Ιούλιος

Δεν ήταν καλό το καλαμπόκι, του είπε, δε μούδωσες σαν το προηγούμενο, αυτό έμενε πέτρα μέσα, μου πετάγανε τα χωνιά στα μούτρα. Κατέβηκε ο άλλος στο υπόγειο, έφερε μια σακούλα, Δυό κιλά του λέει δεν είχες πάρει; Δυό, μάλιστα. Πάρτα και να με συμπαθάς, τόφαγε η υγρασία στο υπόγειο μέσα. Μα κι’ αυτό απ το υπόγειο δεν τόφερες;, ρωτάει ο άλλος. Ναι, αλλά είναι άλλο σακκί, το κατέβασα σήμερα. Κι άμα μείνει δε θα χαλάσει; Δε προλαβαίνει, έχει κόσμο τώρα και πουλάω καμπόσο. Και γιατί κατεβάζεις το σακκί στο υπόγειο άμα πουλάς καμπόσο; Ρε! δραγάτη θα σε βάλω στο μαγαζί μου!, κάνει ο άλλος και θυμώνει κιόλας, Πάρε τα δυό σου τα κιλά κι’ άμε στην ευκή και μην ξαναπάρεις άμα δε θες!

Πάει, το βάζει στη μηχανή, αρχίζει αυτό να σκάει παφ παφ παφ, ε-ξαι-ρε-τι-κό! Το καλύτερο ποπκόρν! Πάω να πάρω κι’ άλλο, λέει. Δώμου, του λέει την άλλη μέρα, πέντε κιλά. Πέντε δε σου δίνω γιατί έχει κι’ άλλους και θα θέλουν κι εκείνοι. Εκείνοι να κάμουν τα κουμάντα τους, δώμου πέντε τώρα. Ναι, αλλά αυτό έχει εφτά το κιλό. Πώς γίνεται το άλλο νάχει τρία κι’ αυτό εφτά; με κλέβεις. Άμα δε θες μη πάρεις, δε στο δίνω με το ζόρι, ζήτησες. Έσκασε, πήγε μέχρι τη γωνία, γύρισε, πήρε τα πέντε κιλά. Ο καραγκιόζης μάγειρας, ο καραγκιόζης καπετάνιος, μετά το θεριό του κόσμου, μετά ο καραγκιόζης υπουργός, τέλειωσε το καλαμπόκι. Τέλειωσε κι’ η ζάχαρη από το μαλλί της γριάς, τέλειωσε και το ροζ πούβαζε μέσα να κάνει όμορφο. Πάει να πάρει, τι να κάνει, ρίχνει τα μούτρα του και πάει να πάρει, βλέπει τα ρολά κάτω, κλειστός ο Αλέκος. Πού είναι ο Αλέκος, ρωτάει στο καφενείο δίπλα, τώωωρα Αλέκος, πάει ο Αλέκος, στα θυμαράκια ο Αλέκος! Τι λέτε ρε; Τι να λέμε, τίποτα είμαστε, ένα φου κάνεις και πάμε χαμένοι. Και γω τώρα; Σκέφτηκε. Πού ζάχαρη και πού καλαμπόκι και πού ροζουλί; Αρχίναγε η παράσταση στις εννιά, να φαίνεται η οθόνη, είχε πάει τρεις, ούτε προλάβαινε να κατέβει στην χώρα, να γυρίσει. Φτου σου πούστη μου… είπε.

Πέρασε απ΄ το περιβόλι μιανής πούχε πεθάνει η μάνα της κι’ είχε αφήσει το σπίτι κι’ είχε κατέβει στην πόλη στου αδερφού της, μετά ήσαντε κάτι σκαλιά που ανεβαίνανε, τα κατέβηκε κείνος, έκανε μια την πόρτα, τίποτε, έκανε μια πιο δυνατή, άνοιξε. Ήσαντε μισή ντουζίνα ποντικοί και ροκανάγανε, ο ένας μπαμπακόπιτα, ο άλλος τ’ αλεύρι, ο τρίτος στην ζάχαρη, στο καλαμπόκι ένας δυό. Βρήκε τη σέσουλα, έβαλε πέντε κιλά ζάχαρη, βρήκε και το ροζουλί πήρε όλο το μπουκάλι με δαύτο, καλαμπόκι δυό κιλά, σου λέει έρχομαι κι’ αύριο άμαν είναι, πώς να τα κουβαλήσω μη με δούνε. Το βράδυ είπανε πως ακυρώθηκαν οι παραστάσεις, πως έχει κόσμο αλλά λεφτά δεν έχουν ο κόσμος, κι ανεβαίνουν στους φανοστάτες και βλέπουνε χωρίς εισιτήριο, και πως δεν βγαίνουνε τρεις νοματαίοι, και θα πάνε στο δίπλα χωριό πούναι μπρούκληδες και χαλάνε κι’ αγοράζουν και φιγούρες καραγκιόζη και μορφονιό και σιορ Διονύσιο. Τότε τι έλεγε ο σ’χωρεμένος πως τώρα έχει κόσμο και πουλάει; Ψέματα νάλεγε;

Αρχίνισε και τσάπιζε, ό,τι προλάβαινε θάβαζε, κανένα αμπελοφάσουλο, τίποτε κολοκύθια, καμιά πιπεριά, τίποτε μελιτζάνες, αγγούρι ναι, μπρόκολο κουνουπίδι ναι, και κάνα λάχανο να βρίσκεται. Και τα καλαμπόκια σε μια βραγιά. Βγήκανε ύστερα κείνα και τα κοίταζε όμορφα που ήσαντε με τα μουστάκια τους και τις κίτρινες μπίλιες σκαστές ολόγυρα, κι’ έλεγε κρίμα να μην έχει λεφτάδες δω πάνου, θα τρώγανε το καλύτερο ποπκορν!

Η μηχανή σάπιζε κάτω στο ρέμα, κλωτσημένη το βράδυ που είπανε φεύγουν. Το χρώμα τόριξε στο ρέμα, στην αρχή κοκκίνισε και πήγαινε ως κάτω κόκκινο, ύστερα ξαραίωσε σα μαλλί της γριάς, μετά ξέσβησε, ξανάγινε το νερό, νερό.

Γράφει ο Νίκος Παπαδόπουλος