
ΜΥΣΤΙΚΟ:
ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΑ ΤΟΥΤΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ!

Απόσπασμα από την Ασκητική του Νίκου Καζαντζάκη

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:

Κορυφαία μορφή της ελληνικής λογοτεχνίας. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1883. Σπούδασε νομικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας τις οποίες και συνέχισε στο Παρίσι ενώ γνώριζε την Γαλλική και την ιταλική γλώσσα. Μελετητής της φιλοσοφίας του Νίτσε άρχισε να γράφει από την περίοδο που ήταν φοιτητής στο Παρίσι.Πολυγραφότατος ασχολήθηκε με όλα τα είδη της λογοτεχνίας και έκανε εκπληκτικές μεταφράσεις ξένων συγγραφέων. Την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Καζαντζάκης γνώρισε σε ένα λιγνιτωρυχείο στη Μάνη τον Αλέξη Ζορμπά, τον περήφανο έλληνα που έγινε πρωταγωνιστής του διάσημου πλέον μυθιστορήματος του. Στη συνέχεια ταξίδεψε στην Γερμανία και την Ιταλία γιά να επιστρέψει στην Κρήτη πέντε χρόνια μετά.Κατά την περίοδο του ταξιδιού του ασπάζεται τον βουδισμό και ξεκινά να γράφει την “Ασκητική” του. Το “Πιστεύω” του γιά τον άνθρωπο, την πορεία του προς το θάνατο και την σχέση του με το Θεό. Επιστρέφοντας στο Ηράκλειο αρχίζει να γράφει την “Οδύσσεια”. Ένα έπος που περιλαμβάνει 24 ραψωδίες και που του πήρε 14 χρόνια γιά να το ολοκληρώσει. Η Οδύσσεια του Καζαντζάκη ξεκινά από εκεί που σταματά η Οδύσσεια του Ομήρου. Σ’ αυτήν ξεδιπλώνει την κοσμοθεωρία του, ο Οδυσσέας του Καζαντζάκη δεν ελπίζει τίποτα , δεν φοβάται τίποτα , είναι ελεύθερος. Μετά την ολοκλήρωση του γιγαντιαίου αυτού έργου ο συγγραφέας ταξίδεψε στη Γαλλία, την Κίνα ,την Ιαπωνία και την Ισπανία.Κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου γράφει το πασίγνωστο “Ο Βίος και η Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά”. Ακολούθησαν τα : “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”, “Καπετάν Μιχάλης”, “Οι αδερφοφάδες”, “Αναφορά στο Γκρέκο”, “Χριστόφορος Κολόμβος”.Τα έργα του έχουν μεταφραστεί στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου και έχουν γνωρίσει τεράστια επιτυχία.Είχε όμως και αρκετούς επικριτές. Χαρακτηριστικό είναι το ότι η Ορθόδοξη και η Καθολική εκκλησία είχαν ζητήσει τον διωγμό του. Ο Νίκος Καζαντζάκης είχε διατελέσει υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Σοφούλη και είχε διοριστεί Γενικός Γραμματέας του Μορφωτικού Συμβουλίου της Ουνέσκο στο Παρίσι. Πέθανε στην Γερμανία το 1957. Ενταφιάστηκε στο Ηράκλειο Κρήτης και στον τάφο του υπάρχει χαραγμένη η φράση: “Δεν ελπίζω, τίποτε, δεν φοβάμαι τίποτε, είμαι ελεύθερος”.