Η αξιοθαύμαστη δύναμη στα λόγια του Ντίνου Χριστιανόπουλου

Ντίνος Χριστιανόπουλος. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου και μένει μέχρι σήμερα. Την παρρησία και το θάρρος της γνώμης, βρίσκουμε στα λόγια του. Ο λόγος του, χωρίς υπερβολές, μαγνητίζει τόσο που ξεκινάς κάτι δικό του να διαβάζεις και δε θέλεις να σταματήσεις. Κάτι που συμβαίνει ακόμα και στις συνεντεύξεις που έχει δώσει…

Τρία ποιήματα του:

Επικίνδυνη μοναξιά

Ὅταν τὶς νύχτες τριγυρνῶ στὴ μοναξιά μου,
ψάχνω μέσ᾿ σὲ χιλιάδες πρόσωπα νὰ βρῶ
ἐκεῖνο τὸ τρεμούλιασμα στὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ σου.

Ἂν ἔστω κι ἕνας μόνο ἀπηχοῦσε
κάτι ἀπ᾿ τὴ δική σου ὀμορφιά,
θὰ τοῦ ῾λεγα: -«Λοιπόν, τί περιμένεις;
μὲ τὰ καρφιὰ τῶν παπουτσιῶν σου κάρφωσέ με».

καὶ δὲ θὰ καρτεροῦσα πιὰ γλυκὸ φιλὶ
οὔτε μία τρυφερὴ περίπτυξη.

Εκείνοι που μας παίδεψαν

Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν μέσα μας πιὸ πολύ,
ὅμως ἡ δική σου τρυφερότητα πόσο καιρὸ ἀκόμα θὰ βαστάξει;
Ὅ,τι μᾶς γλύκανε, τὸ ξέπλυνε ὁ χρόνος κι ἡ συναλλαγή,
ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς χαμογέλασαν βουλιάξαν σὲ βαθιὰ πηγάδια
καὶ μείναν μόνο κεῖνοι ποὺ μᾶς πλήγωσαν,
ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνήθηκαν νὰ τοὺς ὑποταχτοῦμε.
Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν πιὸ πολύ…

Τί να τα κάνω τα τραγούδια σας

Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας
ποτὲ δὲ λένε τὴν ἀλήθεια
ὁ κόσμος ὑποφέρει καὶ πονᾷ
κι ἐσεῖς τὰ ἴδια παραμύθια

Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας
εἶναι πολὺ ζαχαρωμένα
ταιριάζουν σὲ σοκολατόπαιδα
μὰ δὲ ταιριάζουνε γιὰ μένα

Μερικές απαντήσεις του από συνέντευξη του το 2013 (Διαβάστε όλη τη συνέντευξη εδώ

Κατά τη γνώμη σας θα έπρεπε να μη διδάσκεται καθόλου η ποίηση;

Αυτό θα ήταν το καλύτερο. Ένας φίλος μου καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, στη Φιλοσοφική, δίδασκε επί ένα εξάμηνο ένα ποιήμά μου. Πήγα λοιπόν και του είπα: «Σε παρακαλώ πολύ, πάψε να το διδάσκεις. Θέλεις να μου το καταστρέψεις; Όχι μόνο το ποίημα, αλλά και τους φοιτητές σου!». Γιατί βέβαια οι φοιτητές που θα τους πει «ελάτε να σας εξετάσω σε αυτό το ποίημα», θα με μισήσουν. Δεν ξέρω τι έκανε, πάντως μετά το εξάμηνο αυτό εξαφανίστηκε η διδασκαλία κι εγώ πια είμαι… ευτυχεσμένος.

Ευτυχεσμένος;! (γέλια)

Τη σημερινή νεολαία την ξέρετε καθόλου; Έχετε καμιά επαφή;

Τι να σας πω; Περνούσα προχτές από την παραλία και είδα μερικούς νεαρούς που είχαν τα πόδια τους επάνω στην καρέκλα και ξύναν τ’ αρχίδια τους. Κι ενώ τα έξυναν εμφανώς, λένε σε μια γκαρσόνα «φέρε μας ένα φραπέ!». Αλίμονο, λείπει το φιλότιμο! Αλλά έχω μια μεγάλη παρηγοριά. Για ποια νεολαία μιλάμε; Και με ποιο δικαίωμα μιλάμε για τη νεολαία σαν σύνολο; Μπορείς να ξέρεις πόσοι νεαροί είναι κρυμμένοι σ’ ένα δωμάτιο, δεν ξύνουν τ’ αρχίδια τους και είναι πάρα πολύ σεμνοί; Δεν μπορείς!

