Ο Βερμέερ και η εξέλιξη της ηθογραφίας την εποχή του Μπαρόκ

 

Της Κατερίνας Δαμιανάκη (ΜΑ Πολιτιστική Πολιτική και Ανάπτυξη)

Γιαν Βερμέερ Κορίτσι με μαργαριταρένιο σκουλαρίκι, περ. 1665. Ελαιογραφία σε Μουσαμά, 44,5 Χ 39 εκ. Μαουρίτσχαϊς, Χάγη.

Ο Ολλανδός ζωγράφος Γιοχάνες Βερμέερ, γνωστός και ως Γιαν Βερμέερ (η σωστή προφορά είναι Φερμέιρ) [JohannesVermeer, 31 Οκτωβρίου 1632 – 15 Δεκεμβρίου 1675], ειδικεύτηκε στην απεικόνιση καθημερινών σκηνών από τη ζωή της μεσαίας τάξης. Έζησε και εργάστηκε στην περιοχή του Ντελφτ της νότιας Ολλανδίας κατά τον 17ο αιώνα. Μαζί με τον Ρέμπραντ αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους ζωγράφους της “Χρυσής εποχής” στην ολλανδική ζωγραφική (1584-1702).

Πολύ λίγες πληροφορίες είναι γνωστές για τη ζωή του Βερμέερ και οι περισσότερες από αυτές προέρχονται από επίσημα νομικά έγγραφα της εποχής. Στις 20 Απριλίου 1653, παντρεύτηκε την CatharinaBolnes, κόρη εύπορης οικογένειας. Απέκτησαν συνολικά 14 παιδιά, από τα οποία τα 4 πέθαναν σε πολύ νεαρή ηλικία. Αρχικά έζησαν στο πανδοχείο «Mechelen» ενώ αργότερα μετακόμισαν στο ΆουντεΛάνχενταϊκ (OudeLangedijk), γνωστό και ως «συνοικία των παπιστών». Εικάζεται πως ο Βερμέερ συνέχισε να είναι ιδιοκτήτης του πανδοχείου ή πως παράλληλα με τη ζωγραφική ασκούσε το επάγγελμα του εμπόρου έργων τέχνης.

O ίδιος ζωγράφιζε κατά μέσο όρο δύο πίνακες το χρόνο, πιθανότατα όχι τόσο για λόγους εμπορικής εκμετάλλευσης αλλά κυρίως για ανθρώπους που εκτιμούσαν τους πίνακές του. Εκτιμάται ότι αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους ολοκλήρωσε συνολικά λίγα έργα (περίπου πενήντα από τα οποία σώζονται τριάντα πέντε).Ο Βερμέερ έχαιρε εκτίμησης ως καλλιτέχνης αλλά και ως ειδήμων σε ζητήματα τέχνης. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως το 1672 ταξίδεψε στη Χάγη, προκειμένου να πιστοποιήσει τη γνησιότητα μίας συλλογής έργων του Φρειδερίκου Γουλιέλμου, εκλέκτορα του Βραδεμβούργου.

Ο Βερμέερ διέπρεψε κυρίως στην απεικόνιση σκηνών της καθημερινής ζωής, στα θέματα του εσωτερικού χώρου, που θα τον αναδείξουν αριστοτέχνη της κλιμακωτής προοπτικής. Μια γλυκιά οικιακή ποίηση περιβάλλει τις ανθρώπινες μορφές του, ένα απαλό φως λούζει τα αντικείμενα, που αποκτούν μια αυθύπαρκτη λυρική υπόσταση. Αποφεύγει τις έντονες αντιθέσεις φωτοσκιάσεων που θα αποσπούσαν την προσοχή από τα πρόσωπα. Ο φωτισμός, άλλοτε χωρίς να υπάρχει ορατή πηγή και άλλοτε δημιουργημένος από ένα παράθυρο, δίνει και στα χρώματα μια ολότελα δική τους ζωή. Η τέχνη του θα εκτιμηθεί, στην εποχή των εμπρεσιονιστών. Πριν από αυτούς, ο θαυμασμός του Γιοσούα Ρέυνολντς για το αριστούργημα «Η Μαγείρισσα», ήταν η αρχή της ανακαλύψεως του Βερμέερ. Χάρη στον Άγγλο ζωγράφο του 18ου αιώνα αναδύθηκε από την αφάνεια το όνομα του μεγάλου αυτού καλλιτέχνη από το Ντελφτ, που είχε λησμονηθεί μετά το θάνατό του, πριν από έναν αιώνα.

Οι πολιτικές, θρησκευτικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής

Ο Βερμέερ γεννήθηκε μία γενιά μετά τον Ρέμπραντ, σε παρόμοιο θρησκευτικό, πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον με αυτόν.

