Οι δικές σας ιστορίες κοιτάζοντας αυτή τη φωτογραφία

 Με έμπνευση αυτήν τη φωτογραφία στις 2/3/2021 και κατόπιν δικής μας ανακοίνωσης στη σελίδα μας στο fb, αφήσατε τη φαντασία σας να ταξιδέψει σε άλλους καιρούς.. Είχαμε σκεφτεί να δημοσιεύσουμε τις τρεις επικρατέστερες ιστορίες, αλλά και οι πέντε που αφήσατε -εσείς που τολμήσατε να ξεδιπλώσετε τις σκέψεις σας- ήταν πολύ όμορφες και σας ευχαριστούμε γι’ αυτό! Αποφασίσαμε λοιπόν, να τις παρουσιάσουμε με σειρά προτεραιότητας σύμφωνα με την αλληλεπίδραση όσων τις διάβασαν. 


Ιστορία 1η:

Αν με ρωτήσεις τι με κρατούσε, ως τώρα, δεμένη στη Γη, θα σου απαντήσω ότι οι άγκυρές μου ήταν πάντοτε, οι αναμνήσεις μου. Ο δικός μου φυσικός νόμος βαρύτητας. Μπορώ να έχω το σώμα μου πάνω στη γη, μα συνάμα να δραπετεύω στο άπειρο, με τις στιγμές που γράφτηκαν στο χρονικό πεδίο μιας ζωής. Αν μου ζητήσεις να διαλέξω μία από αυτές, πριν τις σηκώσω για πάντα από τον βυθό τους, θα επιλέξω, δίχως δισταγμό, εκείνη που δε με αφήνει να απαγκιστρωθώ από τον κόσμο. Εκείνη τη μοναδική φορά που η ζεστή ανεμοζάλη του έρωτα άλλαξε το πεπρωμένο μου. Η γλυκιά άγνοια της νιότης, γίνηκε πίστη δυνατή και ώθησε την καρδιά, μακριά από τις ηθικές ερμηνείες της εποχής μου. Όταν το τηλέφωνο χτύπησε, εκείνο το αυγουστιάτικο απόγευμα, δόθηκε το σύνθημα για την εκκίνηση του αγώνα της αγάπης. Άφησα πίσω μου το παιδικό δωμάτιο, για να βρεθώ, εν μία νυκτί, στο νυφικό κρεβάτι. Έφυγα με μια βαλίτσα για τον σταθμό, κοιτώντας γύρω, συνομωτικά. Εκεί, με περίμενε εκείνος. Οι δεύτερες σκέψεις που φώλιαζαν στις αποσκευές μου, φοβήθηκαν το βλέμμα του και ρίχτηκαν στις ράγες, σαν θυσία για την αποκοτιά της τόλμης. Με το πρώτο σφύριγμα του τρένου, με έκλεισε στα χέρια του και έγινε, έκτοτε, η ανεκτίμητη περιουσία μου. Η πιο ακριβή μου ανάμνηση. Η επιλογή μου, η αμαρτία μου, η οικογένειά μου, η κληρονομιά που αφήνω με συνείδηση στο παρελθόν, για να βουλιάζω γαλήνια στα πελάγη της ανυπαρξίας. Στη συγγραφή της δικής μου ιστορίας, πήρα το μολύβι και έγραψα μόνη μου, με περίσσια ευθύνη, τα λόγια που συνόδεψαν την κάθε μου απόφαση. Μάρτυρες της γραφής μου θα είναι οι φωτογραφίες που κρατάς στα χέρια σου, κόρη μου, ως απόδειξη μιας συναισθηματικής ζωής. Εύχομαι ο καθρέφτης των αναμνήσεων, να φωτίζει τη ζωή σου, όπως φώτισε τη δική μου. Ζήσε το συναίσθημα με οποιοδήποτε κόστος. Εμπιστέψου τις άγκυρες της ζωής, για να έχει αξία το τέλος.

Ιστορία 2η:

Lena Brati

Για λίγο μόνο να γυρίσω τον χρόνο να σου μιλήσω, να σου πω πως η σοφία που μας μετέδωσες ήταν γεμάτη με ματαιώσεις και λάθος πρέπει. Αποδέκτης της μοίρας των προγόνων σου, έχτισες μια ζωή χωρίς χαρά -σαν να ήταν κατάρα η χαρά-,χωρίς ευτυχία. Δίδαξες πως η ζωή αξίζει μόνο αν έχεις σφιγμένα τα δόντια για να αντέχεις ,πως η υποτέλεια των συναισθημάτων είναι το υπέρτατο αγαθό. Έκανα πολύ κόπο για να σε αποχαιρετήσω, να σε συμπονέσω….όμως δεν μπορώ (ακόμα ) να διώξω ολότελα το βάρος που έριξες στην πλάτη μου. Δυο βαλίτσες με τα ρούχα σου που δεν μου κάνουν, ένα νυφικό κεντημένο με πίκρα και αφημένα τηλεφωνικά μηνύματα ,μαζεμένα σε σωρό….Για λίγο μόνο να γυρνούσα τον χρόνο πίσω να σου μιλήσω…