Εμείς παίρνουμε πολλά γράμματα από τέτοια παιδιά. Mας λένε ότι νιώθουν μόνα. Τι συμβουλή θα τους δίνατε;

Τίποτα! Να συνεχίσουν τον μονήρη βίο. Θα τους βγει σε καλό.

Θέλουν όμως ν’ αγαπήσουν και ν’ αγαπηθούν! Δε θέλουν να συνεχίσουν να μένουν μόνα!

Μα το ένα δεν αίρει το άλλο. Δεν χρειάζεται να βγαίνεις με θορυβώδεις παρέες και να λες ότι είσαι μοντέρνος ή αναρχικός. Τίποτα να μην είσαι! Μόλις βάζεις ταμπέλα, αμέσως αυτοεξευτελίζεσαι. Τα παιδιά αυτά λοιπόν κάνουν καλά τη δουλειά τους, κάθονται σ’ ένα γραφείο, διαβάζουν, γράφουν, ακούν μουσική -είναι ό,τι καλύτερο. Και θα έρθει κι ο έρωτας.

Τον θάνατο τον φοβάστε;

Όχι. Γιατί να τον φοβάμαι; Πρέπει να καταλάβεις ότι υπάρχουν δύο πράγματα. Το ένα είναι το φθαρτό μας σώμα, το άλλο είναι το έργο μας. Το φθαρτό κορμί άστο. Έτσι κι αλλιώς είναι φθαρτό, θα κλατάρει, θα εξαφανιστεί. Το έργο όμως είναι κάτι άπιαστο, θα ζήσει και μετά. Λοιπόν, γιατί να φοβηθώ; Αντίθετα, ξέρω πολλούς που τα κλάνουν και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί. Τόσος καημός πια; Για τι πράγμα; Για να συνεχίσουν να γαμούνε; Φουκαράδες μου!

Τι είναι το πιο προσβλητικό που σας έχουν πει;

Μου ‘χουν πει τόσα πολλά που δεν ιδρώνει πια το αυτί μου με τίποτα. Οι εχθροί, όσο πιο πολύ ταλέντο βλέπουν να έχεις, τόσο λυσσιάζουν να σε φάνε. Δεν ξέρεις οι ομότεχνοι τι φίδια κολοβά είναι!

Είστε εκδικητικός άνθρωπος;

Στην αρχή λέω να τους τρίψω λιγάκι τη μούρη. Μετά μού περνάει.

Το «σ’ αγαπώ» το έχετε πει;

Το ‘χω πει μια-δυο φορές. Και τι έγινε; Είναι βλακεία.

Γιατί είναι βλακεία;

Καθετί που αισθανόμαστε και δεν λέμε, είναι απείρως πιο σοβαρό από αυτό που λέμε. Αν αισθάνεσαι για κάποιον αγάπη, δε χρειάζεται να σαλιαρίζεις και να του λες «Ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ; Λιώνω για σένα!».

Ε τώρα πηγαίνετε στο άλλο άκρο!

Άντε καημένε! Να μάθετε να είστε συγκρατημένοι. Εγώ τέτοια πράγματα δεν τα καταδέχομαι γιατί αισθάνομαι τη γελοιότητα του θέματος. Με ανθρώπους που αγαπούσα λέγαμε τα πάντα εκτός απ’ αυτό. Και έτσι υπήρχε ισορροπία. Αλλιώς ξέρεις τι γίνεται; Έχω πέντε γάτες -δεν τις είδατε, είναι μέσα στην κουζίνα. Αυτά είναι χαριτωμένα γατάκια, μικρά, ωραία… μ’ αγαπούν, τ’ αγαπώ. Εάν τα χαϊδέψω, την επομένη γίνονται τέρατα. Έτσι κι ο άνθρωπος. Έχω γράψει ένα ποίημα που λέω: «Όσο σε λατρεύω, τόσο διαφθείρεσαι. Κάτι ξέραν οι αρχαίοι, που λάτρευαν αγάλματα». Διότι το άγαλμα, βέβαια, δεν μπορεί να έχει αντιδράσεις, ενώ ο ζωντανός έτσι και πέσεις στα γόνατά του, νομίζει πια ότι έγινε θεός. Γιατί λοιπόν να συμβάλεις στη διαφθορά του άλλου; Ποτέ, ποτέ!

