Γράμμα για το Θάνο..

“…Θέλω αυτός ο άνθρωπος που θα ακούει αυτά τα τραγούδια απ την ψυχή μου να κάθεται με κλειστά τα μάτια και να αισθάνεται…

…πως είμαι δίπλα του μέσα στο δωμάτιό του και του τραγουδώ απλά και ζωντανά με την κιθάρα

και με καρδιά ….”

Εγώ το έκανα.. κι ας μην ήξερα πως το είχες πει όταν ξεκίναγες. Το είχες καταφέρει χωρίς να μου το πεις

Η φωνή σου μου κράτησε συντροφιά άπειρα βράδια, στιγμές που δεν ήξερα τι ακριβώς έχω ανάγκη, γιατί ακούγοντας τα κρίνα, το μυαλό ταξίδευε και αναρωτιόταν..

Ναι! Σαν άλλος Μπωντλαίρ, ή Πόε μου γέμιζες την ψυχή.. ακόμα το κάνεις..

Μου έμαθες τον Ουράνη και άλλους ποιητές καταραμένους, μου έμαθες να νιώθω μέσα από το δέρμα και να σκάβω πιο βαθιά από όσο αντέχω..  αντέχω.

Θυμάμαι βράδια με κασέτα, να παίζει μπλε χειμώνα και εγώ να γυρίζω πίσω τη ταινία ξανά και ξανά, να το ακούσω πάλι.. θυμάμαι βράδια με φίλους κάτω από τ’αστέρια, με μπύρες και μια κιθάρα, να τραγουδάμε μόνο κρίνα, ώσπου να ρθει η αυγή… “των πιο όμορφων νυχτών ώρες αλήτρες..”

Σάβατο βράδυ τρία χρόνια πριν έφυγε ο Θάνος Ανεστόπουλος. Σκοτεινός ποιητής, ρομαντικός ως το άπειρο, κάθε του στίχος μία εικόνα..

Ένα ταξίδι με το παλιό το τρένο. Μια βουτιά στην άδεια παραλία, την ώρα που ο ήλιος κρύβεται. Μια βόλτα σε κάτι χωματόδρομους με κάκτους, φέυγοντας απο σπίτι φίλων.  Χαράματα ξαπλωμένη σε μια ταράτσα στο χωριό δίνοντας ραντεβού με τ’άστρα…

Ήταν ο Θάνος, έφτιαξε μια μπάντα, τα Διάφανα Κρίνα, αρχες του ’91, με φίλους, με όνειρα, με ψυχή.. Στίχοι και τραγούδια προίκα, επιρροές του ρομαντικοί ποιητές που έφυγαν νωρίς, πλάσματα που τριγυρνούσαν στα Εξάρχεια με ταμπέλα αναρχικού.. Αν δεν υπήρχε η μουσική, θα την ανακάλυπτε γιατί αλλιώς δε θα μπορούσε να αναπνεύσει..

Ήταν φιλος μου.. ήταν φίλος σου.. και αν τυχόν δε τον ξέρεις, πιάσε μια μπύρα και άκου..