Τζ.Ρ.Ρ.Τόλκιν.. Μπέρεν και Λούθιεν

Σαν σήμερα 2 Σεπτεμβρίου του 1973 ο Τζον Ρόναλντ Ρόιελ Τόλκιν, άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 81 ετών, δύο χρόνια μετά το θάνατο της πολυαγαπημένης του γυναίκας Ήντιθ Μέρι Μπρατ.

Όλοι γνωρίζουμε τα έργα του, αγαπήσαμε τα βιβλία και τις ιστορίες του, ταξιδέψαμε στο φανταστικό κόσμο της Μέσης Γης με τέρατα, μάγους, νάνους, χόμπιτ, ξωτικά και ανθρώπους. Μάχες του καλού με το κακό, φιλίες παντοτινές, δυνάμεις του σκότους και του φωτός και έρωτες αγνούς, δυνατούς ως το θάνατο.

Γι’αυτο θα σας μιλήσω.. για τον Έρωτα.

Θα σας πω την ιστορία του έρωτα του, από τον οποίο εμπνεύστηκε και μετέφερε στο κόσμο της φαντασίας μία από τις ομορφότερες ιστορίες αγάπης του κόσμου. Του Μπέρεν και της Λούθιεν.

Ο Τόλκιν γνώρισε τη 19χρονη γυναίκα του Ήντιθ, όταν ήταν 16 ετών, τρία χρόνια μικρότερος της, όταν μετακόμισε στο οικοτροφείο που εκείνη ζούσε. Οι δυο τους δεν άργησαν να δέσουν, καθώς ήταν ορφανοί με μεγάλη ανάγκη για αγάπη. Βρίσκονταν σε μαγαζάκια και έπιναν τσάι, διασκέδαζαν πετώντας κύβους ζάχαρης στους περαστικούς και έκαναν περίπατους με τις ώρες. Η στιγμή που κατάλαβαν πως ήταν ερωτευμένοι δεν άργησε, όμως ο έρωτας αυτος θα έβρισκε σύντομα μεγάλα εμπόδια. Ο κηδεμόνας του Τόλκιν, Μόργκαν, βλέποντας την Ήντιθ σαν πειρασμό του Τόλκιν από τα μαθήματά του και τρομοκρατημένος από το γεγονός ότι, ο νεαρός προστατευόμενός του, είχε συνάψει σχέσεις με μια Προτεστάντισσα, του απαγόρευσε να τη συναντά, να της μιλά ή, ακόμα, και να της γράφει γράμματα, ωσότου φτάσει 21 ετών. Ο Τόλκιν δέχτηκε και τήρησε κατά γράμμα την απαγόρευση, μιας και τον αγαπούσε σαν πατέρα του.

Ο Τόλκιν, το βράδυ των 21 γενεθλίων του, έστειλε γράμμα στην Ήντιθ, δηλώνοντάς της ότι την αγαπά κι ότι θέλει να την παντρευτεί. Η Ήντιθ, όμως, του απάντησε ότι είχε αρραβωνιαστεί με έναν άλλον άντρα, κι αυτό γιατί πίστεψε πως την είχε ξεχάσει. Τελικά, οι δύο τους συναντιούνται κάτω από μια σιδηροδρομική οδογέφυρα, ξαναζωντανεύοντας τον έρωτά τους. Κατόπιν, η Ήντιθ επιστρέφει το δαχτυλίδι αρραβώνων της και ανακοινώνει πως θα παντρευτεί τον Τόλκιν. Η Ήντιθ Μέρι Μπράντ και ο Τζον Ρόναλντ Ρούελ Τόλκιν αρραβωνιάστηκαν, επισήμως, τον Ιανουάριο του 1914, στο Μπέρμιγχαμ, και παντρεύτηκαν στις 22 Μαρτίου 1916.

Στη συνέχεια ήρθε ο πόλεμος που τους χώρισε και ανάγκασε τον Τόλκιν να υποφέρει από ασθένειες βαριές και συνθήκες που τον απέτρεπαν από τη ζωή που ονειρευόταν με την αγαπημένη του. Τίποτα δε τον έκανε όμως να μη την σκέφτεται και να της γράφει όσο μπορούσε χωρίς να ξέρει αν θα παραλάβει ποτέ τα γραμματά του. Αντίστοιχα η Ήντιθ υπέμενε με την ελπίδα πως ο αγαπημένος της θα γυρίσει και έχοντας μέσα της τον καρπό του έρωτα τους. Κάποια στιγμή ο Τόλκιν επιστρέφει σπίτι λόγω ασθενείας για να συνεχίσει τη θητεία του από εκεί και η Ήντιθ φέρνει στο κόσμο το παιδί τους. Αυτή η αγάπη δυνάμωσε και τους κράτησε μαζί ως τη μέρα που ο θάνατος τους χώρισε και ο Τόλκιν έμεινε μόνος να θυμάται, αυτόν και την Ήντιθ που πήγανε για περπάτημα μέσα στο δάσος, κοντά στην περιοχή του Ρους, τότε η εκείνη ξεκίνησε να του χορεύει σε ένα ξέφωτο, ανάμεσα σε ανθισμένα φυτά.

