Η Λουίζα στην άκρη του κόσμου

«Και γιατί θάπρεπε να με απασχολεί η Λουΐζα στην άκρη του κόσμου;» σκέφτηκε. Ήταν με μιαν άλλη, συνομήλικη τώρα αυτή, ξεπερασμένες ελαφρώς εμφανισιακά και οι δύο, με φαρδειά γυαλιά και παντελόνια και πουκαμίσες πάνω απ’ το μαγιό, και μιλάγανε με τον Τάκη που τον ξέρανε από παλιά και είχε ομπρέλες τώρα στην παραλία. Μάλιστα. Κοίταξε αλλού, παρακάτω, ξέρω γώ, στο βιβλίο που κράταγε, στις ομπρέλες που νιαούριζε ένα μικρό, στην θάλασσα που έδειχνε κρύα, ούτε που ήξερε πού κοίταξε, κοίταξε πέρα ας πούμε. Ρούφηξε μια μικρή γουλιά καφέ, μιλάγανε αυτές, κατάβρεχε ο Τάκης την άμμο να μη σηκώνεται και μπαίνει στα ποτά, στα μάτια, στα σάντουιτς, μίλαγε με τον Θωμά που ξυνότανε.

Η Λουΐζα στην άκρη του κόσμου είχε βγάλει το παντελόνι και είχε μείνει με το αποκάτου με τα δεσίματα στα πλάγια και θυμήθηκε μια φορά που της είχε λυθεί όπως έπαιζε ρακέτες και μετά που κοίταζε αλλού να μην τον δει ότι την είδε. Στο μεταξύ ο καφές νέρωσε έτσι σιγά που τον ρούφαγε. Μόνο μην του κουβαληθεί ο Θωμάς και αρχίσει τα πολιτικά. Έβγαλε και το μπλουζάκι κι’ έμεινε με το αποπάνου τώρα, που έδενε πίσω και στον λαιμό και που μια φορά που της είχε λυθεί, τα ίδια. Θυμήθηκε που είχε ρίξει ένα πούλι στην σαλάτα των διπλανών (ρούφηξε μια γουλιά καφέ νερωμένο) και γέλαγαν όλοι τότε και έκανε δεκαπέντε μέρες να πάει στο καφενείο, αλλά τουλάχιστον είχαν σταματήσει να κοιτάνε. Αποκάτου από το καφενείο παίζανε αυτές τις ρακέτες, στην παραλία.

Η άλλη έδειχνε μεγαλύτερη, καμπούριαζε για να δει κάτι που ήταν ακουμπισμένο στα πόδια της που είχαν ακόμη παντελόνι, η Λουΐζα βάδιζε στην άμμο, που πρέπει να έκαιγε, για να μπει στην θάλασσα που έδειχνε κρύα, ο Τάκης συνέχιζε να καταβρέχει μια μέρα με μηδέν μποφόρ, ο Θωμάς είχε δέσει τα χέρια στο στήθος αλλά το κάθε χέρι συνέχιζε κι’ έξυνε το άλλο με μανία στα μπράτσα, η στο μεταξύ Λουΐζα είχε γίνει δυσδιάκριτη γιατί είχε βρέξει μαλλιά και δεν αναγνωριζότανε ανάμεσα στους άλλους λουόμενους και κείνος κοίταζε που είχε φύγει από την άκρη του κόσμου και κολύμπαγε στη μέση της θάλασσας. Ρούφηξε μια γουλιά αηδιαστικό νερό με μπεζ χρώμα. Τόσην ώρα που περίμενε τι περίμενε; Να μη νερώσει ο καφές;

Η Λουΐζα επέστρεψε στην άκρη του κόσμου και πέρναγε βιαστικά μια μωβ πετσέτα από δω κι από κει στο σώμα της ίσα να το αγγίζει, ίσα για να πει πως σκουπίστηκε, και τον είδε και του είπε Α, γειά! ξέσυρε την καρέκλα και κάθησε μισοπλάτη, δηλαδή την έβλεπε προφίλ με κείνα τα διεσταλμένα ρουθούνια και τις βρεμένες βλεφαρίδες. Δεν είχε κάτι ανάλογο να θυμηθεί και κοίταξε κάπου πέρα όπως και πριν.

