Λευκή Σοκολάτα

Αυτή ήταν η μυρωδιά. Λευκή σοκολάτα. Ανάμεσα στις σελίδες εκατόν τέσσερα και εκατόν πέντε το βιβλίο μύριζε λευκή σοκολάτα. Το κοίταξε στο κάθισμα δίπλα του. Άπλωσε αργά το χέρι του και ακούμπησε την παλάμη του στο εξώφυλλο. Κίνησε απαλά τα δάχτυλά του χαϊδεύοντας τον τίτλο. Μετά έπρεπε να βάλει πρώτη και να ξεκινήσει μέχρι το επόμενο φανάρι όπου ακούμπησε πάλι το χέρι του στο βιβλίο. Φρόντισε να τον πιάσουν όλα τα φανάρια του δρόμου μέχρι που έφτασε στο μεγάλο πάρκινγκ. Τα φώτα αντανακλούσαν σε ελάχιστες οροφές αυτοκινήτων. Βρήκε το σκοτεινότερο σημείο και εκεί έσβησε τη μηχανή.

Από το ανοικτό παράθυρο ακούγονταν ομιλίες από κάποιο μπαλκόνι που δεν μπορούσε να δει μέσα από τα πυκνά φυλλώματα των δέντρων. Κοίταξε τους τρεις καθρέφτες. Κανείς ούτε εκεί. Κοίταξε το βιβλίο σαν να ήταν κουτάβι που κοιμόταν δίπλα του. Ανάσαινε για ώρα κοιτάζοντας ίσια μπροστά. Έπειτα άνοιξε το βιβλίο στην σελίδα εκατόν τέσσερα και έχωσε τη μύτη του στην χαράδρα των δύο σελίδων. Ναι, η λευκή σοκολάτα ήταν εκεί. Δεν υπήρχε λεκές, κανένα σημάδι, κανένα ίχνος σκόνης έστω. Αλλά η ελαφριά μυρωδιά του γάλακτος και η χαρακτηριστική της βανίλιας επέμεναν. Πήγε στην εκατόν δύο. Μετά στην εκατόν έξι. Τίποτε. Το βιβλίο μύριζε σαν βιβλίο σε κάθε άλλη σελίδα του. Κοίταξε τριγύρω του προσεκτικά. Μετά έχωσε τη μούρη του ανάμεσα στις σελίδες και έσυρε προσεκτικά την γλώσσα του στην ινώδη επιφάνεια των εκατόν τέσσερα και εκατόν πέντε προσέχοντας να μην αφήσει ίχνη. Καμία γεύση. Το ακούμπησε απαλά δίπλα του, σαν κοιμισμένο κουτάβι, ξεκίνησε και άφησε το αυτοκίνητο να κυλήσει στον δρόμο μέχρι το σπίτι.

Μετέφερε το βιβλίο ακουμπώντας το σχεδόν επάνω στα δάκτυλά του, ανησυχώντας μήπως ο ιδρώτας του σκεπάσει την σοκολάτα. Ξάπλωσε στον καναπέ που είχε ήδη ένα σεντόνι απλωμένο για δροσιά και άνοιξε τον ανεμιστήρα. Μέχρι τις τρεις δεν είχε καταφέρει να κλείσει μάτι. Σκέφτηκε να κοιμηθεί ανάσκελα με το βιβλίο ανοικτό στο πρόσωπό του. Η σκέψη και μόνον τον αναστάτωσε, το ότι δηλαδή τα χνώτα του (είχε φάει σουβλάκια) θα μπορούσαν να σκέπαζαν την μυρωδιά. Στο ράφι του ψυγείου ήταν ξαπλωμένη μια λευκή σοκολάτα, θυμήθηκε. Την άνοιξε επάνω στο τραπέζι. Ύστερα έσκυψε και χωρίς να την πιάσει στα χέρια του την μύρισε. Έβγαλε την ανάσα του έως έξω, τελείως, και κατόπιν μύρισε ξανά την σοκολάτα βαθειά, όσο πιά βαθειά γινόταν. Άφησε την πόρτα του ψυγείου να ακουμπήσει απαλά στα λάστιχά της.

Πήγε σιγοπατώντας στο σαλόνι και στάθηκε πάνω από το κλειστό βιβλίο. Έσκυψε και το άνοιξε χωρίς να το σηκώσει από την θέση του. Ανάμεσα στις σελίδες εκατόν τέσσερα και εκατόν πέντε δεν μύριζε τίποτε πλέον. Όσο κι αν ξεφύσηξε δυνατά πολλές φορές να καθαρίσει η μύτη του εν τούτοις δεν κατάφερε να εντοπίσει λευκή σοκολάτα.

Στον καναπέ ήταν ξαπλωμένο τώρα ένα κοιμισμένο κουτάβι.

Γράφει ο Νίκος Παπαδόπουλος