«Πότε δεν αποκάλεσα την Ήντιθ Λούθιεν — αλλά αυτή ήταν η πηγή της ιστορίας που, αργότερα, αποτέλεσε το κύριο μέρος του Σιλμαρίλλιον. Αρχικά την εμπνεύστηκα σ’ ένα μικρό ξέφωτο του δάσους, γεμάτο ανθισμένα κώνεια, στο Ρους Γιόρκσάιρ (όπου ήμουν επικεφαλής ενός προκεχωρημένου φυλακίου της Φρουρας Χάμπερ το 1917 και τα είχε καταφέρει να είναι για λίγο μαζί μου). Τοτε τα μαλλιά της ήταν κατάμαυρα κορακίσια, η επιδερμίδα της αψεγάδιαστη και τα μάτια της πιο λαμπερά απ’ ό,τι τα έχεις δει ποτέ σου. Μπορούσε να τραγουδά — και να χορεύει. Αλλά η ιστορία τελείωσε κι απέμεινα εγώ, και εγώ δεν μπορώ να παρακαλέσω τον ανένδοτο Μάντος.»

Ο Τόλκιν θάφτηκε μαζί με την Ήντιθ και στο τάφο τους κάτω από τα ονόματά τους γράφτηκαν τα ονόματα του φανταστικού κόσμου του.

 

Και η ιστορία ξεκινα…

Μπέρεν και Λούθιεν

Ο Μπέρεν, ακολουθώντας τον πατέρα του Μπαραχίρ, ο οποίος αντιστεκόταν ακόμα στον Μόργκοθ, μετά τη Μάχη της Ξαφνικής Φλόγας, βρέθηκε να είναι ο μοναδικός επιζών στο Ντορθόνιον. Έτσι μετά την ήττα των συντρόφων του, ο Μπέρεν κατέφυγε στην προστασία του δάσους, κοντά στο βασίλειο των ξωτικών Ντόριαθ, όπου γνώρισε τη Λούθιεν, κόρη του Θίνγκολ και της Μέλιαν. Όταν την είδε να τραγουδάει και να χορεύει με χάρη, την ερωτεύτηκε, καθώς ήταν η ομορφότερη του Γένους της. Βλέποντας αυτή την ομορφιά και ακούγοντας τη μαγευτική φωνή της, ο Μπέρεν χωρίς να ξέρει το όνομά της την φώναζε Τινούβιελ,που σημαίνει Αηδόνι. Αργότερα τον ερωτεύτηκε και αυτή και θέλησε να τον γνωρίσει στον πατέρα της.

 

Ο πατέρας της όμως πίστευε ότι ο Μπέρεν δεν ήταν άξιος για την κόρη του, λόγω της ανθρώπινης καταγωγής του και συμφώνησε να δώσει την άδειά του να την παντρευτεί, μόνο αν ο Μπέρεν κατάφερνε να φέρει εις πέρας μία ακατόρθωτη αποστολή: να του φέρει ένα Σίλμαριλ από την κορώνα του Μόργκοθ. Έτσι λοιπόν, ο Μπέρεν ξεκίνησε την αναζήτηση του πολύτιμου πετραδιού προσπαθώντας να φτάσει στο Άνγκμπαντ, το φρούριο του εχθρού, χωρίς να γνωρίζει ότι η Λούθιεν τον είχε ακολουθήσει. Έπειτα, μάζεψε δέκα πολεμιστές από την πεδιάδα Νάργκοθροντ, χάρη στη βοήθεια του βασιλιά των ξωτικών της πεδιάδας Φίνροντ Φέλαγκουντ, ο οποίος είχε όρκο φιλίας με τον πατέρα του, Μπαραχίρ. Στην διαδρομή όμως πιάστηκαν αιχμάλωτοι από υπηρέτες του Σάουρον και φυλακίστηκαν σε μπουντρούμι όπου σκοτώθηκαν όλοι οι σύντροφοί του, εκτός από το Μπέρεν. Η Λούθιεν πιάστηκε και η ίδια αιχμάλωτη από τον Κέλεγκορμ και τον Κουρούφιν. Κατάφερε όμως να δραπετεύσει με τη βοήθεια του Χούαν, ενός ξακουστού κυνηγόσκυλου, που η προφητεία έλεγε ότι θα ηττηθεί μόνο από τον πιο δυνατό λύκο που υπήρξε ποτέ. Κατάφεραν μαζί να φτάσουν στο οχυρό του Σάουρον, ο Χούαν πάλεψε μαζί του σε μορφή λύκου και η Λούθιεν φανέρωσε τη μαγική δύναμή της καταφέρνοντας να πάρει τον έλεγχο του οχυρού και να ελευθερώσει τον Μπέρεν και όλους τους αιχμαλώτους που είχε φυλακισμένους ο Σάουρον. Ηττημένος ο Σάουρον μεταμορφώθηκε σε βαμπίρ και κατέφυγε στο Τάουρ- Νου- Φούιν.

