Μια ιστορία του Ντάριο Φο που θα σε προβληματίσει. “Ο Βράχος του Καλντέ”

“Η άγνοια είναι η βάση της αδικίας. Σήμερα πρέπει να εκμεταλλευτούμε
το γεγονός ότι εμείς οι άλλοι, οι θεατράνθρωποι, οι διανοούμενοι, οι ηθοποιοί, έχουμε το δικαίωμα του λόγου και τη δυνατότητα να ενημερώνουμε τους νέους. Έχουμε το χρέος να αφηγούμαστε τη ζωή.”


Ντάριο Φο ( 24 Μαρτίου 1926 — 13 Οκτωβρίου 2016)

Ο Ντάριο Φο ήταν Ιταλός θεατρικός συγγραφέας, ευθυμογράφος, ηθοποιός, θεατρικός σκηνοθέτης και συνθέτης. Πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1997. Χρησιμοποιούσε τεχνικές της κομέντια ντελ’ άρτε και συνεργαζόταν στενά με τη σύζυγό του Φράνκα Ράμε.

Κατά τη διάρκεια της απονομής του βραβείου Νόμπελ στη Σουηδική Ακαδημία, ο θεατρικός συγγραφέας στην ομιλία του αφηγείται μια ιστορία που δε μπορει παρά να προβλήματίσει τον κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο στην εποχή που διανύουμε. Ίσως αν ο καθένας από εμάς έπαιρνε έστω και κάτι από αυτήν, ένα μικρό λιθαράκι για το χτίσιμο μιας νέας ζωής να έθετε τις βάσεις.

Σουηδία  9 Οκτωβρίου του 1997 

“…Αλλά, αγαπητοί Ακαδημαϊκοί, ας το παραδεχτούμε- αυτή τη φορά το παρακάνατε. Θέλω να πω, πρώτα δίνετε το βραβείο σε έναν νέγρο- ύστερα σε έναν εβραίο συγγραφέα- και τώρα σε έναν κλόουν. Τι τρέχει; Τρελαθήκατε;

Τα έχασαν και οι ανώτεροι κληρικοί. Ανώτεροι Παπικοί εκλέκτορες, επίσκοποι, καρδινάλιοι και πρελάτοι του Opus Dei έχουν βγει απ’ τα ρούχα τους- έφτασαν σε σημείο να ζητούν την επανενεργοποίηση του νομού που έστελνε τους γελωτοποιούς στην πυρά. Να ψηθούν σε σιγανή φωτιά.

Από την άλλη μεριά, υπάρχουν πάρα πολλοί που ενθουσιάστηκαν, όπως εγώ, με την επιλογή σας. Οπότε σας μεταφέρω τις θερμότατες ευχαριστίες εξ ονόματος πάμπολλων μίμων, γελωτοποιών, κλόουν, ακροβατών και παραμυθάδων.

Και μια και μιλάμε για παραμυθάδες, ας μην ξε- χάσουμε τους παραμυθάδες της κωμόπολης της λίμνης Ματζιόρε, στην οποία γεννήθηκα και μεγάλωσα, μιας κωμόπολης με πλούσια προφορική παράδοση.

Οι παλιοί παραμυθάδες, οι τεχνίτες του γυαλιού δίδαξαν σ’ εμένα και σε άλλα παιδιά την τέχνη να σκαρώνουμε φανταστικές ιστορίες. Αν τους ακούγατε, θα ξεκαρδιζόσασταν στα γέλια -αλλά τα γέλια σας θα πνίγονταν, όταν πιάνατε τον τραγικό σαρκασμό που έκρυβαν. Ως σήμερα, μου έχει μείνει στο μυαλό η ιστορία του Βράχου του Κάλντε.

