Τέσσερις αγαπημένοι σαιξπηρικοί ήρωες!

Τέσσερις ρόλοι. Τέσσερις σαιξπηρικοί ήρωες, αλώβητοι στο χρόνο θα παλέψουν παρακάτω να έρθουν λίγο πιο κοντά σας… Άραγε θα τα καταφέρει κάποιος να σας πλησιάσει;

 

ΜΑΚΜΠΕΘ (Μάκμπεθ)

“Τί γίνεται κύριέ μου; Γιατί μένεις μόνος; παρέα σου κάνοντας ιδέες θλιβερές και σκέψεις που θα’πρεπε να’ χουν πεθάνει με τα αντικείμενά τους; Ό, τι δε γιατρεύεται δε θέλει προσοχή καμία: ό, τι έγινε έγινε. Λαβώσαμε το φίδι, μα δεν ψόφησε: Θα θρέψει και θα γενεί όπως ήταν, και η φτωχιά κακία μας μένει στον κίνδυνο απ’ το δόντι του όπως πριν. Μ’ ας ξηλωθεί η δομή της πλάσης, οι δύο κόσμοι ας πάθουν, παρά να τρώμε τρέμοντας και να κοιμόμαστε μες στην κατάθλιψη απ΄αυτά τα απαίσια όνειρα που μας ταράζουνε τη νύχτα. Πιο καλά μαζί με τον νεκρό, που για την ησυχία μας τον ησυχάσαμε, παρά πάνω στο βάσανο του νου σε αδιάκοπη αλλοφροσύνη. Ο Ντάγκαν είναι στο μνήμα του: ύστερα από της ζωής τον ταραγμένο πυρετό κοιμάται ωραία, το πιο κακό του το ‘χει κάνει η προδοσία: κανένα ατσάλι ούτε φαρμάκι, εμπάθεια ντόπια, ξένη επιδρομή, τίποτα πια δεν τον πειράζει. (Μετάφραση Βασίλης Ρώτας)

 

ΠΟΥΚ (Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας)

“Το ‘βρες, μπράβο. Εγώ είμαι αυτός ο πρόσχαρος ο γυρολόγος της νυχτός που κάνω χωρατά για να γελάει ο Όμπερον, Πότε μαβλάω κάνα άλογο καλοθρεμμένο χιλιμιντρώντας σαν φοράδα. Πότε γίνομαι ψητό καβούρι και λουφάζω στο ποτήρι καμιάς γλωσσούς κυράτσας, καθώς πάει να πιει χτυπάω στα χείλια της και χύνει το κρασί της στο ζαρωμένο της προγούλι. Η θεία η πολύξερη κάποτε, εκεί που λέει το πιο φρικιαστικό της παραμύθι, με παίρνει για σκαμνάκι. Τότε εγώ γλιστρώ απ’ τον πισινό της, πέφτει αυτή, σκούζει “φτου διάολε”, και τηνε πιάνει βήχας. Όλη η παρέα τότε γελούν κρατώντας τα πλευρά τους και δωσ’ του γέλια, ξόρκια και φτερνίσματα, φαιδρότερη ώρα δεν περάσανε άλλοτε.” (Μετάφραση Βασίλης Ρώτας)

 

ΑΜΛΕΤ (Άμλετ)

