“Ποιήματα συνοδευόμενα από σαχλοκουβέντες” Σάμιουελ Μπέκετ

“Τι θα ‘κανα χωρίς αυτόν τον κόσμο χωρίς πρόσωπο χωρίς απορίες
όπου η ψυχή δε ζει παρά μια στιγμή όπου κάθε στιγμή
χάνεται στο κενό στη λησμονιά της αλλοτινής της ύπαρξης
χωρίς αυτό το κύμα όπου στο τέλος
κορμί και σκιά καταβροχθίζονται
τι θα ‘κανα χωρίς αυτή τη σιωπηλή δίνη των ψιθύρων
που ασθμαίνει μανιασμένη για βοήθεια γι’ αγάπη
χωρίς αυτόν τον ουρανό που υψώνεται
πάνω απ’ τη σκόνη της σαβούρας του
τι θα ‘κανα θα ‘κανα ό,τι και χθες ό,τι και σήμερα
αγναντεύοντας απ’ το φεγγίτη μου μπας και δεν είμαι μόνος
να πλανιέμαι και να φεύγω μακριά απ’ όλη ετούτη τη ζωή
σ’ ένα χώρο μπερδεμένο
χωρίς φωνή ανάμεσα στις φωνές
που είν’ έγκλειστες μαζί μου”

Σάμιουελ Μπέκετ (1906-1989)

(Από τη συλλογή “Ποιήματα συνοδευόμενα από σαχλοκουβέντες”, μτφρ: Γιώργος Βίλλιος, εκδ: Ερατώ, 1989)


Ο Σάμουελ Μπέκετ γεννήθηκε στο Φόξροκ της Ιρλανδίας, κοντά στο Δουβλίνο, στις 13 Απριλίου 1906. Σπούδασε γαλλική και ιταλική φιλολογία στο Κολέγιο Τρίνιτυ του Δουβλίνου.
Το 1928 γνώρισε στο Παρίσι τον Τζέιμς Τζόυς, του οποίου υπήρξε έκτοτε στενός φίλος και γραμματέας. Το 1937 εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Γαλλία, όπου και έζησε ως το τέλος της ζωής του. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη του γραπτού λόγου: ποίηση, δοκίμιο, μυθιστόρημα, θέατρο. Από τα σημαντικότερα πεζά του: η τριλογία “Μολλόυ”, “Ο Μαλόν πεθαίνει”, “Ο ακατανόμαστος”· “Πρώτος έρωτας”· “Φαντασία νεκρή φαντάσου”· “Ο ερημωτής”.
Το 1952 γίνεται ευρύτερα γνωστός με το πρώτο του παιγμένο και δημοσιευμένο θεατρικό έργο, το “Περιμένοντας τον Γκοντό”. Ακολούθησαν: “Τέλος του παιχνιδιού”, “Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ”, “Ευτυχισμένες μέρες”, “Θέατρο”, και πολλά άλλα σύντομα έργα.
Το 1969 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Πέθανε στο Παρίσι στις 22 Δεκεμβρίου 1989. Έπασχε από εμφύσημα και πιθανότατα από τη νόσο του Πάρκινσον.