“Κοίταξα γύρω τό δωμάτιο μήπως μπορέσω νά θυμηθῶ” Τάσος Λειβαδίτης

Το μοναδικό αφηγηματικό έργο του μεγάλου Έλληνα ποιητή Τάσου Λειβαδίτη είναι μια συλλογή διηγημάτων με κεντρικό τίτλο “Το εκκρεμές”. Εκδόθηκε πρώτη φορά το 1966 από τις εκδόσεις Κέδρος και επανακυκλοφόρησε το 2017 από τις εκδόσεις Μετρονόμος.

Το εντυπωσιακό με το βιβλίο αυτό είναι το ύφος του Λειβαδίτη που δε μοιάζει καθόλου με το ύφος της ποίησής του. Μικρά διηγήματα που μας παραπέμπουν σε μια εφιαλτική κατάσταση. Ένα παιχνίδι μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, τρέλας και λογικής, φωτός και σκότους. Μια άλλη πλευρά του ποιητή κατακλυσμένη από φαντασία, που μας κινεί ακόμα περισσότερο το ενδιαφέρον να τον διαβάσουμε για να την ανακαλύψουμε! Ακολουθεί ένα απόσπασμα ενός από τα διηγήματα του εν λόγω βιβλίου.

Μιά μέρα σάν τίς ἄλλες

Τό νά ξυπνᾶς ντυμένος στό κρεβάτι, σʼ ἕνα δωμάτιο πού τό βλέπεις γιά πρώτη φορά, εἶναι βέβαια ἕνας κακός οἰωνός γιά τή μέρα πού ἀρχίζει. Μά νά μή θυμᾶσαι καθόλου τό πῶς βρέθηκες μέσα σέ τοῦτο τό ἄγνωστο σπίτι, καταντάει λίγο σάν ἐφιάλτης. «Μήπως μέ βρῆκαν μεθυσμένο χτές τό βράδυ καί μέ περιμάζεψαν;» σκέφτηκα. Μοῦ συνέβαινε καμμιά φορά. Τό στόμα μου ὅμως ἤτανε περίφημα, χωρίς ἐκείνη τήν ξινή, τραχιά γεύση τοῦ χωνεμένου κρασιοῦ. Καί τό κεφάλι μου ἀνάλαφρο.
Κοίταξα γύρω τό δωμάτιο μήπως μπορέσω νά θυμηθῶ. Ἦταν εὐρύχωρο, σχεδόν βαρετά εὐρύχωρο, μέ ψηλό ταβάνι. Τέτοια δωμάτια πρέπει νά ʼχουν κάτι παλιά γερασμένα ἀρχοντικά πού βλέπεις καμμιά φορά σέ μακρινά σημεῖα τῆς πόλης. Μοναδική ἐπίπλωση τό κρεβάτι πού ʼμουνα πλαγιασμένος, κι αὐτό παλαιικό, φαρδύ, μέ μαῦρα σιδερένια κάγκελα, καί σέ μιά ἐσοχή τοῦ τοίχου ἕνας θαμπός νιπτήρας σάν κείνους στά φτηνά ξενοδοχεῖα τῶν συνοικιῶν. Τό πιό περίεργο ἀπʼ ὅλα ἦταν ἕνα παράθυρο κοντά στήν ὀροφή. Μά ἕνα παράθυρο πού δέν ἦταν δικό μου, θέλω νά πῶ, δέν ἦταν τῆς κάμαρας πού βρισκόμουνα. Τό παράθυρο ἀνῆκε στό διπλανό σπίτι κʼ οἱ γρίλιες του ἀνοῖγαν πρός τά μένα. «Τόσο ἔφτασε, λοιπόν, στό ἀδιαχώρητο ἡ ἀνοικοδόμηση τῆς πόλης», συλλογίστηκα, «πού τά παράθυρα τοῦ ἑνός σπιτιοῦ κοιτάζουν μέσα στό ἄλλο;» Πίσω ἀπʼ τά τζάμια ἕνας ἄνθρωπος ἀπροσδιόριστος, ἔκανε πώς τηλεφωνεῖ, ἐνῶ μέ τήν ἄκρη τοῦ ματιοῦ κάρφωνε κάθε κίνησή μου. Ἤμουνα ἕτοιμος νά κάνω μιά σειρά σκέψεις γύρω ἀπό τήν πολεοδομική καί τήν ἁλματώδη αὔξηση τοῦ πληθυσμοῦ, ὅταν στό βάθος ἄνοιξε ἡ πόρτα καί μπῆκε ἕνας γερασμένος κυρτός ἄντρας μέ ἀραιά, ἄσπρα μαλλιά κρατώντας ἕναν δίσκο στό χέρι. Τό πρόσωπό του σά νά μοῦ φάνηκε γνωστό, χωρίς ὅμως νά μπορῶ καί μέ ἀκρίβεια νά τό βεβαιώσω.
—Βράδιασε κιόλας, εἶπε μέ κάπως κουρασμένη φωνή, κι ἀκούμπησε πλάι μου, στο κρεβάτι, τόν δίσκο μέ τό φλιτζάνι.