Ιστορία 3η:

Kalliopi Koutsonakou

“- Grandma, what’s in the chest? why is it always locked?”με ρώτησε χθες η εγγονή μου. Ξαφνιάστηκα!, δεν ήταν η πρώτη φορά που με ρωτούσε αλλά πάντα απέφευγα να της απαντήσω και έτσι είχε περάσει πολύς καιρός και νόμιζα το είχε ξεχάσει. Έτσι και τώρα της είπα…”- Σοφάκι τι έχουμε πει; με τη γιαγιά θα μιλάς μόνο ελληνικά. Έλα να φας τώρα” και με κοίταξε με εκείνο το ύφος και ήταν σαν να μου έλεγε οκ οκ θα σου κάνω τη χάρη, δεν θα επιμείνω αλλά κάποια στιγμή δεν θα τη γλιτώσεις. Από χθες τριγυρίζει στο μυαλό μου η φωνή της “γιαγιά τι είναι στο μπαούλο;” Σαν μαγνητισμένη άνοιξα το συρτάρι της σιφονιέρας και βρήκα το κλειδάκι. Άραγε θα ανοίξει αναρτήθηκα ή θα έχει σκουριάσει; Είχαν περάσει σαράντα χρόνια. Έβαλα το κλειδί στην κλειδαριά και με τρεμάμενα χέρια το γύρισα δεξιά. Ακούστηκε ένα μεταλλικό αγκομαχητό και αμέσως μετά ο χαρακτηριστικός ήχος της κλειδαριάς που ανοίγει. Άνοιξα το καπάκι και το χέρι μου έπιασε τη φωτογραφική μηχανή. Δεν είχε πάθει τίποτα. Πόσα χρόνια. Δώρο του μπαμπά! “Για να φωτογραφίζεις τις πιο όμορφες στιγμές σου” μου είπε. Τη μέρα που με πήγαινε νύφη στην εκκλησία. Γύρισα το βλέμμα μου στο μπαούλο. Εκεί μέσα σε μια σακούλα νάιλον ένα μάτσο φωτογραφίες. Από εκείνη τη μέρα. Τις εμφάνισα μόλις ήρθα Αμερική. Τον πρώτο καιρό τις έβλεπα κάθε μέρα, βασανιζόμουν από τύψεις. Το μάτι μου έπεσε σε μια που είχε ξεφύγει από τις υπόλοιπες. Τη σήκωσα. Ήξερα πολύ καλά ποια είναι. Εκείνος και εγώ εκείνη τη μέρα, εκείνη τη στιγμή, τη μοναδική στιγμή που τον κοίταξα και ήθελα να του τα πω όλα αλλά είδα στα μάτια του την αγάπη του για μένα, τα όνειρα του για το μέλλον μας και κιότεψα. Πώς να του πω ότι δεν θα μπορούσα να τον αγαπήσω ποτέ. Ότι είχα δώσει ήδη την καρδιά μου και ότι δεν είχα ούτε το θάρρος, ούτε τη δύναμη να τα παραδεχτώ ούτε στον πατέρα μου. Ότι συμφώνησα σε αυτόν τον γάμο και παράλληλα κανόνισα να φύγω την ίδια κιόλας μέρα στα κλεφτά, ξημερώματα και να πληγώσω όλους τους ανθρώπους που με αγάπησαν. Πως το κάνεις αυτό; Πώς το λες; μόνο κρυμμένη πίσω από ένα απρόσωπο μαύρο τηλέφωνο και αυτό λίγο πριν επιβιβαστώ στο καράβι. Από τον Πειραιά. Με μια βαλίτσα και ένα μπαουλάκι με ότι με συνέδεε από μια άλλη ζωή. Συγγνώμη ακόμα!

Ιστορία 4η:

