Οι πιστοί σκύλοι.

Ήταν ένας μαύρος σκύλος κι ένας άσπρος και κάπως κοκκινωπός. Η Ντορίκο και ο Ρόγιαν. Ζούσαν σε ένα χωριό μακριά, που το έλεγαν Αγριάδα. Τα σπίτια τους χωρίζονταν με ψηλά κάγκελα και τα αφεντικά τους ήταν αγρότες. Στην Αγριάδα, όσοι άνθρωποι είχαν απομείνει ήταν αγέλαστοι και θυμωμένοι. Η Ντορίκο και ο Ρόγιαν ήταν πάντα δεμένοι με χοντρή αλυσίδα και αυτό που τους παρηγορούσε ήταν ότι έβλεπαν ο ένας τον άλλον, έστω και από μακρυά. Κάθε ξημέρωμα, τα αφεντικά έφευγαν για τα χωράφια τους και καμιά φορά ξεχνούσαν να τους αφήσουν φαγητό. Αλλά αυτά ήταν ευτυχισμένα, αφού θα είχαν στη διάθεσή τους όλη την ημέρα για να παίξουν έστω και… δεμένα.

Εκτός από αυτό που τους έδινε χαρά, είχαν κι ένα  μυστικό. Κάθε μέρα το πρωί που έφευγαν οι σπιτονοικοκύρηδες, περνούσε ο δασάρχης για να πάει στο μικρό του γραφείο, στην άκρη του δάσους. Αυτός ήταν ένας γλυκός άνθρωπος, που ερχόταν από ένα άλλο χωριό, την Αγαπησιάνα, που βρισκόταν ανατολικά της Αγριάδας. Περνώντας, λοιπόν ο δασάρχης από τα δύο σπίτια, έμπαινε κρυφά από τις καγκελόπορτες τους και τάιζε τους δυο φίλους, λύνοντάς τους, ώστε να τρέξουν ελεύθεροι  στο δάσος, που απλωνόταν μετά τους τοίχους των σπιτιών του χωριού. Όταν ο δασάρχης τελείωνε τη δουλειά του και πριν δύσει ο ήλιος, επέστρεφε μέσα από το δάσος, περιμάζευε τους φίλους του και τους άφηνε όπως τους έβρισκε τα πρωινά. Δεμένους. Αυτό γινόταν κάθε μέρα, όλους τους μήνες, όλα τα χρόνια. Η Ντορίκο και ο Ρόγιαν τον αγαπούσαν πολύ και τον περίμεναν κάθε μέρα να τους φέρει το φαγητό τους και να τους πάει βόλτα στο δάσος.

Μια μέρα, που ξεκίνησε όπως όλες οι άλλες και κατηφόρισαν οι τρεις τους ως το δάσος, ο αγαπητός δασάρχης τους άφησε και κίνησε προς το γραφείο του. Αφού τον έχασαν από τα μάτια τους και καθώς έπαιζαν μεταξύ τους, άκουσαν ασυνήθιστους θορύβους. Ήταν πυροβολισμοί! Τρόμαξαν τόσο πολύ και φοβήθηκαν ότι κάτι έπαθε ο φίλος τους. Αμέσως ξεχύθηκαν στο δάσος με όλη τους την ταχύτητα και το όργωσαν, ψάχνοντας τον. Αλλά μάταια. Δε μύρισαν ούτε λίγο από αυτόν. Δε βρήκαν κανένα ίχνος του. Μετά κατάλαβαν ότι σε λίγη ώρα ο ήλιος θα φύγει και δεν προλάβαιναν να γυρίσουν πίσω στα σπίτια τους, αφού τα αφεντικά τους θα ήταν ήδη εκεί και πολύ φοβόντουσαν. Κάθισαν ο ένας δίπλα στον άλλον, ταλαιπωρημένοι από την πείνα, τη δίψα και τη θλίψη τους..

Άξαφνα, μια μυρωδιά τους διαπέρασε σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Ναι! Ήταν αυτή του φίλου τους! Με όση δύναμη τους είχε απομείνει έτρεξαν και τον αγκάλιασαν! Ο φίλος τους ήταν καλά! Τους αγκάλιασε και αυτός και τους ζήτησε συγγνώμη που καθυστέρησε στη δουλειά του και τους έκανε να ανησυχήσουν. Κάθισαν οι τρεις τους κάτω από το δέντρο και ο δασάρχης σκέφτηκε, ότι δεν μπορούσε να τους επιστρέψει στα σπίτια στην Αγριάδα, αφού θα ήταν ήδη εκεί οι σπιτονοικοκύρηδες. Αποφάσισε λοιπόν, να τους πάρει μαζί του. Σηκώθηκε αργά αργά και άρχισε να περπατά δειλά προς την αντίθετη κατεύθυνση, από αυτήν που μέχρι τότε η Ντορίκο και ο Ρόγιαν γνώριζαν.

Κανείς όμως δε γύρισε να κοιτάξει πίσω, ούτε για μια στιγμή…

Τράβηξαν και οι τρεις τους το δρόμο για την Αγαπησιάνα. Γεμάτοι από χαρά που δε θα ξαναχωρίζονταν ποτέ… αφού η πίστη όλων των πλασμάτων στη Γη, ακόμα και των πιο πιστών, όπως θεωρούνται οι σκύλοι, δεν καθορίζεται από την αγριάδα, αλλά είναι περικυκλωμένη από  την αγάπη!

By georgia.