Πρίν προφτάσω νά τόν ρωτήσω ποῦ βρίσκομαι εἶχε κιόλας βγεῖ, κλείνοντας τήν πόρτα πίσω του. «Μᾶλλον ξενοδοχεῖο θά ʼναι, καλά τό κατάλαβα» καί κοίταξα ξανά τόν θαμπό νιπτήρα. «Πρέπει ὅμως νά ʼναι ἡ τελευταία φορά πού κάνω αὐτή τήν ἀνέμελη, τί ἀνέμελη, τήν ἀηδιαστική ζωή, νά γυρίζω στά καπηλειά καί τά ξενοδοχεῖα. Στό τέλος – δέν εἶμαι πιά παιδί». Οἱ ὑγιεινές τοῦτες ἀποφάσεις μοῦ δῶσαν κουράγιο κι ἔνιωθα ἀρκετά εὐδιάθετος ὅταν γύρισα νά πάρω τό φλιτζάνι. Μά τό φλιτζάνι ἦταν ἄδειο. Ὡραῖο κι αὐτό! «Μήπως χύθηκε;» Ἔσκυψα νά δῶ κάτω στό πάτωμα· οὔτε στάλα. Εἶχα ἀνοίξει κιόλας τό στόμα μου νά βάλω τίς φωνές καί νά κατσαδιάσω αὐτόν τό γερο-βλάκα τόν ξενοδόχο, ὅταν μιά σκέψη μέ καθησύχασε. «Καλύτερα, ποιός ξέρει πόσες ὧρες θά ʼχανε ψήσει τόν καφέ, κι ἄν τόν εἶχαν ἀφήσει ἔρημο στήν κουζίνα καί τόν εἶχε μαγαρίσει καμμιά γάτα; Δέν ἀποκλείεται πρίν μοῦ τόν σερβίρει νά ʼχε βγάλει ὡραῖα-ὡραῖα ἀπό μέσα μιά κατσαρίδα ἤ καί ἕναν ὁλόκληρο ποντικό. Ἀμʼ τούς ξέρω ἐγώ αὐτούς τούς τύπους. Μέ μιά λέξη, εἶσαι πιό τυχερός ὅταν οἱ ἄλλοι δέ σοῦ προσφέρουν τίποτα· πίσω ἀπ’ τήν προσφορά τους, νά ʼσαι βέβαιος, παραμονεύει πάντα κάποιος κίνδυνος».
Εἶναι ἀλήθεια πώς ἀπόρησα γιʼ αὐτήν τήν τόσο ἀπάνθρωπη σκέψη μου, ἐγώ πού ʼχα ἐντρυφήσει σέ τόσα φιλολαϊκά συγγράμματα, κʼ εἶχα συγγράψει μάλιστα κι ὁ ἴδιος μιά πραγματεία γιά τά ξωτικά καί τά φαντάσματα στή λαϊκή παράδοση. Στό μεταξύ ὁ ἄνθρωπος ψηλά στʼ ἀνοιχτό παράθυρο ἔκανε πώς τηλεφωνεῖ. «Στό διάβολο, δέν μπορεῖ πιά κανείς οὔτε μέσα στήν κάμαρά του νά μείνει μονάχος. Εἶναι ἀνάγκη αὐτά τά παράθυρα νʼ ἀνοίγουν πάνω στά μοῦτρα σου;»
Σηκώθηκα, μέ τήν ἀπόφαση νά φύγω τό γρηγορότερο ἀπό ʼδῶ μέσα, ἔστω κι ἄν εἶχα πληρώσει γιά ἕναν ὁλάκερο μήνα προκαταβολή. Ἔπιασα, ἀρκετά νευριασμένος, τό πόμολο τῆς πόρτας κι ἄνοιξα μέ δύναμη. Ἐκείνη τή στιγμή θυμήθηκα: ὁ γερασμένος ἄντρας πού μοῦ ʼφερε τό ἄδειο φλιτζάνι ἦταν ὁλόιδιος ὁ γερο-επιστάτης τοῦ σχολείου πού πήγαινα παιδί. «Μά πῶς;» ἀναρωτήθηκα. «Τότε θά ‘ταν ἑξήντα χρονῶ περίπου. Κι ἔχουν περάσει ἄλλα τριάντα χρόνια; Θά ʼπρεπε νά ʼχει πεθάνει».