Πέντε ποιήματα μεγάλων Ρώσων ποιητών του 20ου αιώνα

Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι (1893 – 1930)

Ελευθερία έκφρασης

Τη πρώτη νύχτα πλησιάζουνε

και κλέβουν ένα λουλούδι

από τον κήπο μας

και δε λέμε τίποτα.

Τη δεύτερη νύχτα δε κρύβονται πλέον

περπατούνε στα λουλούδια,

σκοτώνουν το σκυλί μας

και δε λέμε τίποτα.

Ώσπου μια μέρα

-την πιο διάφανη απ’ όλες-

μπαίνουν άνετα στο σπίτι μας

ληστεύουν το φεγγάρι μας

γιατί ξέρουνε το φόβο μας

που πνίγει τη φωνή στο λαιμό μας.

Κι επειδή δεν είπαμε τίποτα

πλέον δε μπορούμε να πούμε τίποτα

 

 

Σεργκέι Γεσένιν (1895-1925)

Οι Σταγόνες

Όμορφες είναι οι μαργαριταρένιες σταγόνες σε μια ηλιόλουστη μέρα
Όταν λάμπουν στα χρυσά τόξα
Ωστόσο, σε θλιμμένο καιρό, σε υγρά παράθυρα,
Τρέμουν σαν σταγόνες μούχλας μαύρου φθινόπωρου.

Οι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι στην λήθη ∙ (Μου είπαν)
Το ανάστημα τους στα μάτια των άλλων
Δεν έχει σημασία, ούτε τα βραβεία αυτού του κόσμου.
(Είναι άνθρωποι που ζουν εδώ, ή εκεί πέρα; Αναρωτιέμαι.)

Οι σταγόνες του φθινόπωρου πλημμυρίζουν τις καρδιές, τις φλέβες,
Και τις ψυχές με θλίψη∙ περιπλανιούνται
Ενώ ήσυχα γλιστρούν στα τζάμια των παράθυρων,
Ποια διασκέδαση ζητούν, τι χαρά; Αναρωτιέμαι …

Δυστυχισμένοι άνθρωποι, συντριμμένοι από τη ζωή, συχνά γεμάτο
Το μέλλον τους με ψυχικούς πόνους περασμένων χρόνων,
Αν η χαρά ανακουφίζει τη θλίψη και θεραπεύει την ψυχή,
Γιατί θυμούνται τα θλιβερά, και όχι τις ευτυχισμένες στιγμές;

1912

 

 

Άννα Αχμάτοβα  (1889-1966)

Αφιέρωση 27 Δεκεμβρίου 1940 

κι αφού είχα έλλειψη χαρτιού

Στο πρόχειρο τετράδιό σου γράφω.

Μια λέξη ξένη φαίνεται,

Σαν κάποτε μια του χιονιού νιφάδα,

Και λιώνει αθώα και γλυκά πάνω στο χέρι.

Κι οι μαύρες τ’ Αντίνοου βλεφαρίδες άξαφνα σηκωθήκαν

– κι’ εκεί ένας πράσινος καπνός, Φυσά ένα αεράκι γνώριμο…

Μην είναι η θάλασσα;

Όχι, πάνω στους τάφους μόνο τα φύλλα

Δέντρων κωνοφόρων είναι και η σαπίλα των ριζών

Ολοένα και πιο κοντά, πιο κοντά…

Marche funebre … Σοπέν…

Νύχτα. Σπίτι στη Φοντάνα

 

 

Αλεξάντερ Μπλοκ (1880-1921)

Μαγγανεία

Εἶμαι μεγάλος καί τρανός μέ τή μαγγανεία

μά νά σ’ ἀκολουθήσω δέν μπορῶ.

Θά πετάξω, ἄραγε, μαζί σου στά οὐράνια

– ἐσύ ἀνθίζεις σέ καταπράσινη ἀκτή.

Κατεβαίνω σέ στέπες ἀνθισμένες

– μά ἐσύ ἀναχωρεῖς τό δείλι

καί μένα πανίσχυρα δεσμά

στή γῆ ἁλυσοδένουν μοναχό.

Δέν εἶναι ἁπλή ἡ δική μου μαγγανεία:

ἄς εἶναι τό «χθές» μελαγχολικό καί τρομερό.

Σήμερα ὅμως, κρυφά καί τρομερά

κοκκίνισε ἀπ’ τό πρωί ὁ μισός οὐρανός.

Προβλέπω στῆς ἐσχατιᾶς τήν ἄκρη

φλεγόμενα σύννεφα – ἐσένα

κοιτάζεις, χαμογελᾶς καί ξέρεις

θά ἔρθεις, τρέμοντας καί ἀγαπώντας.

 

 

Μπορίς Πάστερνακ (1890-1960)

Κι εγώ αγαπούσα

Κι εγώ αγαπούσα, κι αυτή είναι ακόμη ζωντανή.

Όλα όπως και τότε, κυλούσαν σ’ εκείνο το αρχικό τραύμα,

Στέκονται τα χρόνια, εξαφανιζόμενα πίσω από την ακρούλα

Της στιγμής. Είναι το ίδιο λεπτή εκείνη η μεθόριος.

Όπως και πριν το παλιό φαίνεται παλιότερο.

Όπως και πριν, τραβηγμένα από τα πρόσωπα των αυτοπτών,

Παραλογίζονται τα περασμένα, υποκρινόμενα που δε γνωρίζουν

Ότι εκείνη δε ζει πια μαζί μας,

Και είναι νοητό αυτό; Συνεπώς, σημαίνει, και ευθέως

Όλη η ζωή απομακρύνεται, και δεν μακραίνει

Ο Έρωτας, της έκπληξης ο στιγμιαίος φόρος υποτέλειας;

 

 

 

Πηγές: katiousa.gr / lifo.gr / anarxes-skepseis.blogspot.com / poetics.patakis.gr / samizdatproject.blogspot.com