Ασημάκης Λύγκας

«Τι σε νοιάζει ‘σένα; Αυτό να μου πεις! Τι σε νοιάζει; Την πέταξες, δεν τηνε πέταξες; Άει γειά σου! Τι σε μέλει αν καπνίσω το σκουπίδι σου; Ε; Κοίτα πέρα άμα ενοχλείσαι!». Έφυγε ο άλλος, είχε προχωρήσει εδώ και ώρα δηλαδή, κι’ αυτός μίλαγε μόνος του, φωναχτά, να τον ακούνε.

Άφησε να πέσει το απομεινάρι της γόπας χωρίς να το πατήσει, πλησίασε το δέντρο, άνοιξε την σακούλα και γέμισε τα λιγδωμένα ντενεκεδάκια με τροφή για τις γάτες. Απευθυνόμενος δυνατά στα τρια αδιάφορα γατιά που’ χαν πλησιάσει στο μεταξύ, για να στραφούν να τον κοιτάξουν όλοι, έτσι σκυμμένο κάτω να φροντίζει τα άμοιρα, με βλέμμα λούστρου που υπολογίζει την αξία τού πελάτη με το λυγισμένο πόδι.

«Άμα έχεις πεινάσει, ξέρεις…». Έδειχνε στους περαστικούς το σώμα του το ίδιο στο ύψος της κοιλιάς, τραβώντας τις άκρες των χειλιών για να σχηματίσουν χαμόγελο. Που δεν ανταπόδιδε κανείς.

Γύρισε την πλαστική σακούλα μέσα έξω, την τίναξε, την δίπλωσε σχολαστικά. Πήγε μέχρι τον φούρνο και κοίταξε στις τζαμαρίες τις πλάτες των ψυγείων με τα γλυκά. Την ώρα που μια γυναίκα έβγαινε με ένα ψωμί τυλιγμένο στο χαρτί μουρμούρισε κάτι μα κείνη δεν έδωσε σημασία.

Αυτό που είχε για χαμόγελο ήταν ακόμη εκεί και ζωντάνεψε σαν αληθινό όταν με είδε στο απέναντι πεζοδρόμιο και σήκωσε το χέρι: «Τι κάνουμε; Καλά είμαστε; Εδώ, χάλια, μια ζωή τα ίδια… Μη χειρότερα να λέμε…» και κάτι λειψά ακόμη που απέφυγα στρίβοντας σε άλλον δρόμο απ’ αυτόν που ήθελα. Ο Ασημάκης. Ο θείος Ασημάκης. Παντρεμένος με την θεία Ματίνα. Δυό γιορτές την ίδια μέρα. Χαριτολογώντας, όσο μπορούσε να νομίζει πως γινόταν πιστευτός, έλεγε πως είχαν και την ίδια μέρα γενέθλια και «Κοίτα φίλε μου κάτι συμπτώσεις! Το πιστεύεις τώρα αυτό;!» Όχι, δεν το πίστευα. Όταν πέθανε η θειά μετακόμισε κοντά μας. Χωρίς να ξέρει πως μέναμε κει τριγύρω.

Πήγα στην κηδεία. Εγώ, τρία ξαδέρφια και ένας απ’ το χωριό που τόμαθε τυχαία στο καφενείο. Άκουγα τον παπά και αναρωτιόμουν γιατί με ένοιαζε τόσο ο θείος Ασημάκης. Γιατί τον είχα συνέχεια στο μυαλό μου μέσα; Γιατί ήταν σαν να παρακολουθούσε κάθε μου κίνηση;

Στάθηκα και κοίταζα τους εργάτες να αφήνουν αργά αργά το σχοινί, την κάσα να τραμπαλίζεται ελαφρά και για μια αιώνια στιγμή νόμισα πως εκείνη η τρύπα δεν είχε πάτο, πως το φέρετρο βυθιζόταν όλο και πιο κάτω, πως ο άλλος κόσμος ήταν εκεί μπροστά μου ανοιχτός κι’ ακατανόητος σαν τον θείο Ασημάκη, που δεν φαινόταν πιά.

Γράφει και σκιτσάρει ο Νίκος Παπαδόπουλος