Στην ανακύκλωση

Γύρισε απ΄ το καφενείο βρίζοντας, Την πουτάνα την αδερφή μου, την μπίξια την δείξια, όλο με γκόμενους γυρνάει, σπίτι δεν έχει, Για στάσου βρε Σπύρο στα εξήντα της, εξηνταπέντε της η αδερφή σου γυρνάει με γκόμενους; είσαι καλά, Ναι, καλά είμαι!, εσάς σας αρέσει να λέτε δεν είμαι καλά για να με κλείσετε μέσα!, και έτρεξε και χώθηκε στην τουαλέτα χωρίς να βροντήξει την πόρτα. Βγαίνει σε δέκα λεπτά άλλος άνθρωπος, πάει στον καναπέ ξαπλώνει, ξεχάστηκε το συμβάν. Στο σαλόνι τον είχα βάλει, έτσι κι’ αλλιώς εγώ τηλεόραση δεν έβλεπα, μόνο το παιδί όταν ερχόταν να μείνει καμιά μέρα έβλεπε καμιά ταινία, του έστρωσα κει πέρα, όλα καλά, στο κάτω κάτω μια βδομάδα θα ήταν, να πάρει τα αποτελέσματα από τις εξετάσεις να πάει στην ευχή του Θεού.

Την άλλη μέρα άντε πάλι γυρίζει από το καφενείο, βρισίδια, Θα την σκίσω την καριόλα την ξεφτιλισμένη, τέτοια ήταν ανέκαθεν από πάντα και τώρα που την χρειάζομαι δεν σηκώνει το τηλέφωνο, και εγώ φταίω που άφησα τον πατέρα μου να της γράψει τα λιόδεντρα πέρα στο Κατοντάπηχο κι’ έμεινα με το ρημάδι το πατρικό να το πληρώνω ως και σήμερα, φωνές κακό, φόραγε και μασέλα τα μισά δεν τα καταλάβαινα. Λέω μέσα μου Στάσου να πας στο μπάνιο να πάρω τηλέφωνο την Σοφία. Παίρνω τηλέφωνο, Έλα ρε Σοφία, Έλα Ματούλα, μου λέει, Τι νέα;, Τι νέα θες της λέω, Έχω εδώ τον Σπύρο και όλο σε παίρνει τηλέφωνο και δεν σε βρίσκει και είναι έξω φρενών. Μα δε χτύπησε το τηλέφωνο, εδώ είμαι συνέχεια και πού να πάω πούχω το ισχίο και πονάω, να σου ο Σπύρος από κοντά στο μεταξύ, Ποιος είναι, Η αδερφή σου, του λέω, πιάνει το τηλέφωνο, γίνεται ο κακός χαμός, να κοκκινίζει, να κορώνει, λέω τώρα θα σκάσει. Αρπάζω το τηλέφωνο ακούω την Σοφία να γελάει, Ο αδερφός μου ήταν αυτός; ρωτάει, Ο αδερφός σου λέω, να τα γέλια η Σοφία, Ο αδερφός μου ο αριστερός ψάλτης; Ναι ρε Σοφία αυτός, να πεθαίνει στα γέλια η Σοφία, Ο αδερφός μου που έλεγα «σκατά» και μούβαζε πιπέρι να μη μιλάω έτσι; και να ξεκαρδίζεται, ποιος ξέρει πώς της φάνηκε, τουλάχιστον δεν τον πήρε στα σοβαρά να πεις έβαλε τα κλάματα και νάχω να κανακεύω και κείνην. Συνέχισε όμως να μην σηκώνει και τηλέφωνο όσες μέρες ήταν εδώ ο Σπύρος. Μετά βγήκαν οι εξετάσεις, τράβηξε ο Σπύρος στο χωριό, ησυχία πάλι.

Παίρνει τηλέφωνο στο μεταξύ το παιδί, Έλα μάνα, Σαββατοκύριακο θα κατέβω Αθήνα, Νάρθεις καμάρι μου λέω, έρχεται, καθαρά σεντόνια, το καλό του το μαξιλάρι, γεμιστά με σταφίδες και κουκουνάρι που τ’ αρέσουν, κει γύρω στις δώδεκα μία, νύχτα, τον ακούω να μουρμουράει στο αυτί μου, Μάνα, πού είναι το κοντρόλ της τηλεόρασης; Ξέρω γω χαρά μου, έχω να το πιάσω στα χέρια μου από μήνα και βάλε, δεν είναι στο σαλόνι;, Όχι μάνα δεν είναι, μόνο ένα κινητό είναι παρατημένο στο τραπεζάκι, ξεφόρτιστο. Φωτίστηκα. Ξέρω καμάρι μου πού είναι το κοντρόλ αλλά απόψε δεν θα δεις τηλεόραση. Πήρα τον Σπύρο το πρωί τηλέφωνο μπας και, αλλά όχι, Το τηλέφωνο του συνδρομητή είναι σταματημένο λέει μια κοπέλα, και πώς να μην είναι αφού τόχα στα δυό μέτρα και το έβλεπα. Μετά δέκα λεπτά μισή ώρα το πολύ βαράει το δικό μου το τηλέφωνο, η Σοφία, Έλα ρε Ματούλα μού λέει, Έλα Σοφάκι μου της λέω, Πέθανε ο Σπύρος μού λέει, Θεός σχωρέστον λέω, Ανακοπή Ματούλα μου, πέθανε βρίζοντας εμένα είπε ο καφετζής. Τι να πω, τίποτε δεν είπα, Θεός σχωρέστον είπα, δεν ρώτησα μη και της είπε ο καφετζής αν κράταγε στο χέρι του τίποτε παράξενο, τι να ρωτήσω, δε ρωτάς τέτοια πράματα, πήγε το παιδί Δευτέρα πρωί και μου πήρε ένα καινούργιο κοντρόλ, το έφτιαξε να βρίσκει και τα κανάλια, έριξε και το κινητό του Σπύρου στην ανακύκλωση, κι αυτό ήταν. Τι να πω; Γειά και χαρά σου Σπυράκο μου κει που σαι τώρα, γαμώ τα ξεμωράματά μας μέσα! Αυτό είπα.

Γράφει ο Νίκος Παπαδόπουλος