Και πώς εκφράζατε την αγάπη σας σ’ αυτούς που αγαπούσατε;

Τίποτα! Η χαρά μου ήταν να τους βλέπω. Έρχονταν εδώ, κάθονταν στη θέση σου, μιλούσαμε, πες εσύ, πες εγώ… κι εγώ πια ένιωθα ευτυχεσμένος. Δεν έλεγα «σε λατρεύω». Το βούλωνα και, δόξα τω Θεώ, δεν το μετάνιωσα ποτέ… Δεν σας το λέω σαν συμβουλή αυτό, σας το λέω σαν εξομολόγηση. Από κει και πέρα, εσείς κόψτε το λαιμό σας.

Και το κείμενο του που θίγει μια μεγάλη αλήθεια

Κουλτουριάρηδες είναι οι διανοούμενοι που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στη γνώση και την πληροφόρηση και λιγότερη στο αίσθημα και το βίωμα. Ότι έμαθαν ή δεν έμαθαν έχει γι’ αυτούς μεγαλύτερη αξία από τη σκέψη. Κουλτουριάρηδες βρίσκονται σ’ όλες τις εποχές. Στην αρχαία Ελλάδα τους κοροϊδεύει πολύ άσχημα ο Αριστοφάνης επειδή χρησιμοποιούσαν πάντα καινούριες και παράξενες λέξεις για να ξιπάσουν τον κόσμο. Και οι σοφιστές ήταν ένα είδος κουλτουριάρηδων της εποχής τους, γιατί έδωσαν πολλή σημασία στη γνώση και όχι στη σωστή κρίση. Αλλά και παλαιότερα όταν λέγαμε «οι διανοούμενοι» ή «οι άνθρωποι των γραμμάτων» νιώθαμε κάτι σαν δυσφορία και ενόχληση, γιατί καταλαβαίναμε ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν ξεφύγει πολύ από τη ζωή εν ονόματι δήθεν της τέχνης. Αυτοί νομίζανε ότι, επειδή ήτανε άνθρωποι των γραμμάτων, έπρεπε να μιλούν με ειδικό λεξιλόγιο, να καταλαβαίνονται μεταξύ τους, κι ας μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι. Σε τελική ανάλυση, οι κουλτουριάρηδες είναι ψευτομορφωμένοι. Μόνο ένας ψευτομορφωμένος μπορεί να χρησιμοποιεί λεξιλόγιο που ξιπάζει και ξαφνιάζει, ή να μεταχειρίζεται ωραίες λέξεις και φράσεις για να κάνει εντύπωση, ενώ καταβάθος δεν κατέχει τη γλώσσα και δεν την χρησιμοποιεί σωστά.

