Η Θάλασσα Τελικώς…

«Η θάλασσα ασήμωνε στο πέσιμο του ήλιου και…» Όχι, όχι, κόφτο τώρα που είναι νωρίς.

«Η θάλασσα σάλευε απαλά στο καλοκαιρινό αεράκι…» Άκυρο, χέστο, δεν πάει.

«Η θάλασσα ανατρίχιαζε στην αύρα του μεσημεριού…» Ε, χέσε με δεν μπορώ να γράψω τέτοια αρλεκινιά…

«Η θάλασσα αντανάκλαγε τις τελευταίες αχτίδες του ήλιου, όταν…» Πάρτο αλλιώς, θα βρεις, συγγραφεύ!

Φτου ρε γαμώτη… Τί έκανε η κουφάλα η θάλασσα..; Μπέρδεμα. ‘Δω μέσα στην υπόγα στα Κατωπατήσα, πού να δει θάλασσα και πού να θυμηθεί τί στην ευκή έκαναν τα κύματα άμα φύσαγε και τι στο διάολο έκαναν τα χρώματα άμα αντανάκλαγαν στα κύματα…

Έπιασε το πακέτο με τα τσιγάρα, το κούνησε δίπλα στ’ αυτί του σαν μαράκα, ήχος ουδείς. Για καλό και για κακό όμως τ΄ άνοιξε μπας και είχε σφηνώσει στο λοξό κανένα τρακαριστό με φίλτρο σ΄αυτό το κουτί για άφιλτρα. Μπα, τίποτα… Πήρε μια βαθειά ανάσα δίπλα στο παράθυρο με την ελπίδα νάχε τραβήξει καμμιά γκαζιά κανένα δίχρονο απόξω και να φτιαχνότανε λιγάκι, μα τίποτα… Τζίφος η υπόθεση. Με ένα εβδομήντα η αμόλυβδη, μόνο τη γκόμενα σε εφημερεύον για να σου φύγει το άγχος μπας και γίνεις πατέρας εν μέσω κρίσης θα έτρεχες…

«Η θάλασσα βρωμοκόπαγε από τα σωματέλαια και το άφθονο κατρουλίδι…» Σώπα, ρε, τόση κυνικότητα ποιός την χρειάζεται…

«Η θάλασσα αντανάκλαγε πάνω στην πετρελαιοκηλίδα της τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου…» Τί μαλακίες λέω, πάλι μου βγαίνει μια βεβεεφίλα και θέλω να την αποφύγω.

«Η θάλασσα κράταγε στην αγκαλιά της κάτι ψωραλέους γλάρους και…» Τί γράφεις, ρε τραμπαρίφα… Τα πουλάκια θα την πληρώσουν..;

«Η θάλασσα ήταν γεμάτη με καπιταλιστικά γιώτ, πλεούμενα στον ιδρώτα του εργάτη…» Καλά, εντελώς στεγνός από ιδέες; Άμα ήθελαν φυλλάδιο της πανσπουδαστικής θα στόλεγαν ρε στερημένε…

Να πάει μια βόλτα; Ναι, να πάει. Αλλά είναι τριγύρω κάτι τυροπιτάδικα και ψήνουν απ΄το πρωί και θα πέσει ξερός, τέταρτη μέρα φακές νεράτες με φασκόμηλο, γιατί δάφνη δεν είχε. Ευτυχώς που τον είχε δει κρυωμένο στον διάδρομο η κυρά-απαυτούλα του πρώτου και τούχε δώσει λίγο φασκόμηλο και τόχε βάλει στις φακές γιατί σκέτες ήταν σαν βραστή γυψοσανίδα.

