Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου σαν ιδιαίτερος ποιητής: 2 γελαστά ποιήματα του κι ένα δακρυσμένο

Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου γεννήθηκε στο Καρπενήσι στις 2 Φεβρουαρίου 1877 κι έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα, 1 Φεβρουαρίου 1940. Σπούδασε ζωγραφική κι εργάστηκε αρχικά ως αρθρογράφος και αρχισυντάκτης στο Παρίσι. Έπειτα επέστρεψε στην Ελλάδα κι έγινε Νομάρχης Ζακύνθου, Κυκλάδων, Μεσσηνίας και Λακωνίας. Εξελίχθηκε ως διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης και λίγα χρόνια μετά εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Έγραψε “Τα ψηλά βουνά” (και πολλά άλλα), που αποτελεί μέχρι σήμερα ένα διαμάντι της ελληνικής πεζογραφίας. Σαν ποιητής το 1914 βραβεύτηκε σε κρατικό διαγωνισμό και με μερικούς σατιρικούς στίχους είχε κάνει την πρώτη του εμφάνιση στο χώρο των γραμμάτων.

Έχουμε επιλέξει δύο ποιήματα του Παπαντωνίου. Τα δύο πρώτα μας κάνουν να γελάμε με τρόπο ξεχωριστό, ενώ το τρίτο παίρνει το χαμόγελο με κομψό τρόπο.

Ο Παπαγάλος

Σὰν ἔμαθε τὴ λέξη καλησπέρα
ὁ παπαγάλος, εἶπε ξαφνικά:
«Εἶμαι σοφός, γνωρίζω ἑλληνικὰ
τί κάθομαι ἐδῶ πέρα!»

Τὴν πράσινη ζακέτα του φορεῖ
καὶ στὸ συνέδριο τῶν πουλιῶν πηγαίνει,
γιὰ νὰ τοὺς πεῖ μιὰ γνώμη φωτισμένη.
Παίρνει μιὰ στάση λίγο σοβαρή,
ξεροβήχει, κοιτάζει λίγο πέρα
καὶ τοὺς λέει: καλησπέρα!

Ὁ λόγος του θαυμάστηκε πολύ.
Τί διαβασμένος, λένε, ὁ παπαγάλος!
Θἆναι σοφὸς αὐτὸς πολὺ μεγάλος,
ἀφοῦ μπορεῖ κι ἀνθρώπινα μιλεῖ!

Ἀπ᾿ τὶς Ἰνδίες φερμένος, ποιὸς τὸ ξέρει
πόσα βιβλία μαζί του νἄχει φέρει,
μὲ τὶ σοφοὺς ἐμίλησε, καὶ πόσα
νὰ ξέρει στῶν γραμματικῶν τὴ γλώσσα!

«Κυρ-παπαγάλε, θἄχουμε τὴν τύχη
ν᾿ ἀκούσουμε τὶ λὲς καὶ πάρα πέρα;»
Ὁ παπαγάλος βήχει, ξεροβήχει,
μὰ τὶ νὰ πεῖ; Ξανάπε: καλησπέρα!

 

Η Μαριγώ

Ἡ κοπέλλα ἡ Μαριγὼ
μιὰ δουλειὰ σωστὴ δὲν κάνει.
Τὴν κουζίνα μας ξεχνάνει
καὶ θυμᾶται τὸ χωριό.

Τὰ χεράκια της ἐδῶ,
τὸ μυαλά της ἐκεῖ κάτω.
Πέφτει κι ἔσπασε τὸ πιάτο…
Μαριγούλα, Μαριγώ!

Φέρνει τὸ νερὸ στὸν ὦμο,
μὰ θυμήθηκε ξανά:
«Ποιὸς τὸ δράκο μας κουνᾶ;»
Χύνει τὸ μισὸ στὸ δρόμο.

«Ἡ ἄσπρη κότα τὶ νὰ κάνει;
Τὸ γουρούνι εἶναι γερό;
Ὁ παπποὺς νὰ μὴν πεθάνει;…»
Μαριγούλα, Μαριγώ!

«Θἄβγαλε χηνάκια ἡ χήνα,
θἆναι κίτρινα, σταχτιά,
θὰ τρυγᾶμε αὐτὸ τὸ μήνα,
θὰ μὲ πόνεσε ἡ γιαγιά».

«Τί ἔχεις σύννεφο στὰ μάτια,
τὶ ἔχεις ἀναφιλητό;
Κι ἄλλο πιάτο εἶναι κομμάτια,
Μαριγούλα, Μαριγώ;

Πάρε τ᾿ ἄσπρο γιορτινό σου,
τὶς ποδιὲς ποὺ σοῦ φορῶ.
Στὸ χωριό σου, στὸ χωριό σου,
Μαριγούλα, Μαριγώ!»

 

Το Κυπαρίσσι

Εἶμαι τὸ δέντρο ποὺ ἀκολουθεῖ τὴ γραμμὴ τῆς προσευχῆς ὅταν ἀνεβαίνει
ἀπὸ ἥσυχη ψυχή.

Εἶμαι ἡ λόγχη ποὺ κοκκίνισε στὸ αἷμα τῆς δύσης καὶ φρουρεῖ τὸ Ἀόρατο 
ἀπ᾿ τὴν ἄρνηση καὶ τὴν εἰρωνεία.

Εἶμαι στὶς γιορτὲς τοῦ τοπίου τὸ μαῦρο ράσο ποὺ δὲν τελείωσεν ἀκόμα
τὴ δοκιμασία του.

Εἶμαι τὸ καμπαναριὸ στὸ ναὸ τοῦ πόνου καὶ γιὰ τὶς ψυχὲς ποὺ ἔχουν σκοπὸ 
σημαίνει τοὺς ὄρθρους καὶ τοὺς ἑσπερινοὺς ἡ σιωπή μου.

 

Πληροφορίες: βικιπαιδεία και users.uoa.gr