«Πριν πολλά χρόνια -άρχισε ο γέρος τεχνίτης του γυαλιού- πάνω ψηλά στην κορφή του απότομου βράχου που ορθώνεται από πάνω από την λίμνη υπήρχε μια πόλη που λεγόταν Κάλντε. Η πόλη έτυχε να στηρίζεται σε ένα χαλαρό θραύσμα βράχου που αργά αργά, μέρα με τη μέρα, γλιστρούσε προς τον γκρεμό. Ήταν μια θαυμάσια πόλη, με ένα καμπαναριό, έναν οχυρό πύργο στην κορυφή της και σπιτάκια, μαζεμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Μια πόλη που κάποτε υπήρχε και τώρα δεν υπάρχει πια. Χάθηκε τον 15° αιώνα.

«Εε -φώναζαν οι γεωργοί και οι ψαράδες στην κοιλάδα κάτω- γλιστράτε, θα πέσετε από κει ψηλά».

Αλλά οι κάτοικοι της πόλης πάνω στο βράχο, γελούσαν και τους κορόιδευαν: «Νομίζετε πως είστε έξυπνοι, προσπαθείτε να μας τρομάξετε για να φύγουμε από τα σπίτια και τα χωράφια μας και να μας τα πάρετε. Αλλά δεν είμαστε τόσο βλάκες».

Έτσι, συνέχισαν να καλλιεργούν τ’ αμπέλια τους, να σπέρνουν τα χωράφια τους, να παντρεύονται και να ερωτεύονται. Πήγαιναν στην εκκλησία. Ένιωθαν τον βράχο να γλιστρά κάτω από τα σπίτια τους, αλλά δεν πολυέδιναν σημασία. «Ο βράχος σταθεροποιείται. Φυσιολογικό», καθησύχαζαν ο ένας τον άλλο.

Το μεγάλο θραύσμα του βράχου ήταν έτοιμο να βουλιάξει στη λίμνη. «Προσέξτε, το νερό σάς έχει φτάσει ως τον αστράγαλο», φώναζαν οι άνθρωποι απ’ τον κάμπο. «Ανοησίες, είναι τα νερά από τα σιντριβάνια που ξεχείλισαν», έλεγαν οι άνθρωποι της πόλης κι έτσι, αργά αλλά σταθερά, η πόλη βούλιαξε μες στην λίμνη.

Γκλου… γκλου… βουλιάζουν… σπίτια, άντρες, γυναίκες, δύο άλογα, τρία γαϊδούρια… γκλου. Άφοβος ο παπάς συνέχισε να ακούει την εξομολόγηση μιας καλόγριας. «Συγχωρητέο… τρία πατερημών… γκλου…». Ο πύργος εξαφανίστηκε, το ίδιο και το καμπαναριό με τις καμπάνες και με τα όλα του. Ντιν… νταν… γκλου…

«Ακόμη σήμερα -συνέχισε ο γέρος τεχνίτης του γυαλιού- αν κοιτάξετε μέσα στο νερό από εκείνο το κομματάκι στεριάς που προεξέχει από την επιφάνεια της λίμνης, και αν την ίδια στιγμή πέσει κεραυνός και η λάμψη φωτίσει τον βυθό της λίμνης, θα δείτε -κι ας φαίνεται απίστευτο- τη βυθισμένη πόλη, με τους δρόμους της άθικτους και ως και τους κατοίκους της, να σεργιανούν και να λένε και να ξαναλένε: «Δεν έγινε τίποτα». Τα ψάρια κολυμπούν μπροστά στα μάτια τους και τους σκαλίζουν τ’ αυτιά. Αλλά τα διώχνουν και λένε: «Δεν χρειάζεται να ανησυχούμε. Είναι ψάρια που έμαθαν να κολυμπούν στον αέρα».

«Αψού! Ο Θεός μαζί σου! Ευχαριστώ… Έχει λίγη υγρασία σήμερα… πιο πολλή από χθες… αλλά όλα εντάξει». Έχουν φτάσει στον πάτο, αλλά, γι’ αυτούς δεν έχει γίνει απολύτως τίποτα».

Όσο ενοχλητικό κι αν είναι, δεν μπορούμε ν’ αρνηθούμε ότι η ιστορία αυτή έχει κάτι να μας πει…”

Δείτε επίσης : “Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού” Ντάριο Φο