Τέλος πάντων, πάμε πάλι, «Η θάλασσα έβραζε στον καυτό ήλιο σαν χυλοπίτες σε μαγέρικο…» Πεινάς, ρε κερατά… Πεινάς και σου βγαίνει στη γραφή…

Ένα πενηνταρικάκι όμως για τέσσερεις σελίδες παρλαπίπα στο κομμωτηριακό περιοδικό «Ο Κόσμος Της Ανταύγειας» τον βολεύανε για δυό μήνες περίπου, εικοσιπέντε τη βδομάδα, με πενήντα λεπτά το μισόκιλο τα μακαρόνια από το λιντλ, πενήντα πακέτα, ίσον εκατό μέρες γεμάτες ρουφηχτές θερμίδες. Πάμε στο κέτσαπ, ενακιογδόντα το μπουκάλι σαν του μαλακτικού, νάσουτηνα και τη σαλτσούλα, με τέσσερα μπουκάλια εφτακαιείκοσι ευράκια έχουμε την σάλτσα δια τους σκωληκίδας, που λέγονταν τα μακαρόνια και στην καθαρεύουσα. Με τριανταδυόμιση ευρώ λοιπόν θα πέρναγε φαγητικώς όλο το καλοκαίρι και θά τουμεναν και κάτι ψιλέα-ψιλά δια να υπάγη έως τον Άλιμο να βρέξει τον λιπόσαρκον ποπόν του στην ίδια θάλασσα, άκου τώρα, στην ίδια θάλασσα, που τώρα προσπαθούσε να περιγράψει! Ρε κολλητέ, ειρωνεία, ρε αδερφάκο!

Να ανέβαινε στο καφενείο να περίμενε να πέσει η διαφήμιση της Ανεκλάϊνς να δει λίγο θάλασσα να εμπνευστεί; Θάπρεπε να παραγγείλει όμως… Ή νάκανε πως περιμένει κανένα φίλο για να παραγγείλει μια και καλή… Αχ, ρε πατέρα, μ΄έκανες ντροπαλό με κείνα τα χειροφιλήματα στους μπαρμπάδες και στους παππούδες και τώρα δεν τολμάω να δω άνθρωπο στα μάτια… Και πήγες και πέθανες, ρε πατεράκο, έτσι, στ’ αστεία, ένα βράδυ έπεσες για ύπνο και δε μούπες, κύττα, Σπύρο, καμμιά φορά ο άνθρωπος πέφτει και δεν σηκώνεται και συνήθως αυτό το παθαίνουν εκείνοι που τους αγαπάει ο θεός και δεν θέλει να τους κυλίσει σε νεκροθαλάμους νοσοκομείων.

Πού νάξερα και ‘γω πως θα μούλειπες τόσο πολύ, ρε πατεράκο μου, πού νάξερα… Τόσοι καυγάδες, τόσες φωνές και τρείς μετρημένες σφαλιάρες όλες κι’ όλες, πού να φανταστώ πως είχες μέσα μου τόσα τετραγωνικά κρατημένα για πάρτη σου… Πες, εδώ σε θέλω τώρα, πες, τί να κάνω τώρα που σκατώθηκαν όλα..; Περίμενα εγώ πως το πτυχίο της βιολογίας θα τόβαζα σουβέρ σε παξιμάδι με ντομαζόζουμο; Πες πως δεν ήμουνα καλός, να σου πω ναι, μα καλός ήμουνα! Και τώρα τήν να την κάνω την καλοσύνη στο ημιυπόγειο να προσπαθώ να εκμεταλλευτώ τη χάρη που μου κάνει η ανηψιά του κρεοπώλη, νάναι καλά το κοριτσάκι, που δουλεύει στο περιοδικό να γράψω δυό μαλακίες να μπορέσω να τη βγάλω καλοκαιριάτικα, που πρέπει να κρύβομαι γιατί άμα με δει κανείς με πλακώνει στις ερωτήσεις και ‘γω έχω απαγγείλει σε φίλους και γνωστούς όλο τον Ιούλιο Βέρν από δυό φορές για να δικαιολογούμαι γιατί χάθηκα και πού ήμουνα τόσους μήνες…

