“Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού” Ντάριο Φο

 

“Έχω περάσει τα ογδόντα αλλά έχω ζήσει τουλάχιστον εκατόν πενήντα χρόνια σε αυτή τη μεγάλη, σύντομη τρέλα που είναι η ζωή”

Ντάριο Φο (1926-2016)

 

Ο Ντάριο Φο γεννήθηκε στις 24 Μαρτίου του 1926 στο Σαν Τζιάνο της επαρχίας Βαρέζε. Σπούδασε στην Ακαδημία Τεχνών της Μπρέρα το Μιλάνο αλλά δεν άργησε να ανακαλύψει την έφεσή του για το θέατρο και τη σάτυρα.

Ο Ντάριο Φο με τη γυναίκα του, Φράνκα Ράμε επί σκηνής

Γρήγορα έγινε από τους γνωστότερους ηθοποιούς και συγγραφείς του ιταλικού θεάτρου, ένας γνήσιος απόγονος των μεσαιωνικών παλιάτσων και τροβαδούρων. Μαζί με τη σύζυγό του Φράνκα Ράμε ανέβασαν πολιτικά έργα, που είχαν προβλήματα με τη λογοκρισία και εξασκήθηκαν σε ένα είδος λαϊκού θεάτρου που ανέβαινε σε εργοστάσια, σε δρόμους, σε πλατείες. Το 1997 κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Έφυγε σαν σήμερα 13 Οκτωβρίου του 2016 σε ηλικία 90 ετών, από νόσο του αναπνευστικού. Το έργο του στην παγκόσμια ιστορία του θεάτρου εντάσσεται στα σημαντικότερα της εποχής και τα θεατρικά του έχουν μεταφραστεί και έχουν ανέβει σε πολλές χώρες του κόσμου.

Ο Τυχαίος Θάνατος ενός Αναρχικού (1970) ασκούσε κριτική στην κατάχρηση εξουσίας του συστήματος δικαιοσύνης. Ο Φο το έγραψε μετά από μια τρομοκρατική επίθεση από ακροδεξιούς στην Εθνική Αγροτική Τράπεζα στο Μιλάνο. Είναι μια ανελέητη σάτιρα της εξουσίας, με το καυστικό χιούμορ του Ντάριο Φο, να σπάει κόκαλα!
Ένας σχιζοφρενής ύποπτος, από ανακρινόμενος, μετατρέπεται σε ανακριτή στα κεντρικά γραφεία της Αστυνομίας. Μεταμφιεσμένος σε ανώτατο δικαστικό που έρχεται να διαλευκάνει την υπόθεση της “αυτοκτονίας” ενός αναρχικού που έπεσε από τον 4ο όροφο της Ασφάλειας κατά τη διάρκεια μιας ανάκρισης, επιδίδεται σε μια δική του τρελή ανάκριση. Οι άνθρωποι της Ασφάλειας, τρομοκρατημένοι, καταλήγουν έρμαια στην εξυπνάδα και στη φαντασία του τρελού. Από άγριοι και νταήδες, μεταμορφώνονται σιγά-σιγά σε αξιολύπητα ανθρωπάκια που δέρνονται και αλληλοκατηγορούνται μεταξύ τους!

Ακολουθεί απόσπασμα του θεατρικου “Ο Τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού” με τον τρελο να “ορέγεται” την ανθρώπινη εξουσία.

“Ο δικαστής είναι το καλύτερο επάγγελμα απ’όλα. Πρώτα πρώτα, δε βγαίνει ποτέ στη σύνταξη. Ενώ ο κοινός άνθρωπος, ο μέσος εργαζόμενος λόγου χάρη, είναι για πέταμα όταν κοντεύει τα εξήντα εξηνταπέντε, γιατί αρχίζει να γίνεται αργόστροφος και να μην έχει ζωηρά αντανακλαστικά, ο δικαστής μόλις που αρχίζει ουσιαστικά την καριέρα του.

Ο εργάτης, που δουλεύει στην αλυσίδα συναρμολόγησης ή στην πρέσα, είναι μετά τα πενήντα ξοφλημένος: προκαλεί καθυστερήσεις, δυστυχήματα, είναι για πέταμα. Ο μεταλλωρύχος στα πενηνταπέντε του έχει πνευμόνια χαλασμένα – οπότε, του δίνεις δρόμο, τον απολύεις, πριν φτάσει και στο όριο συνταξιοδότησης. Το ίδιο κι ο τραπεζικός: ύστερα από μιαν ηλικία, αρχίζει να κάνει λάθη στους λογαριασμούς, δε θυμάται πια τα ονόματα των επιχειρήσεων και των πελατών, τα μπερδεύει με τα επιτόκια, λησμονάει τον αριθμό λογαριασμού της ΚΥΠ ή των υπουργείων. Δρόμο, στο σπιτάκι σου, ξεκουμπίσου! Γέρασες, ξεκούτιανες! Ενώ ένας δικαστής, όχι!

Με τους δικαστές, συμβαίνει το αντίθετο: όσο πιο γέροι και ξεκούτηδες είναι, τόσο πιο εύκολα εκλέγονται στα ανώτατα αξιώματα κι αναλαμβάνουν τα πιο σπουδαία έργα! Βλέπεις κάτι γεράκους από χαρτόνι, σταφιδιασμένους’ φοράνε μπέρτες με γουνάκια, σωληνωτές καπελαδούρες που σου θυμίζουν κομπάρσους απ’ τον φουρναράκο της Βενετίας, παραπαίουν, έχουνε φάτσες σα φελούς της Βαλ Γκαρντένα, γυαλιά δεμένα μ’ αλυσιδίτσες – μήπως και ξεχάσουν πού τ’ ακούμπησαν αν τα βγάλουν! Ε, λοιπόν, οι άνθρωποι αυτοί, έχουν το δικαίωμα να σε καταστρέψουν ή να σε σώσουν! Όταν τους έρχεται, ρίχνουν ποινές ξεγυρισμένες, σα να λένε απλώς «ίσως αύριο βρέξει»: «Πάρε πενήντα χρονάκια εσύ, τριάντα εσύ, και μόνο είκοσι εσύ, γιατί φαίνεσαι συμπαθητικούλης!»

Αγορεύουν, νομοθετούν, παίρνουν αποφάσεις, θεσπίζουν ποινές… είναι και πρόσωπα ιερά και απαραβίαστα! Άσε που, αν μιλήσεις άσχημα για τους δικαστές, σε πάνε μέσα για περιύβριση! Έτσι συμβαίνει εδώ, έτσι και στη Σαουδική Αραβία. Α, μάλιστα! Ο δικαστής είναι η προσωπικότητα που θα’θελα να υποδυθώ έστω και μια φορά στη ζωή μου. Θα ‘δινα όσα όσα γι’ αυτό. Ανώτατος δικαστικός, δικαστικός του Αρείου Πάγου: «Διατάξτε, εξοχότατε! Καθίστε! Ησυχία! Όρθιοι! Εισέρχεται το σεβαστόν δικαστήριον! Ω, με συγχωρείτε, σας έπεσε ένα κόκαλο! Δικό σας είναι, εξοχότατε;» «Όχι, αποκλείεται. Εγώ δεν έχω πια κόκαλα!»”

Μετάφραση: Βασίλης Τομανάς