“Να ζεις. Να μη ζεις. Αυτή είναι η ερώτηση. Τι συμφέρει στον άνθρωπο.Να πάσχει να αντέχει σωπαίνοντας τις πληγές από μια μοίρα πού τον ταπεινώνει χωρίς κανένα έλεος. Η να επαναστατεί. Να αντισταθεί στην ατέλειωτη παλίρροια των λυπημένων κόπων. Να πεθάνεις. Να κοιμηθείς. Αυτό είναι όλο. Να κοιμηθείς και να κοιμηθούν όλοι οι πόνοι που από αυτούς είσαι πλασμένος. Να μη ξυπνήσουν πια ποτέ. Αυτόν τον ύπνο να εύχεσαι για σένα. Να πεθάνεις. Να κοιμηθείς. Κι αν στον ύπνο σου έρθει ένα όνειρο; Τι θα είναι αυτό το όνειρο; Μετά τον αιώνα τού σώματος, ποιος ύπνος αναλαμβάνει τα όνειρα; Πώς ονειρεύεται ο θάνατος; Σε πιάνει φόβος αργείς. Και ζεις. Και ή πανωλεθρία διαρκεί ζώντας από την ζωή σου. Τελείωσε τον κόσμο εσύ. Τέλειωσε την ζωή σου. Αυτήν την στιγμή. Τώρα. Μ’ ένα μαχαίρι. Ποιος προτιμάει να ζει ρημάζοντας μέσα στον χρόνο. Να τον αδικεί ο ισχυρός, να τον συντρίβει ο επηρμένος, να ερωτεύεται, να εκλιπαρεί τον αδιάφορο, να ανέχεται την ύβρι της εξουσίας, τη νύστα του νόμου. Να νικά ο ανάξιος τον άξιο. Που η άξια του η ίδια τον έχει από πριν νικήσει. Ποιος θα άντεχε να κουβαλάει το ασήκωτο βάρος της ζωής να σέρνεται, να ερημώνει, να στραγγίζει ιδρώτας η ψυχή του, αν δεν ήταν ο τρόμος. Γι’ αυτό πού στέκεται εκεί. Εκεί που αρχίζει ο θάνατος. Σ’ αυτήν την άγνωστη γη που σε κανέναν ορίζοντα μακρυά κανείς. Ποτέ δεν είδε. Κι εκείνοι που ξεκίνησαν και φύγαν, ποτέ δεν ξαναφάνηκαν στην πύλη. Ο φόβος ταράζει την θέληση και θέλεις να είναι ο εχθρός σου γνώριμος παρά να δεις να έρχεται καταπάνω σου το αγνώριστο. Η συνείδηση μας κάνει όλους δειλούς. Η φύση δεν της έδωσε μια λειτουργία θανάτου, δεν έχει όργανο για το άγνωστο. Άστραψε η απόφαση κι αμέσως την σβήνει, την θαμπώνει η υγρασία της σκέψης. Και τα έργα τα μεγάλα που γι’ αυτά γεννήθηκες. Μονάχα γι’ αυτά γεννήθηκες δεν τα τολμάς. Θρύβουν, χάνονται. Ποτέ δεν θα ονομασθούν πράξεις.” (Μετάφραση Γιώργος Χειμωνάς)

 

ΙΟΥΛΙΕΤΑ (Ρωμαίος και Ιουλιέτα)

” Όταν την έστειλα, εννηά εσήμαινεν η ώρα, και είπε το πολύ πολύ να λείψη μισήν ώραν. Μη να τον εύρη δεν ‘μπορεί; — Όχι· δεν είναι τούτο· —είναι χωλή· κι’ ο Έρωτας, υπομονήν δεν έχει, και θέλει ταχυδρόμους του τους στοχασμούς, που τρέχουν δέκα φοραίς πλέον γοργοί από ακτίνα ήλιου, όταν τους ίσκιους ‘ς τα βουνά τα βουρκωμένα διώχνη· και διά τούτο πτερωτόν τον Έρωτα τον έχουν, και περιστέρια τον τραβούν, και φεύγει ‘σαν αέρας. —Έκαμ’ ο Ήλιος το μισόν ημεροκάματόν του κ’ ευρίσκεται ‘ς του δρόμου του την κορυφήν φθασμένος. Επέρασαν απ’ ταις εννηά έως το μεσημέρι τρεις ώραις, και δεν έφθασεν ακόμ’ η παραμάνα! Αν είχε της νεότητος το αίμα και τα πάθη, θα ήταν γοργοκίνητη· τα λόγια μου ‘σαν σφαίρα θα την ‘πέτούσαν να ιδή τον αγαπητικόν μου, κι οπίσω πάλιν και αυτός θα μου την επετούσε. Αλλά του γέρου το κορμί τον θάνατον ‘θυμίζει· είν’ αργοκίνητον, χλωμόν, βαρύ ‘σαν το μολύβι.”  (μετάφραση: Δημήτριος Βικέλας)

 

Ποιος, λοιπόν, είναι ο ρόλος που θα διαλέγατε να υποκριθείτε στο θέατρο; Ποιος είναι ο ρόλος που ενδεχομένως θα μπορούσατε να αγαπήσετε και να ταυτίσετε τον εαυτό σας; Μετά την ανάγνωση, αναρωτηθείτε με ποιον από τους τέσσερις ήρωες ήρθατε πιο κοντά και νιώσατε ότι κάπου τον ξέρετε, κάπου τον έχετε συναντήσει, μπορεί στο παρόν, στο παρελθόν η κάπου θα τον βρείτε στο μέλλον…

 

Artigo:

Μία ομάδα φίλων με αγάπη για την τέχνη με ο,τι περιλαμβάνει η λέξη,κάνει μια προσπάθεια να μοιραστεί,να δώσει και να πάρει μέσα από το Artigo. Με χαρά είμαστε εδώ να κοινοποιουμε και δικές σας δραστηριότητες σε ερασιτεχνικό τομέα μουσικής, θεάτρου,εκδηλώσεων, χώρων κλπ. Η παρέα και το ταξίδι μας ξεκινά..! Enjoy!!