Σε δύο βδομάδες μέσα

Δευτέρα εικοσιεννέα Ιουνίου ξεκινάει να περπατήσει αυτό το καθημερινό περπάτημα μέχρι τον φούρνο με το ψηλό πεζοδρόμιο να της κόβει το δεξί γόνατο και σκέφτεται (αλλά μόλις μπει στο σπίτι μετά είκοσι λεπτά θα το ξεχάσει) να πάρει τηλέφωνο την Σεβασμία, που τι να λες με την Σεβασμία αλλά είναι μόνη της και Τρίτη τριάντα Ιουνίου θυμάται πως χτες ξέχασε να πάρει τηλέφωνο τελικώς, αλλά στο κάτω κάτω είναι και η ίδια μόνη κι άμα θέλει ας πάρει εκείνη τηλέφωνο, ενώ αποφασίζει και ταυτοχρόνως πηγαίνει στην φίλη της την Ιωάννα που κάνει καλό καφέ και, αύριο λαϊκή, τής λέει ποιος έχει καλά κεράσα και τι ώρα να πάει για να τα πάρει φτηνότερα, αλλά Τετάρτη μία Ιουλίου, καλό μήνα κιόλας Σάκη μου! (λέει στον διαχειριστή βγαίνοντας εκείνη μπαίνοντας εκείνος οκτώμισι η ώρα με το σκυλί από την βόλτα, όλο βόλτα, θα πεις και τι να κάνει σπίτι άνεργος άνθρωπος;) μπερδεύει τον κερασά με άλλονα και τελικώς παίρνει κάτι σκουληκιασμένα που Πέμπτη δύο του μηνός την στέλνουν τουαλέτα και ευτυχώς η διπλανή τής δίνει κάτι χάπια για την διάροια, με δύο ρο, διάρροια, αλλά έχει κάνει λάθος η βλογημένη και της έδωσε αποκείνα που είναι για να μη πονάνε τα γόνατα και Πέμπτη δύο του μηνός, αλλά απόγευμα τώρα, έρχεται να της δώσει τα σωστά και να πάρει πίσω τα άλλα, μα στο μεταξύ τής έχει περάσει το θέμα και με την ευκαιρία λένε να παίξουν ένα χαρτάκι Παρασκευή τρεις Ιουλίου, αύριο δηλαδή που μόλις έγινε σήμερα, σαναλέμε πόσο γρήγορα πέρασε η βδομάδα Ματούλα μου, πάρε μια ξερή Ματούλα μου που γέρνεις τα φύλλα σου και τα βλέπω, και βάλε τώρα τον βαλέ κει που δε λάμπει ήλιος να μάθεις εσύ που Σάββατο τέσσερεις Ιουλίου θα μου πας και για μπάνιο με τον κύριο Λευτέρη, κύριο; Λευτέρη σκέτο τον λέω εγώ που δεν θα πάω για μπάνιο μαζί του και συ μου βάζεις και το κύριος για να μην ψυλλιαστώ, αλλά Κυριακή πέντε Ιουλίου ξέρει ήδη όλη η γειτονιά πως γυρίσατε το μεσημέρι και πως στην Σαλαμίνα έχει δυό δωματιάκια κατά πως λέει ο ίδιος και μείνατε κει, και Δευτέρα, πήγε κιόλας έξι ο μήνας, μπήκε η σύνταξη; θα μπήκε, Δευτέρα βγαίνεις και λες στη γειτονιά πως ζηλεύω και είναι κακία μου, αλλά Τρίτη εφτά είμαι στην Σαλαμίνα, σερπράηζ!, με τον σκέτο Λευτέρη και ωραία τα δωματιάκια Ματούλα μου αλλά εγώ είμαι δω τώρα και συ εκεί, Τετάρτη οκτώ που επιστρέφουμε, ρε πώς περνάει ο μήνας, έχασα και την λαϊκή σήμερα, αργά το βράδυ παίρνει τηλέφωνο η κόρη της Σεβασμίας (δεν θυμόμουν πως είχε και κόρη) και μου λέει πως η μαμά, η δικιά της δηλαδή, δηλαδή η Σεβασμία, είναι στην κλινική και θέλει αποκλειστική και αν ξέρω καμία, οπότε Πέμπτη βράδυ εννιά του μηνός και Παρασκευή βράδυ δέκα του μηνός είμαι στο παλιό μου επάγγελμα και ξενυχτάω δίπλα στην Σεβασμία που δεν έχει και τίποτε, παρέα θέλει, αλλά γιατί, Σάββατο έντεκα Ιουλίου γιατί, λέω, να μην βρεθώ με εκατόν είκοσι ευρώ στην τσέπη έτσι από το πουθενά και, Κυριακή δώδεκα, γιατί να μην μάθω πως πάλι η Ματούλα με Λευτέρη Σαλαμίνα, και πήγε Δευτέρα δεκατρείς και πότε, κοίτα να δεις, πέρασε ο μισός Ιούλιος, ας φύγω Τρίτη δεκατέσσερεις για το χωριό κι ας χάσω την λαϊκή αύριο Τετάρτη δεκαπέντε. Και σιγά τα κεράσα στο κάτω κάτω…

Γράφει ο Νίκος Παπαδόπουλος