Άστα-χέστα σου λέω με την κωλοθάλασσα και τα κυματάκια της που λαμπυρίζουν στον αχνό του πρωινού… Τί θέλει μια κυράτσα στο κομμωτήριο, λέει. Και ρωτάει εμένα. Εμένα που έχω να πάω σε κουρείο από τότε που τις μολότωφ τις φτιάχναμε σε Κουρτάκη! Πού να φανταστώ τί στον μαυροκόρακα θέλει να διαβάσει μια καλοζωισμένη συνταξιούχα χήρα με προγούλι-μαρκίζα και με σπατουλαριστό μεηκάπ, κάτω από ‘κείνο το ανάποδο χεστήρι που τής στεγνώνει την περμανάντ; Θέλει να διαβάσει για τη θάλασσα, μάλλον! Η θάλασσα θα της λείπει, γιατί που να βγεί στη θάλασσα η μπαταφιόρα, να της ξεπλυθεί η αναπαλαίωση και να τρέχει σαν τον μπομπ τον σφουγγαράκη να κρυφτεί κάτω από καμμιά πεταλίδα. Ε, δεν θα πάει στη θάλασσα, ούτε και θα θέλει να ακούσει περιγραφές για τη θάλασσα! Έτσι λέω ‘γω…

«Η θάλασσα», λοιπόν, «παγωμένη και με θεόρατα κύματα έδιωχνε από κοντά της κάθε λογικό πλάσμα που αγαπούσε την ζωή του. Σχιζοφρενείς καρχαρίες πετάγονταν από κύμα σε κύμα και κατασπάραζαν κάθε τί που βρίσκονταν στο δρόμο τους, ενώ μια τουρκική ακταιωρός πολυβολούσε όποιον άτυχο κολυμβητή είχαν παρασύρει τα υποθαλάσια ρεύματα σε απόσταση μεγαλύτερη των δέκα μέτρων από την υφαλοκρηπίδα μας!» Καλό. Δε λέω, καλό. Να βάλω και μια αεροπορική επιδρομή στις παραλιακές καφετέριες; Να βάλω και ταλιμπάν να σφάζουν στο γόνατο πανικόβλητες μπικινούδες; Και άμα βρω εύκαιρο τον Νοσφεράτου να τονε βάλω να ρουφάει το αίμα του εργάτη;

Πάει το πενηνταρικάκι, πατριώτη, το χάσαμε… Αυτό βλέπω… Και με θλίβει που η πείνα με βάνει να κάνω τα ανείπωτα. Και με λιώνει που οι θεωρίες δεν μπορούν να γίνουν πράξη… Και με χαλάει που όλο αυτό που μου συμβαίνει αυτή τη στιγμή είναι η ζωή η ίδια και ΄γω δεν μπορώ να τη χαρώ γιατί μου προέκυψε τόσο πουτάνα, που δε μπορώ να μιλήσω τη γλώσσα της… Και συνθλίβομαι στη σκέψη πως δεν είμαι μόνο εγώ, μα είμαστε όλοι όσοι πήραμε μεταπτυχιακό στα δακρυγόνα και στην ορθή γωνία πρόσπτωσης του γκλομπ επί του τριχωτού της κεφαλής μας και δε βγήκε τίποτε απ΄όλ΄ αυτά… Μπήκε μόνον. Μπήκε μια μεγάλη τρύπα στην ψυχή μας και λέγεται φόβος και όσο την κυττάς τόσο μοιάζει να μεγαλώνει…

«Η θάλασσα» τελικώς, «χάιδευε ρυθμικά την ζεστή άμμο. Ο αέρας πήρε το φουλάρι της και το έστειλε να κυλιστεί στην άκρη των κυμάτων. Εκείνος το έπιασε σαν αίλουρος και πήγε προς το μέρος της…»

Γράφει ο Νίκος Παπαδόπουλος