Τρία ποιήματα του Φρ. Νίτσε λίγο πριν το τέλος του

Ο ήλιος πέφτει.

Για πολύ ακόμη, ω φλογισμένη καρδιά, δε θα διψάς!

Μια υπόσχεση, από άγνωστα χείλη,

στον αέρα, μ’ ακραγγίζει,

πέφτει η μεγάλη ψύχρα…

Ο ήλιος θερμός, στεκότανε το μεσημέρι, πάνωθέ μου:

σας χαιρετώ, ω σεις που έρχεστε πνεύματα

δροσερά των απογευμάτων, άνεμοι αιφνίδιοι!

Περνά ξένος και αγνός, ο αγέρας.

με λοξό, μαυλιστικό βλέμμα

δε με κοιτάζει η

νύχτα; Δυνατή μείνε, ω

δυνατή καρδιά μου,

και: Γιατί; Μη ρωτήσεις!

Βράδι της ζωής μου!

Γέρνει ο ήλιος.


Μέρα της ζωής μου,

γέρνει ο ήλιος,

αρυτίδωτο απλώνεται, κιόλας,

το κύμα, χρυσωμένο.

Ζέστα αναδίνει ο βράχος:

πάνω του δεν κοιμίζει η 

ευτυχία, μέσα στο μεσημέρι.

τον ύπνο της; Ακόμη

παίζει η ευτυχία, πάνω σε μαύρο

βάραθρο, μέσα σε πράσινα φώτα.

Μέρα της ζωής μου,

βραδιάζεις!

Το μάτι σου λάμπει

μισοσβησμένο κιόλας,

κιόλας τις σταγόνες σου,

γαλήνια κυλά, πάνω 

σε γαλακτερή θάλασσα, η πορφύρα

του έρωτά σου, η στερνή σου

δισταχτική ευδαιμονία…


Μελαμψή νύχτα, και στεκόμουν,

δεν πάει πολύς καιρός, επάνω

σ’ ένα γεφύρι. Μακρυά κάπου

τραγουδούσανε: Χρυσές σταγόνες,

πάνω απ’ τη ριγηλή επιφάνεια

του νερού, αναπηδούσαν

και χάνονταν. Γόνδολες, φώτα,

μουσική – έπλεαν μεθυσμένα

μες στο λυκόφως…

Έγχορδο όργανο η ψυχή μου,

από αόρατα δάχτυλα κρουσμένη,

κρυφά τραγουδιόταν, ένα

τραγούδι γόνδολας, ριγώντας

από ποικίλη ευδαιμονία.

Την άκουγε, άραγε, κανένας;

Από το βιβλίο Φρειδερίκος Νίτσε του Ντανιέλ Αλεβύ, εκδόσεις Γκοβόστη

Διαβάστε περισσότερα εδώ