Γιώργος Σεφέρης “Άρνηση”..το λάθος στη μελοποίηση του ποιήματος, που έδωσε άλλο νόημα στις καρδιές ενός λαού

Πόσο μεγάλη σημασία εχει άραγε μία άνω τελεία σε λίγα λόγια γραμμένα, ωστε να αλλάξει το νόημα στη διαδρομή, από την πηγή του ποιητή στη μουσική ιστορια!

Όταν ο Γιώργος Σεφέρης έδωσε τα ποιήματα του στο Μίκη θεοδωράκη για να τα μελοποιήσει …

“Με τον Γιώργο Σεφέρη ο Μίκης Θεοδωράκης συναντήθηκε το 1960 στο Covent Garden, σε μια πρόβα της ορχήστρας για την «Αντιγόνη» (μπαλέτο). Ο πρώτος υπηρετούσε ως πρέσβης στο Λονδίνο. Εκεί στο μέγαρο της πρεσβείας, όπου ήπιαν το τσάι τους, ζήτησε από τον συνθέτη «να φτιάξουν ένα μπαλέτο σε ιδέες δικές του».
Εκείνος δεν το απέκλεισε, του ζήτησε όμως και κάποια ποιήματα. Επιστρέφοντας στο Παρίσι, στο μικρό διαμέρισμα όπου είχαν προστεθεί πια και δύο μωρά, η Μυρτώ άκουγε επί μέρες το «Περιγιάλι», την «Αρνηση», το «Κράτησα τη ζωή μου» κ. ά. Είχε συνηθίσει. Οταν ο Μίκης τελείωνε ένα τραγούδι που του άρεσε πολύ, το έπαιζε επί δύο βδομάδες συνεχώς, αφού: «Hξερα ότι μετά την κυκλοφορία του δίσκου δεν θα ήταν πια δικό μου».
Λίγο καιρό μετά, ο ποιητής και η σύζυγός του Μαρώ τον περίμεναν για δείπνο και για να δουν τα αποτελέσματα. Μαζί του πήρε καλού κακού την έκδοση του «Επιταφίου» που είχε κάνει ο Χατζιδάκις με τη Μούσχουρη: «Γιατί φοβόμουν ότι η λαϊκή εκτέλεση με τον Μπιθικώτση ίσως να τρύπαγε τα αυτιά του…».
Στο τραπέζι, η κυρία Σεφέρη είχε ανάψει καντηλέρια. Μόνο η σκιά του πιάνου φαινόταν ανησυχητική «γιατί το μυαλό μου δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από το ερώτημα: άραγες θα του αρέσουν;».
Ο Σεφέρης: «Πάντα μετρημένος και βαρύς. Ομως, στα μάτια του είδα τη λάμψη του δημιουργού που χαιρόταν για τη νέα μορφή που έπαιρνε ξαφνικά η ποίησή του».
Ενα έμενε μόνο να προσέξει ο συνθέτης. «Την άνω τελεία! Την άνω τελεία! Αλλιώτικα, μου αντιστρέφεις το νόημα», ήταν η προτροπή – παράκληση του ποιητή για τον στίχο «Πήραμε τη ζωή μας». «Βάλε παύση πριν πεις “λάθος”». Στην πράξη, βέβαια, αποδείχθηκε ανέφικτο.” 

(από το άρθρο της Γιώτας Σύκκα “Ο ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΑΣ” εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 30/1/2011)

 

“Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι·
μα το νερό γλυφό.

Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της·
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβύστηκε η γραφή.

Mε τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος,
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.”

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ “ΑΡΝΗΣΗ”

Ο Μίκης Θεοδωράκης διηγείται για την ηχογράφηση του τραγουδιού:

“Ηθελα τα «Επιφάνια» -ακριβώς γιατί ο στίχος ήταν τόσο διανοουμενίστικος- να τα περάσω σε όσο το δυνατόν πιο πλατύ κοινό με λαϊκό μουσικό ένδυμα. Άλλωστε αυτή ήταν η πρώτη φορά που ελεύθερος στίχος φιλοδοξούσε να γίνει απλό λαϊκό τραγούδι. Να συντροφεύει δηλαδή τον κοσμάκη παντού. Στο γιαπί, στην ταβέρνα, στην εκδρομή, στην παρέα. Όταν ηχογραφούσαμε, λέω στον Μπιθικώτση «πρόσεξε την άνω τελεία. Εκεί που λες πήραμε τη ζωή μας, βάλε παύση πριν πεις λάθος». Στα αυτιά μου είχα την προτροπή – παράκληση του ποιητή: «Την άνω τελεία! Την άνω τελεία! Αλλιώτικα μου αντιστρέφεις το νόημα». Τελικά όμως αυτό αποδείχθηκε ανεφάρμοστο στην πράξη, με αποτέλεσμα να ακουστεί η λέξη «λάθος» κολλητά στο «πήραμε τη ζωή μας», δίνοντας αντίθετο νόημα στο ποίημα. Όμως πόσο κατανοητό ήταν για το λαό, που ποιος λίγο, ποιος πολύ, είχε πάρει τη ζωή του λάθος…”

Ο Γιώργος Σεφέρης έφυγε από τη ζωή, σαν σήμερα 20 Σεπτεμβρίου του 1971. Ένας άνθρωπος με ευγένεια ψυχής και αξεπέραστο πνεύμα, αποτέλεσε πλούτο ανεκτίμητο στην κληρονομιά τούτης της χώρας. Σπούδασε στην Αθήνα και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου και έκανε διδακτορικό. Παράλληλα ο δρόμος για τις ποιητικές του αναζητήσεις είχε ανοίξει διάπλατα και ο ίδιος θεωρείται εκφραστής του μοντερνισμού στην ποίηση μιας και μετέφερε τον κόσμο της παράδοσης στη νέα εποχή. Πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν πως ο Σεφέρης κατάφερε να αποδόσει με τέτοιο τρόπο τη γραφή του, εξαιτίας προσωπικών βιωμάτων σε συνάρτηση με την αγάπη του για τις ρίζες του λαού και την παραδοση. Σημαντική επιρροή του επίσης, υπήρξε ο εξίσου μοντερνιστής Τ.Σ.Έλιοτ, έργα του οποίου αγάπησε και μετέφρασε σε εξαιρετική απόδοση (“Έρημη Χώρα” και “Φονικό στην Εκκλησιά”). Το 1931 ξεκινά με τη συλλογή ποιημάτων ¨Στροφή”, ενώ το 1935 καθιερώνεται ως μεγάλος μοιητής με τη συλλογή του “Μυθιστόρημα”. Από το 1940 και μετά τα έργα του Γιώργου Σεφέρη μεταφράζονται στο εξωτερικό και η αναγνώρισή της προσφοράς του στο χώρο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, του αποφέρει το βραβείο Νόμπελ το Δεκέμβριο του 1963. Μάλιστα η Σουηδική Ακαδημία αναφέρει: “για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες”.

Στα χρόνια της χούντας ο Σεφέρης κρατούσε απόσταση από δηλώσεις και τοποθετήσεις, ενώ δίδασκε σε πανεπιστήμια σε Ελλάδα και εξωτερικό. Μετά από πολύ καιρό στις 28 Μαρτίου του 1969 είπε στο ραδιοφωνικό σταθμό του BBC: “Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω, αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας.
Έτσι, από τα χρόνια εκείνα ως τώρα τελευταία, έπαψα κατά κανόνα ν’ αγγίζω τέτοια θέματα. Εξ’άλλου τα όσα δημοσίεψα ως τις αρχές του 1967, και η κατοπινή στάση μου (δεν έχω δημοσιέψει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία) έδειχναν, μου φαίνεται αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.
Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικό το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, να τι θα έλεγα:
Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ολωσδιόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκούμενα νερά. Δεν θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δεν λογαριάζουν πάρα πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς δεν πρόκειται μόνον γι’ αυτό τον κίνδυνο. Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία παραμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μας βασανίζει, συνειδητά, όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωράει το κακό.
Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.”

Τρία χρόνια αργότερα ο Γιώργος Σεφέρης φεύγει από τη ζωή εξαιτίας μετεγχειριτικών επιπλοκών στο δωδεκαδάχτυλο (τμήμα του λεπτού εντέρου) και ο ελληνικός λαός στη νεκρώσιμη πομπή προς το Α’ Νεκροταφείο, μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, σταματά την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το απαγορευμένο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκησε στίχους Γιώργου Σεφέρη “Άρνηση”

 

Πηγές: Λογομνήμων κατ’ευφημισμόν, το Βήμα, Βικιπαιδεία