Διαμαντω Κωνσταντιλακη Μπιμπουδη

Μόνο την φωνή του γνώριζε από το τηλέφωνο και αυτή έτσι όπως έβγαινε κομπιασμένη από το στρες της στιγμής πιότερο την ανησυχούσε, “τι άντρας είναι αυτός” σκέφτονταν “σαν δειλός ακούγεται!” Δεκαεφτά χρονών κοπέλα ήταν όταν έκανε τον απογευματινό ανοιξιάτικο περίπατο με την καλύτερη της φίλη και την μικρή της αδελφή στο χωριό. Τα μακριά της μαλλιά μπλεγμένα σε κοτσίδες την έκαναν να φαίνεται ακόμα ποιο μικρή και τόνιζαν το όμορφο πρόσωπο της. Αυτή την ομορφιά μάτιασε η μάνα του, όταν αποφάσισε ένα απόγευμα να την σταματήσει και να την ρωτήσει ποιανού κόρη είναι. Μονομιάς της το είπε, ότι ήθελε να την κάνει νύφη για τον γιο της που ήταν στην ξενιτιά, εκείνη δεν είπε λέξη. Σε λίγες μέρες έστειλε προξενητάδες για να την γυρέψουν. Μα … ήταν παιδί δεν τον ήξερε ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερος της, μια φωτογραφία της έδειξαν και μια φωνή στο τηλέφωνο αργότερα, “αρκούν για να ζήσεις μια ζωή” αναρωτιόταν σιωπηλά, αλλά ο πατέρας της είχε δώσει τον λόγο του. Με μια βαλίτσα στο χέρι λίγους μήνες αργότερα ξεκίνησε από το νησί της για ένα μακρινό ταξίδι, για να συναντήσει τον άγνωστο που θα γίνονταν άντρας της. Με μια φωτογραφία από το γάμο της στα ξένα, μέσα στα ροζιασμένα γέρικα χέρια της πίσω στην Ελλάδα έχοντας κοντά της τα παιδιά της αναπολούσε με γεμάτα μάτια τις όμορφες στιγμές με αυτόν τον άνθρωπο που κατάφερε με την καλοσύνη και την αγάπη του να γίνει το άλλο της μισό και να μοιραστούν μαζί 50 χρόνια κοινής ζωής. Το μυστικό της ήταν ότι από τότε που πήρε την βαλίτσα και το εισιτήριο στο χέρι ποτέ δεν είχε δεύτερες σκέψεις, αυτό ήταν όλο τίποτα άλλο!

Ιστορία 5η:

Μαρία Αποστόλου

Το ρολόι έδειχνε μεσάνυχτα Κυριακής, ο Ηλίας και η Καίτη ήταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι τους, στο κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι υπήρχε το εισιτήριο του Ηλία για τη Γερμανία. Ο Ηλίας είχε κανονίσει να πιάσει δουλειά σε φάμπρικα στο Μαγδεμβούργο. Ήταν το τελευταίο βράδυ που το περνούσαν μαζί αγκαλιασμένοι. Θα έκαναν πολύ καιρό να ξανασυναντηθούν. Ο Ηλίας τα είχε κανονίσει όλα, το πρώτο διάστημα θα μοιραζόταν ένα δωμάτιο με άλλους εμιγκρέδες εργάτες και με τον πρώτο του μισθό θα έπιανε ένα διαμέρισμα για τους δυο τους. Η Καίτη δεν έκλεισε μάτι εκείνο το βράδυ από την ανησυχία της. Από τη μια στενοχωριόταν που θα έφευγε ο Ηλίας και ανησυχούσε για τις κακοτοπιές που ενδεχομένως να συναντούσε εκεί στον ξένο τόπο. Από την άλλη, ήταν αγέρωχη και δυνατή για να αντέξει και για τους δυο τους, ν αντέξει την απόσταση, ν αντέξει τις επικείμενες βροχερές ημέρες οι οποίες θα ξημέρωναν από εδώ και στο εξής. Κοίταζε τον Ηλία που κοιμόταν δίπλα της σαν μωρό. Χαμένη στις σκέψεις της ούτε που κατάλαβε πότε ξημέρωσε η ημέρα της αναχώρησης του Ηλία. Κατευθύνθηκε προς την κουζίνα να φτιάξει καφέ και να ετοιμάσει το δέμα για να συνοδεύσει τον Ηλία στο μακρύ ταξίδι του. Από την αγωνία της άναψε ένα τσιγάρο κι έπειτα άναψε άλλο ένα και στη συνέχεια άλλο ένα. Μαζί με τον καπνό από το τσιγάρο ένας λυγμός κύλησε στο μάγουλο της. Η ώρα της αναχώρησης του Ηλία όλο και κοντοζύγωνε, της ήταν ειλικρινά δύσκολο να τον συνοδεύσει ως το σταθμό του τρένου, αλλά δεν μπορούσε να του χαλάσει το χατίρι. Μπήκε στο ταξί μαζί του και σ όλη τη διαδρομή οι δύο τους έστεκαν αμίλητοι. Όταν έφτασαν στο σταθμό του τρένου, ο Ηλίας έβγαλε από την τσέπη του ένα δαχτυλίδι και της είπε: «εδώ δίπλα υπάρχει ένα εκκλησάκι, αν θα το ήθελες κι εσύ πάρε το δαχτυλίδι και πάμε να παντρευτούμε. Θέλω να ξέρεις πως ό,τι κι αν μου συμβεί εσύ θα είσαι η μία και μοναδική γυναίκα που αγάπησα ποτέ μου. Θέλω να ξέρω πως είσαι καλά. Θέλω να βρεις τη δύναμη ν αντέξεις μακριά μου. Σύντομα θα βρεθούμε μάτια μου κι όλα θα είναι αλλιώς.» Με ένα επιδοκιμαστικό βλέμμα της Καίτης οι δύο τους παντρεύτηκαν και επισφράγισαν την αγάπη τους. Σε λίγο με ένα σάλτο, ο Ηλίας πήδηξε στην αμαξοστοιχία που έφευγε για τη Γερμανία κι η Καίτη έμεινε πίσω να τον χαιρετά και να κοιτάζει τη βέρα στο δάχτυλο της.