Καταρχήν, η Ολλανδική Δημοκρατία είχε απελευθερωθεί από τους Ισπανούς το 1566. Σ’ αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο ο νέος πολιτισμός του ελεύθερου εμπορίου που δε δεχόταν άνωθεν εξουσία. Έπειτα, είχε επικρατήσει ο Προτεσταντισμός με τη μορφή του καλβινισμού γεγονός που έκανε την πολιτεία ριζοσπαστικότερη σε κοινωνικά θέματα, όπως τη διαμόρφωση μίας νέας σχέσης καλλιτέχνη – έργου τέχνης – αποδέκτη, αφού το αγοραστικό κοινό – συνήθως εύποροι αστοί και έμποροι – ήταν αυτό που καθόριζε τη ζήτηση των συγκεκριμένων ειδών πινάκων και όχι η εκκλησία ή οι πλούσιοι προστάτες των καλλιτεχνών, όπως στην Ιταλία και την Ισπανία. Επίσης ο καλβινισμός δεν αποδεχόταν την λειτουργία της τέχνης ως μέσου προπαγάνδας της θρησκείας, όπως συνέβαινε στις προαναφερόμενες χώρες την εποχή αυτή. Έτσι, ενώ ο Καραβάτζιο ζωγράφιζε κυρίως θρησκευτικά θέματα – παραγγελίες της εκκλησίας – και ο Βελάσκεθ κυρίως πορτρέτα – ατομικά και σύνθετα – των μελών της βασιλικής οικογένειας, στην αυλή της οποίας ζούσε κάτω από την προστασία της, στον προτεσταντικό Βορρά δεν ίσχυε αυτό. Εκεί υπήρχε η ανάγκη για απεικόνιση των αστών σε πορτρέτα και αναπτύχθηκαν διάφορα ζωγραφικά είδη – όλα έργα μικρών διαστάσεων – όπως τοπία, καθημερινές σκηνές και νεκρές φύσεις. Μαικήνες δεν υπήρχαν για τους ζωγράφους.

«Η μαγείρισσα» ή «Η γαλατού» του Γιαν Βερμέερ (περ. 1660)

Γιαν ΒερμέερΗ μαγείρισσα, περ. 1660. Ελαιογραφία σε Μουσαμά, 45,5 Χ 41 εκ. Rijksmuseum, Άμστερνταμ.

Ο πίνακας αυτός ζωγραφίστηκε περί το 1660. Είναι μία ηθογραφία, δηλαδή μία σκηνή από την καθημερινή ζωή και αποτελεί πολύ συνηθισμένο είδος του ολλανδικού μπαρόκ και των Κ. Χωρών γενικότερα. Μαζί με τη νεκρή φύση αποτελούσαν είδη που θεωρούνταν ότι τα θέματά τους δεν ήταν σημαντικά – όπως οι προσωπογραφίες ή τα τοπία – όμως οι ζωγράφοι που ασχολούνταν με τις ηθογραφίες την περίοδο αυτή προσπαθούσαν να αποδείξουν πως το θέμα τελικά έχει δευτερεύουσα σημασία. Ο Βερμέερ όχι μόνο το απέδειξε αλλά πήγε ακόμη πιο πέρα με τις σκηνές από το εσωτερικό σπιτιών που ζωγράφιζε.

Ο πίνακας εικονίζει μία γυναίκα με ανασκουμπωμένα μανίκια που στέκει σε μία κουζίνα της εποχής και η οποία χύνει γάλα μέσα σε μία κούπα. Η πήλινη κούπα βρίσκεται πάνω σε ένα μικρό – ορθογώνιου σχήματος – τραπέζι, στο οποίο βρίσκονται επίσης ένα ψάθινο πανέρι με ψωμί, διάφορα κομμάτια ψωμί, ένα δοχείο με χερούλι και ένα κομμάτι μπλε ύφασμα. Δεξιά της γυναίκας, υπάρχει ένα παράθυρο και δίπλα σ’ αυτό κρέμονται ένα καλάθι ψάθινο ορθογώνιου σχήματος και ένα πιθανόν μπρούτζινο καλάθι. Κάτω δεξιά στο πάτωμα υπάρχει ένα ξύλινο αντικείμενο σαν κύβος με ανοιχτή τη μία έδρα, πιθανόν ένα οικιακό σκεύος.