Η ώρα πέρναγε και έπρεπε να ξαναπαραγγείλει. Πόσο είχε η μπίρα; Πέντε. Μωρέ, θα με πειράξει, είπε, κάνε μου έναν καφέ ακόμη, είπε, τριάμισι ορίστε, είπε. Την έβλεπε από πίσω τώρα, ένα κεφαλάκι τόσο δά με τα μαλλιά πιασμένα σε κείνη την πλαστική ημισέληνο, και οι ώμοι της ενοχλητικά στρογγυλοί, τόσο που πήγε και της είπε, όχι, δεν πήγε και δεν της είπε, τόσο που ήθελε να αλλάξει τραπεζάκι λίγο πιο δω, και όπως πέρναγε πίσω της κείνη γύριζε εκείνη την στιγμή να κάνει να παραγγείλει και τούριχνε τον καφέ, μπλάφ, κάτω.

Τώρα είμαστε δέκα λεπτά μετά, είναι στο ίδιο τραπεζάκι, με πούλια ανάμεσά τους, και έχει κουβαληθεί τελικώς ο όρθιος Θωμάς, ξύνεται και κάτι λέει, ενώ ο ίδιος περιμένει την Λουίζα-στην-άκρη-του-κόσμου να ρίξει τα ζάρια που κρατάει στην άκρη των δαχτύλων της και κείνα, κρεμάμενα ανάμεσα σ’ αυτά τα σάρκινα κάγκελα, θέλουν να βουτήξουν ανάμεσα στα πούλια και με ένα έξι πέντε να χαλάσουν την ισορροπία ή με ντόρτιες να την φτιάξουν, αλλά ο Θωμάς μιλάει και η Λουίζα κάνει πως τον προσέχει, είναι ευγενική, δηλαδή με τους άλλους μόνον, γιατί πριν από λίγο του είπε, Τι μαλάκας που ήσουνα τότε, περίμενα τόσο καιρό και δεν ήρθες ποτέ να μου μιλήσεις!

Ασσόδυο τώρα, ο Θωμάς έχει φύγει μόλις, Ασσόδυο; Φτου σου!, είπε κείνη, Άνοιξε μάνα!, της είπε αυτός χαμογελαστός, Ανοίγω ρε! κι άμα έχεις αρχίδια έλα πιάστηνα! που δεν μιλάνε έτσι μετά τόσα χρόνια, αλλά ποιος ξέρει τι είχε στο μυαλό της, και ήθελε εκείνος να φέρει εννιά και έφερε πέντε τέσσερο, και της λέει Δεν την θέλω τη μάνα σου, σε νικάω και χωρίς! και σηκώθηκε κείνη απότομα, έριξε το τραπεζάκι στην άμμο και τα πούλια και όλα, ζάρια ποτήρια πορτοφόλια χάμω ένα σωρό, και τον έπιασε από το χέρι και τον τράβηξε στην θάλασσα, σκόνταφτε εκείνος μέχρι να φτάσουν στο νερό, τον κολύμπησε μέχρι που δεν πατάγανε και μετά πρέπει καθυστερημένα να φιλιόντουσαν

ο Τάκης μάζευε τα πράματα και τα ξανάβαζε στο τραπεζάκι και σκεφτόταν, τι να σκεφτόταν, πως του είχαν απλήρωτες τις δύο πριν μπίρες και την αριθμό τρία που έπιναν λίγο πριν μισή μισή απ’ το μπουκάλι

ο Θωμάς, πέρα, είχε κάτσει κάτω από την ομπρέλα του Μάρκου, ξυνόταν και μίλαγε

η φίλη της κοίταζε ακόμη αυτό που ήταν ακουμπισμένο πάνω στα πόδια της.

Και μετά ο Τάκης είπε Άντε ρε μαλάκες θέλω να κλείσω.

Η Λουίζα στην άκρη της παραλίας αυτού του συγκεκριμένου κόσμου φαινόταν να κουνάει τα χέρια της θυμωμένα, να κλωτσάει άμμο, να σπρώχνει τον άλλον με το δάχτυλο στο στήθος. Που ο άλλος την παρατηρούσε, μόλις να έχει αρχίσει να μπαίνει στον τρομακτικό για πρωτάρηδες εαυτό της. Μετά ο Μάκης έσβησε τα φώτα και ακουγόταν μόνον οι φωνές και μετά τίποτε. Το πέντε τέσσερο δεν πέρναγε, μόνον με έξι τρία της έπιανε την μάνα. Αλλά σιγά το τάβλι που ήξερε η Λουΐζα…

Γράφει ο Νίκος Παπαδόπουλος