Αυτό που σήμερα αποκαλούμε γλώσσα των κουλτουριάρηδων, είναι ένα κουρκούτι από νεόκοπες λέξεις, από ξένες αμετάφραστες λέξεις και από λέξεις παρμένες από διάφορες επιστήμες, λ.χ. «η μεταστοιχείωση της ντεμί νομενκλατούρας». Μ’ ένα τέτοιο κουρκούτι στο τέλος δε βγάζουν νόημα ούτε αυτοί, ούτε φυσικά κι εμείς. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη λέξη «δομή» που αναφέρεται στον χώρο, ενώ η λέξη «διαδικασία» αναφέρεται στον χρόνο. Τι θα λέγατε όμως αν ξαφνικά διαβάζατε «δομικές διαδικασίες» ή «διαδικαστικές δομές»; Ρωτήθηκαν κάποιοι να τις εξηγήσουν, μα δεν μπόρεσε κανείς. Γιατί όπως καταλαβαίνετε, πρόκειται για μπαρούφες. Τι μπορεί λοιπόν να σημαίνουν οι δύο αυτές φράσεις, όταν στην καθεμία το επίθετο αναιρεί το ουσιαστικό; Αλλά τι θα λέγατε αν αυτή η φράση γινόταν ολόκληρη πρόταση; Διαβάστε λοιπόν: «Όταν οι δομικές διαδικασίες λειτουργούν ανασταλτικά μέσα στον χώρο του μεταμοντέρνου…». Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς σ’ αυτή τη φράση; Πρώτα πρώτα πόσοι ξέρουν τον όρο «μεταμοντέρνο»; Κι έπειτα, τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στον χώρο του «μεταμοντέρνου», εάν λειτουργήσουν ή δε λειτουργήσουν οι «δομικές διαδικασίες»; Αυτά είναι ακατανόητα και γι’ αυτόν που τα γράφει και γι’ αυτόν που τα διαβάζει. Είναι αλαμπουρνέζικα. Και σκεφτείτε ότι σαν κι αυτή τη φράση υπάρχουν χιλιάδες, που επαληθεύουν τα τρία χαρακτηριστικά των κουλτουριάρηδων: Πρώτον ότι δεν γνωρίζουν καλά τις λέξεις και τις έννοιές τους (κάποιος έγραφε τη λέξη «ενδιαίτημα» και εννούσε «ένδυμα»!), δεύτερον θέλουν να ξιπάσουν τους άλλους με διάφορες ακαταλαβίστικες λέξεις και τρίτον, δεν έχουν χωνέψει καλά αυτό που λένε. Χώρια που δεν τα καταφέρνουν ούτε και με το συντακτικό και μπερδεύονται. Βέβαια το μπέρδεμα υπάρχει πρώτα στο μυαλό. Πάντως μ’ αυτά και μ’ αυτά, καταφέρνουν να κομπλεξάρουν πολλούς, και καμιά φορά όλους, ενώ συντελούν στο να πάει η γλώσσα μας κατά διαόλου.

θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, ότι αφού αποδεχόμαστε την ερμητική γραφή ορισμένων ποιητών, γιατί να μην αποδεχτούμε και τον δυσνόητο τρόπο γραφής των κουλτουριάρηδων; Από μία άποψη, κι ο ποιητής θα έπρεπε, οποιαδήποτε τεχνοτροπία κι αν ακολουθεί, να γράφει κατά τρόπο κατανοητό, για να μπορεί ο αναγνώστης να τον καταλαβαίνει. Γιατί, τι να την κάνουμε την οποιαδήποτε ποίηση, όταν έχει κοπεί η γέφυρα της επικοινωνίας; Τι να τα κάνουμε τα ερμητικά ποιήματα, όταν δεν τα καταλαβαίνει κανείς; Κι αφού δεν μας λένε τίποτε, πως είναι δυνατόν να μας συγκινήσουν; Βέβαια ο ποιητής έχει τη δικαιολογία ότι γράφει για να εκφράσει τον εαυτό του, αν και πάλι θα μπορούσε να πει κανείς ότι ένας ποιητής που εκφράζεται ερήμην του αναγνώστη, τι σόι ποιητής είναι; Και αν ο σουρεαλισμός στην πρώτη φράση το παραξύλωσε, τι να πούμε για τους σημερινούς σουρεαλιστές της αρπακόλας, που γράφουν ότι τους κατέβει; Πάντως ο στοχαστής, επειδή δεν έχει καν τη δικαιολογία της έμπνευσης κι επειδή ο στόχος του είναι η συζήτηση με τον αναγνώστη, δεν θα έπρεπε να είναι ακαταλόγιστος σαν τους μοντέρνους ποιητές.