Ο Μπέρεν προσπάθησε να συνεχίσει το ταξίδι μόνος του αλλά η Λούθιεν δεν τον άφησε. Αργότερα αιχμαλωτίστηκαν από τον Κέλεγκορμ και τον Κουρούφιν και ο τελευταίος τραυμάτισε τον Μπέρεν θανάσιμα. Η Λούθιεν όμως με τη μαγεία της κατάφερε να τον γιατρέψει και μαζί ξεκίνησαν το ταξίδι τους προς το οχυρό του Μόργκοθ. Για να μπορέσουν να πάρουν το πετράδι, η Λούθιεν είπε ένα μαγικό τραγούδι το οποίο νάρκωσε τον Σκοτεινό Άρχοντα και ο Μπέρεν με το σπαθί που είχε κλέψει από τον Κουρούφιν,το  Άνγκριστ, ένα από τα πιο κοφτερά σπαθιά, κατάφερε να κόψει ένα Σίλμαριλ από το στέμμα του Μόργκοθ. Προσπαθώντας να κόψει τα άλλα δύο πετράδια το σπαθί του έσπασε και ξύπνησε τον Μόργκοθ. Στην  προσπάθεια τους να φύγουν, ο Μπέρεν πάλεψε με τον Κάρχαροθ, έναν γιγάντιο λύκο, ο οποίος του έκοψε το χέρι με το οποίο κρατούσε το Σίλμαριλ και το κατάπιε. Το αγνό φως όμως του σίλμαριλ τον έκαψε και έφυγε τρέχοντας. Έτσι ο Μπέρεν και η Λούθιεν κατάφεραν να σωθούν και με τη βοήθεια των Αετών γύρισαν πίσω.

Γυρίζοντας στο Ντόριαθ, ο βασιλιάς Θίγκολ κράτησε την υπόσχεσή του και έδωσε την ευλογία του για τον γάμο αλλά ο Μπέρεν ένιωσε ότι δεν είχε ολοκληρώσει την αποστολή του, για αυτό μαζί με τον Χούαν έφυγαν για να κυνηγήσουν και να θανατώσουν τον Κάρχαροθ. Δυστυχώς, κατά τη διάρκεια της μάχης πέθαναν και οι τρεις αλλά ο Μπέρεν κατάφερε να βγάλει το Σίλμαριλ από την κοιλιά του Κάρχαροθ και ξεψυχώντας το χάρισε στον βασιλιά, νιώθοντας ότι η αποστολή του ολοκληρώθηκε.

Όμως η Λούθιεν δε μπορούσε να αντέξει τον αβάσταχτο πόνο του χαμού του αγαπημένου της, για αυτό και πήγε στα Δώματα του Μάντος. Εκεί τραγούδησε ένα τόσο στενάχωρο και γλυκό τραγούδι, που ο ίδιος ο Μάντος την λυπήθηκε και της έδωσε τη δυνατότητα να διαλέξει ή να φύγει από το Μάντος και να πάει στη Βάλιμαρ κι εκεί να ζήσει ως το τέλος του κόσμου μαζί με τους Βάλρ, λησμονώντας όλες τις λύπες που γνώρισε στη ζωή της, ή να επιστρέψει στη Μέση Γη και να πάρει μαζί της τον Μπέρεν. Εκεί θα ζήσει ως  θνητή και θα πεθάνει για δεύτερη φορά, όπως και ο Μπέρεν. Εκείνη, χάρη στη μεγάλη της αγάπη για τον Μπέρεν, διάλεξε να επιστρέψει μαζί του στη Μέση Γη. Εκεί πέρασαν την υπόλοιπη ζωή τους μέχρι που τους χώρισε ο θάνατος και η ομορφιά της Λούθιεν έμεινε ως ανάμνηση μόνο στα τραγούδια.

Το τραγούδι της Λούθιεν στο Μάντος… καληνύχτα σας