Το σημαντικό σ’ αυτή τη συνηθισμένη σκηνή είναι ότι δεν υπάρχει ίχνος χιουμοριστικού τόνου στην απεικόνιση, πράγμα που συνέβαινε έως τότε με τη ζωγραφική της καθημερινότητας. Η τέχνη του Βερμέερ φαίνεται ήρεμη και συγκρατημένη. Η έκφραση της γυναίκας είναι, επίσης, ήρεμη και φαίνεται συγκεντρωμένη σ’ αυτό που κάνει. Όπως λέει και ο Gombrich για τον εν λόγω ζωγράφο, «οι πίνακές του είναι ουσιαστικά νεκρές φύσεις με ανθρώπους». Το τραπέζι με το ψωμί, την κούπα και τα υπόλοιπα αντικείμενα αν βρισκόταν στη μέση του δωματίου – χωρίς τη γυναίκα – θα μπορούσε να απεικονίζει νεκρή φύση. Στο συγκεκριμένο πίνακα, το τραπέζι είναι στη γωνία, κάτω από το παράθυρο και η γυναίκα στέκει περίπου στη μέση της σκηνής, «συμπληρώνοντας» τη νεκρή φύση. Το αντικείμενο κάτω δεξιά στο πάτωμα συμπληρώνει την εικόνα και κρατάει την ισορροπία στη σύνθεση. Το φως που μπαίνει από το παράθυρο συμβάλλει στην ηρεμία και την αρμονία της σύνθεσης. Με τη χρησιμοποίηση του παράθυρου – το οποίο υπάρχει σε πολλούς πίνακες του Βερμέερ – προσφέρεται πλήρη και ομοιόμορφη πρόσπτωση του φωτός. Το φως αυτό φαίνεται να ενδιαφέρει τον καλλιτέχνη, όποιο και αν είναι το φαινομενικό θέμα της εικόνας. Ίσως το φως αυτό ευθύνεται για την επίτευξη μίας τέλειας ακρίβειας στην απόδοση της υφής, του χρώματος και της φόρμας, χωρίς το έργο να μοιάζει βεβιασμένο ή τραχύ. Επίσης, ο Βερμέερ μαλακώνει τα περιγράμματα, διατηρώντας όμως την εντύπωση του στέρεου και σταθερού. Έτσι πετυχαίνει ένα συνδυασμό απαλότητας και ακρίβειας που συμβάλλει στην ήρεμη ατμόσφαιρα του πίνακα. Τα χρώματα που κυριαρχούν είναι το μπλε, το πράσινο, το κίτρινο και το γκρι.

Ο σκοπός του Βερμέερ είναι να αποκαλύψει την ήρεμη ομορφιά ενός απλού θέματος. Αυτό επιτυγχάνεται και με τη χρησιμοποίηση του φωτός που μπαίνει από το παράθυρο. Ο ζωγράφος ήθελε, επίσης, να καταλάβουμε τι ένιωθε «όταν έβλεπε το φως να μπαίνει από το παράθυρο και να αναδεικνύει το χρώμα σε ένα κομμάτι ύφασμα», όπως σημειώνει ο Gombrich.

Τελικά διαπιστώνουμε στον πίνακα του Βερμέερ ρεαλισμό της σκηνής, όπως στους πίνακες του Βελάσκεθ και του Καραβάτζιο. Μόνο που αυτός ο ρεαλισμός έχει να κάνει κυρίως με το φως που μπαίνει φυσικά στο χώρο. Υπάρχει όμως και ακριβής απεικόνιση των αντικειμένων (ψωμί, πτυχώσεις ρούχων) και λεπτομέρειες, όπως τα καρφιά στον τοίχο και τρύπες σ’ αυτόν από παλιά καρφιά, που αποτελούν και αυτά ρεαλιστικά στοιχεία.

Ο Βερμέερ άρχισε την καριέρα του ως ιστορικός ζωγράφος και ήταν αναγνωρισμένος ειδικός – όπως προαναφέρθηκε – σε θέματα ιταλικής τέχνης. Αυτό κάνει εντυπωσιακή την επιλογή της ηθογραφίας, ως μέσου προσωπικής έκφρασής του. Η ειδίκευσή του, δε, σε θέματα ιταλικής τέχνης, πιθανότατα δικαιολογεί τον ρεαλισμό που διακρίνουμε στον πίνακά του, αφού θα είχε γνωρίσει την τεχνοτροπία και τα έργα του Καραβάτζιο.

Το σημαντικό με τον Βερμέερ είναι ότι ενώ ακολούθησε την επιταγή της εποχής του για ειδίκευση σε ένα ζωγραφικό είδος – αυτό της ηθογραφίας – το ανέδειξε, με την απλότητα και την αρμονία αλλά ταυτόχρονα με τη γοητεία και το μυστήριο τα οποία εκπέμπουν έργα του όπως «Η Μαγείρισσα».

Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α

Αλμπάνη Τζ. – Κασιμάτη Μ. 2001. Η Ιστορία των Τεχνών στην Ευρώπη. Α΄ τ., Ε.Α.Π., Πάτρα.

Gombrich E.H. 1998. To Χρονικό της Τέχνης. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα.

LucieSmithEd. 2001. Παγκόσμια Ιστορία Τέχνης και Πολιτισμού. Γ΄ τ., ΕΥΡΩΕΚΔΟΤΙΚΗ – Ινστιτούτο Ιστορικών και Πολιτιστικών Μελετών, Αθήνα.

Χρήστου Χρ. 1985. Η ευρωπαϊκή ζωγραφική του 17ου αιώνα. Το Μπαρόκ. Εκδόσεις Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα.

ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

(07-12-2009) Γιαν Βερμέερ[online] Διαθέσιμο σε http://www.artmag.gr/art-history/artists-faces/item/989-jan-vermeer[τελευταία πρόσβαση 16-01-2021]

 

Κατόπιν επιθυμίας της Κας Κατερίνας Δαμιανάκη, απαγορεύεται η χρήση μέρους ή όλου του κειμένου από άλλον αναγνώστη, χωρίς την αναφορά του συγγραφέα, εκτός από κοινοποιήσεις αυτούσιου του κειμένου, μέσω του Artigo.gr, από οποιονδήποτε αναγνώστη/χρήστη.