Κάποιοι ισχυρίζονται πως έτσι εμπλουτίζεται η γλώσσα μας, ενώ η απλότητα και η σαφήνεια διατηρούν τη γλώσσα στάσιμη. Αν όμως ο εμπλουτισμός της γλώσσας, γίνεται αιτία για να θριαμβεύσει η ακατανοησία, μήπως θα έπρεπε να προτιμήσουμε κάποιες φυλές τις Αφρικής που συνεννοούνται μόνο με τριακόσιες λέξεις;

Η αιτία του φαινομένου αυτού, οφείλεται όχι μόνο στην ημιμάθεια των περισσότερων κουλτουριάρηδων αλλά και στον εγωισμό τους. Δε θα μπορέσουν ποτέ οι άνθρωποι αυτοί να ακούνε περισσότερο απ’ όσο μιλάνε, να σκέφτονται περισσότερο απ’ όσο γράφουν, και να περνούν κάθε πληροφορία από το κόσκινο της κρίσης. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να είναι ταπεινός, να μη νομίζει πως αυτός τα ξέρει όλα και κανείς άλλος. Να μη λέει διαρκώς «εγώ νομίζω», «εγώ πιστεύω», «έχω τη γνώμη», και τα συναφή.Μέσα σ’ αυτό το βραχυκύκλωμα ημιμάθειας και εγωισμού, χωρούνε αριστεροί και δεξιοί, εφημερίδες και τηλεόραση, και ορθόδοξοι και νεο-ορθόδοξοι. Κάποτε ένας κομμουνιστής πιπίλιζε τον Μαρξ και τελικά αποδείχτηκε πως δεν είχε διαβάσει ούτε μια σελίδα από το «Κεφάλαιο». Και πόσοι χριστιανοί δεν έχουν μεσάνυχτα από το ευαγγέλιο; Κι αφήστε εκείνους που δεν διαβάζουν λογοτεχνία, αλλά μόνο τις βιβλιοπαρουσιάσεις, κι έτσι είναι σαν να τα έχουν διαβάσει όλα!

Πηγή: Το κείμενο είναι του συγγραφέα Ντίνου Χριστιανόπουλου και αποτελεί διασκευασμένο απόσπασμα από συζήτηση με τον επίσης συγγραφέα Περικλή Σφυρίδη («Αλαμπουρνέζικα ή η γλώσσα των σημερινών κουλτουριάρηδων», πρώτη έκδοση 1990).

Το διαβάσαμε εδώ

Ο Χριστιανόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1931, γιος προσφύγων από την Ανατολική Θράκη, φοίτησε στο τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και πήρε πτυχίο του Τομέα Κλασικών Σπουδών. Κατόπιν, εργάστηκε ως βιλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης από το 1958 ως το 1965. Έπειτα εργάστηκε ως επιμελητής εκδόσεων. Το 1958 ίδρυσε και ανέλαβε υπό τη διεύθυνσή του το περιοδικό Διαγώνιος, που κυκλοφόρησε ως το 1983 με ολιγόχρονες παύσεις και τον εκδοτικό οίκο Εκδόσεις Διαγωνίου. Εκείνη την περίοδο αναπτύχθηκε ο λεγόμενος “κύκλος των λογοτεχνών της Διαγωνίου”.

Η πρώτη ποιητική συλλογή του Εποχή των ισχνών αγελάδων (1950) διακρίνεται για το προσωπικό ύφος της και για τις δημιουργικές επιρροές από τον Καβάφη και τον Τ. Σ. Έλιοτ, ενώ στις επόμενες εμφανίσεις του εκφράζεται καθαρά το κυρίαρχο θέμα της ποίησής του, η εφήμερη ομοφυλοφιλική σχέση και το ερωτικό πάθος που οδηγεί στην ταπείνωση και στη μοναξιά. Βέβαια, ορισμένα ποιήματά του (π.χ. τα ποιήματα της σειράς Ο αλλήθωρος) έχουν και το στοιχείο μιας κοινωνικής οπτικής. Κατά καιρούς κυνηγήθηκε πολύ από το κοινωνικό κατεστημένο της εποχής όπως , για παράδειγμα, όταν κόντεψε να συλληφθεί από τη χούντα λόγω της άρνησης του να παραλάβει σχετικό βραβείο για ένα πεζό του έργο τον “Χιλιαστή”. Το 2011 τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του. Αρνήθηκε όμως να το παραλάβει παραπέμποντας στο κείμενό του “Εναντίον” από το 1979 όπου αναφέρει χαρακτηριστικά: «Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης απ’ όπου και αν προέρχεται. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία από το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε. Αυτό το απαίσιο “ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων”, που μας άφησαν οι αρχαίοι». Τον Ιούνιο του 2011 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από τμήμα Φιλολογίας.

Από βικιπαιδεία